Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου
Η μεγάλη πτώση του bitcoin, το οποίο παρέσυρε προς τα κάτω συνολικά την αγορά κρυπτονομισμάτων, έφερε στην επιφάνεια όλων των ειδών τις αντιδράσεις.
Οι παραδοσιακοί πολέμιοι του κρυπτονομίσματος είδαν στην κατακόρυφη πτώση της τιμής τη δικαίωση της άποψης ότι πρόκειται για μια φούσκα η οποία αργά ή γρήγορα μπορεί και να μηδενίσει.
Η χθεσινή πτώση συνέπεσε και με την ανακοίνωση της έκθεσης
χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΕΚΤ στην οποία περιλαμβάνεται και η διαπίστωση ότι η τιμή του bitcoin «έχει ξεπεράσει προηγούμενες φούσκες όπως η Μανία της Τουλίπας και η Φούσκα της Νότιας Θάλασσας το 17ο και τον 18ο αιώνα».
Η «βουτιά» συνδέθηκε με τις προειδοποιήσεις των κινεζικών αρχών για τα κρυπτονομίσματα με την κεντρική τράπεζα της χώρας να προειδοποιεί εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα για τους κινδύνους των συναλλαγών με κρυπτονομίσματα, προιδεάζοντας, στην ουσία, για επερχόμενες ρυθμίσεις και περιορισμούς.
Απτόητοι, όμως, οι υποστηρικτές του μεγαλύτερου κρυπτονομίσματος, επιμένουν ότι χθες, τη μέρα που το bitcoin έφτασε να χάνει μέχρι και 30% μέσα σε λίγες ώρες… ήταν απλά Τετάρτη, καθώς τέτοιες μεγάλες διακυμάνσεις είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς αυτής και το μόνο βέβαιο είναι ότι θα υπάρξουν κι άλλες και προς τα κάτω και προς τα πάνω.
Από