Διαβάστε το κείμενο του Νίκου Μπογιόπουλου που δημοσιευτηκε στον “Ημεροδρόμο”:
Κατά τον επίσημο ορισμό, «απεργοσπάστης» είναι εκείνος που αντί να απεργεί συνεχίζει να εργάζεται ή προσφέρεται να εργαστεί προς αντικατάσταση των απεργών.
Στις συνθήκες της πραγματικής ζωής, σε συνθήκες μισθωτής σκλαβιάς, κεφαλαιοκρατικής βίας και τρομοκρατίας, «απεργοσπάστης» είναι αυτός που όταν οι συνάδελφοί του πάνε να σηκώσουν κεφάλι, εκείνος υπηρετώντας και γλείφοντας με τον πιο χυδαίο και με τον πιο γλοιώδη τρόπο το αφεντικό του, τους μαχαιρώνει πισώπλατα.
Είναι αυτό το πισώπλατο μαχαίρωμα που καθιστά τον «απεργοσπάστη» συνώνυμο του ξεφτίλα, που υπονομεύει τον αγώνα των υπόλοιπων εργαζομένων.
Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει λέξη που να περιγράφει το ποιόν του απεργοσπάστη.
Εν προκειμένω – ξεκαθαρίζω – μιλώ για τον χώρο του Τύπου. Και τονίζω: Δεν αναφέρομαι – μιλώντας για τα ΜΜΕ αλλά και για κάθε εργασιακό χώρο – στον εργαζόμενο που του ασκήθηκε εκβιασμός, ανοικτή ή έμμεση τρομοκρατία, δεν αναφέρομαι στον ανήμπορο και ξεμοναχιασμένο εργαζόμενο, δεν μιλώ για τον με το “πιστόλι στον κρόταφο” μισθωτό που νιώθει δικό του τον αγώνα των συναδέλφων του, ακόμα κι όταν ο ίδιος δεν έχει τη δύναμη να πάρει κι αυτός μέρος στη μάχη, αναδεικνύοντας πόσο σημαντικό είναι και για τα σωματεία του και για τον ίδιο να σταθούν στα πόδια τους.
Αναφέρομαι σε αυτόν, στον απεργοσπάστη… “ιδεολόγο” (!), που δεν ανήκει στην κατηγορία των εργαζομένων στα ΜΜΕ που λύγισαν στον εξαναγκασμό του «Πολίτη Κέιν». Αναφέρομαι σε εκείνα τα καλοταϊσμένα και πασίγνωστα γιουσουφάκια του «Πολίτη Κέιν».
Αυτός, ο υπέρ απεργοσπασίας δημοσιολόγος, δεν είναι ούτε τσιράκι της εργοδοσίας (μόνο), ούτε τσανακογλείφτης του εκάστοτε κυβερνητισμού (μόνο), ούτε πεμπτοφαλαγγίτης (μόνο), ούτε τιποτένιος χαρτογιακάς μιας «εργατικής» αριστοκρατίας που λυμαίνεται θώκους (μόνο).
Αυτός είναι κάτι πολύ χειρότερο. Που μόνο μια λέξη μπορεί να περιγράψει: «Απεργοσπάστης»!
Ένα είδος, δηλαδή, φτιαγμένο – όπως έλεγε ο Τζακ Λόντον – από την πιο αηδιαστική ουσία που περίσσεψε του Θεού.
Τα θρασίμια, λοιπόν, οι πρωτοσαλταδόροι της γλίτσας, τα φερέφωνα των εγχώριων και διεθνών “Γερούν γερά” που έσπασαν χτες την απεργία και των δημοσιογράφων, που το διέπραξαν ακόμα μια φορά, που το έκαναν ενάντια σε όλο τον εργαζόμενο λαό που βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα νομοσχέδιο – εξάμβλωμα, που το “τόλμησαν” ενώ
• συνάδελφοί τους ζουν με συσσίτια,
• συνάδελφοί τους καρκινοπαθείς στερούνται ακόμα και τα φάρμακά τους,
• χιλιάδες συνάδελφοί τους λιώνουν στην ανεργία κι άλλοι τόσοι στις γαλέρες της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της απληρωσιάς,
ένα πράγμα κατέκτησαν:
Κατέκτησαν – επαξίως – τον «τίτλο» που αρμόζει σε ό,τι πιο ποταπό, ό,τι πιο χυδαίο, ό,τι πιο γλοιώδες μπορεί να βρει απέναντί του ο εργαζόμενος που παλεύει για μισθό, για δουλειά, για ζωή: Απεργοσπάστες.
Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο: Απεργοσπάστες!