Όταν η Ελλάδα δεν κλείνει τα προξενεία της στην Τουρκία και δηλώνει μεταξύ των πρώτων ότι προστρέχει για ανθρωπιστική αρωγή, ώστε άμεσα να αντιμετωπιστεί η καταστροφή που προήλθε από τον μεγάλο σεισμό, σίγουρα οι πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών δύνανται να στρώσουν διαδρόμους καλύτερης κατανόησης. Αν η εξέλιξη θα είναι κατακλυσμιαία ή αργόσυρτη, και πάλι από τους ηγέτες των δύο χωρών εξαρτάται.
Η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με πολύ σοβαρές προκλήσεις, εσωτερικές, φυσικές και διεθνείς. Όλες οι δυσκολίες της γείτονος χώρας έχουν προκληθεί από επιλογές και εφαρμογή ενός πολιτικού δόγματος που ξεπερνά τα παραδοσιακά όρια των τουρκικών προσανατολισμών στο ΝΑΤΟ, στην Ε.Ε., στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Την πολυπλοκότητα των επιλογών της τουρκικής ηγεσίας περιπλέκουν ακόμη περισσότερο η πανδημία και η καταστροφική δύναμη του Εγκέλαδου.
Έλλειψη ισχυρού αντιπάλου
Η προεκλογική περίοδος στην Τουρκία, που διαρκεί πολύ και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση, υποχρεώνει τον κύριο Ερντογάν να στρέφεται προς κάθε ευκαιριακή πολιτική, που κατά την εκτίμησή του διευκολύνει την πολιτική του κυριαρχία, εκτιμώντας ότι η αντιπολίτευση δεν έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα που εγγυάται καλύτερες ημέρες για τους Τούρκους ψηφοφόρους.
Η έλλειψη ισχυρού πολιτικού αντιπάλου διευκολύνει τον κύριο Ερντογάν να κινείται σαρωτικά σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος της χώρας καλύπτοντας είτε με πολιτικές είτε με αυταρχισμό κενά της οικονομίας, των κοινωνικών και εθνικιστικών αναγκών της Τουρκίας.
Εκπροσωπεί, όπως φαίνεται μέχρι αυτή την ώρα από τα γεγονότα και τις δημοσκοπήσεις, τη μοναδική πολιτική έκφραση που έμπρακτα μπορεί να ισχυρίζεται ότι εξασφάλισε την οικονομική ανάπτυξη, την αμυντική επάρκεια, την κοινωνική ανέλιξη, την ισλαμική θρησκευτική έκφραση για το σύνολο των Τούρκων πολιτών.
Συνεχής ένταση με τους γείτονες
Επίσης, όσον αφορά τη διεθνή, πολιτική και επιχειρηματική παρουσία της Τουρκίας, ο κύριος Ερντογάν, ως πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, έχει να παρουσιάσει έργο υπογραμμίζοντας ότι η χώρα συμμετέχει στην ομάδα των G20, των πλέον ανεπτυγμένων οικονομιών του κόσμου, και παίζει ρόλο με αυτόνομες στρατιωτικές παρεμβάσεις στη Συρία, τη Λιβύη, την Αρμενία, με αποτέλεσμα να καθίσταται, κατά τον κύριο Ερντογάν, ισότιμος συνομιλητής μεγάλων δρώντων της διεθνούς κοινότητας.
Με στοχοπροσήλωση στην πολιτική που θα μπορούσε να εξασφαλίσει ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης στην Τουρκία, ο κύριος Ερντογάν, όπως συμβαίνει σε κάθε συγκεντρωτικό και αυταρχικό καθεστώς, επιλέγει συνεχή ένταση με κάθε γειτονική χώρα δοκιμάζοντας την τουρκική πολιτική και τις οικονομικές αντοχές της χώρας του.
Στο πλέγμα των περιφερειακών εντάσεων συμπεριλαμβάνει και την Ελλάδα, εκκινώντας από τη βεβαιότητα ότι η γειτονική του χώρα έχει εξαντληθεί από τη μακρά οικονομική κρίση που αντιμετώπισε και την πανδημία.
Απορεί, σχεδόν χάνει το πολιτικό περιβάλλον που έχει δημιουργήσει με τη βοήθεια των μυστικών του υπηρεσιών και των ενόπλων δυνάμεων, όταν διαπιστώνει, το 2020, ότι αποτελεσματικά αποκρούεται η προσπάθεια παραβίασης και των χερσαίων ελληνικών συνόρων, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να αναδείξει στρατιωτική παντοδυναμία στα σύνορα γύρω από την τουρκική επικράτεια, ακόμη και εις βάρος ΝΑΤΟϊκού συμμάχου.
Ό,τι ακολούθησε μετά το 2020 και αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις προκλήθηκε από συνεχή πολιτικά σφάλματα της Άγκυρας, η οποία μέχρι και σήμερα αδυνατεί να αξιολογήσει την αξία της πολιτικής, θεσμικής και κοινωνικής σταθερότητας της Ελλάδας.
Η ελληνική συνοχή
Η παράμετρος όμως που καθορίζει τις σχέσεις Αγκύρας – Αθηνών καθορίζεται από τη θεσμική λειτουργία της Ελληνικής Δημοκρατίας και την κοινωνικοπολιτική συνοχή του ελληνικού λαού, παρά τις πολιτικές θέσεις που κάθε πολίτης επιλέγει επειδή ιδεολογικά τον εκφράζουν.
Με ανεπτυγμένη κοινωνική ευαισθησία οι Έλληνες αντιμετώπισαν την οικονομική κρίση που σε κάποιες στιγμές της εξέλιξης οδήγησε την κοινωνία και την πολιτική στο χείλος ακραίων επιλογών οι οποίες θα οδηγούσαν τη χώρα σε αδιέξοδο με άγνωστη κατάληξη. Στη συνέχεια αντιμετωπίστηκε η πανδημία, που απαίτησε επίσης κατάθεση τεραστίων οικονομικών κεφαλαίων, αλλά και κοινωνικής ανοχής. Η χώρα, που συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατών που επλήγησαν βαρύτατα από την πανδημία, επέτυχε να εξέλθει από τη χαοτική κατάσταση που δημιουργήθηκε ακόμη και σε χώρες που διέθεταν πολύ πιο εξελιγμένο σύστημα Υγείας.
Με τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας η Αθήνα μερίμνησε και ανέπτυξε ταυτοχρόνως διεθνείς δράσεις και συνεργασίες που διαμορφώνουν συνθήκες σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή μας και την Ε.Ε.
Οι σύγχρονες προκλήσεις αντιμετωπίστηκαν με πολιτική περισυλλογή και σύνεση, με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται σήμερα μεταξύ των περιφερειακών παραγόντων που συμμετέχουν με δημιουργικό λόγο στην εξέλιξη που αποσκοπεί σε ευρύτατες συνεργασίες και συνεκτικές δράσεις προκειμένου να αντιμετωπίζονται άμεσα, με μικρότερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, ακόμη και μελλοντικές κρίσεις.
Δεν έχουν πλέον πολιτικό χρόνο
Την ώρα που όλα όσα επιτυγχάνονται πρέπει να αξιοποιηθούν, οι Τούρκοι γείτονές μας δεν έχουν πλέον τον πολιτικό χρόνο να αναλογισθούν τις απαιτήσεις των καιρών και να εξετάσουν την πιθανότητα επαναπροσδιορισμού της θέσης τους.
Την πραγματικότητα της πολιτικής ανάγκης δεν μπορεί ακόμη να τιθασεύσει ο πολιτικός ορθολογισμός. Πορευόμαστε, Έλληνες και Τούρκοι, προς τις εκλογές, στις οποίες θα επιλέξουμε το μέλλον που θέλουμε για τους λαούς μας και τον κόσμο στην εποχή που θα ακολουθήσει μετά τις μεγάλες κρίσεις.
Ενώ η σημαντικότατη πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία μας έχει φέρει μπροστά στη μεγάλη πιθανότητα ευρύτερης ένοπλης σύγκρουσης, η Τουρκία επιλέγει την ένταση με την Ελλάδα ακόμη και μετά την αποτυχία της Άγκυρας να επιβάλει τις επιθυμίες της στο ΝΑΤΟ, τη Μέση Ανατολή και τη Λιβύη. Προτιμά να καθοδηγεί το εθνικό της σύστημα αντιμετώπισης κρίσεων στα άκρα, εξαντλώντας μέσα και ανθρώπους.
Ο σεισμός επανάφερε αυξημένες απαιτήσεις για την οργάνωση του τουρκικού κράτους, των σωστικών ομάδων και την αντοχή του τουρκικού προϋπολογισμού. Η φυσική πρόκληση αγγίζει άμεσα τον τουρκικό λαό και τα όρια αντοχής του. Σε μία τόσο δύσκολη στιγμή για τη συνολική πολιτική και θεσμική δομή της Τουρκίας, η Άγκυρα δεν καθυστέρησε να αποδεχθεί την προτεινόμενη εξωτερική συνδρομή. Το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε., μαζί με τον ΟΗΕ οφείλουν άμεσα να προσέλθουν ως αρωγοί στον δοκιμαζόμενο τουρκικό λαό.
Η Άγκυρα, κάτω από την πίεση των εξελισσόμενων γεγονότων και παρά την προεκλογική αναμέτρηση, έστω και αν δεν επιθυμεί να φανεί υποχωρούσα σε ανθρωπιστικές χειρονομίες κρατών, που το καθεστώς Ερντογάν χαρακτηρίζει ως ορκισμένους εχθρούς της Τουρκίας, μάλλον επιλέγει τον ανθρωπιστικό ορθολογισμό.
Τον πολιτικό τυφώνα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση και ο τουρκικός λαός σύμμαχοι, εταίροι, φίλοι και κυρίως οι γείτονες, συντονισμένα και με σεβασμό προς ό,τι έχει προκληθεί στην Τουρκία, δεν επιτρέπεται να επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τη δύσκολη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσει η Άγκυρα.
Οι αξιοπρόσεκτες δηλώσεις συμπαράστασης φέρουν ανθρωπιστικό αλλά και κοινωνικό αποτέλεσμα όταν συνοδεύονται από άμεσες χειρονομίες παρόμοιες με όσες ήδη ανακοίνωσαν η ελληνική κυβέρνηση και οι αρμόδιες υπηρεσίες αντιμετώπισης κρίσεων θέτοντας στη διάθεση της Τουρκίας συγκεκριμένα μέσα, μηχανήματα και εκπαιδευμένο προσωπικό που άμεσα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των συνεπειών του μεγάλου σεισμού.
Πρόσθετη ευθύνη για σεβασμό
Για τις συνεργασίες των λαών προστιθέμενη αξία έχει η ικανότητα των ηγεσιών να αξιολογήσουν – κυρίως σε περίοδο μεγάλων εντάσεων – με ψυχραιμία τη σημασία όλων των χειρονομιών και δράσεων οι οποίες διαμορφώνουν συνθήκες αποκατάστασης της κλονισμένης εμπιστοσύνης που πολώνει τους ηγέτες, έστω και αν οι λαοί καθημερινά επιβεβαιώνουν με τις επιλογές τους – πολιτιστικές, τουριστικές, εμπορικές, οικονομικές και επενδυτικές – ότι προκρίνουν την καλή γειτονία και την αμοιβαία κατανόηση.
Η πολιτική προσέγγισης αναπτύσσεται χωρίς προμετωπίδες και τίτλους, επειδή πρέπει να είναι για όλους τους υπόλοιπους – που εργάζονται για τη σταθερότητα η οποία θα διασφαλίσει την ηρεμία και την ανάπτυξη τον 21ο αιώνα – διαρκής, επίμονη και συστηματική. Η διπλωματία «των σεισμών» και του «Merhaba» δυστυχώς έσβησε αμέσως μόλις έλειψε η συναισθηματική φόρτιση του γεγονότος που τις προκάλεσε.
Η ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης των συνεπειών του καταστροφικού σεισμού στο Γκαζίαντεπ αποτελεί πρόσθετη ευθύνη για σεβασμό στον σύμμαχο, στον εταίρο, στον γείτονα, που περιδινίζεται μέσα σε γεγονότα τα οποία είτε προκλήθηκαν τυχαία, όπως σεισμός ή πανδημία, είτε δημιουργούνται με απόλυτη πολιτική ευθύνη εξαιτίας ακραίων και εσφαλμένων πολιτικών επιλογών του.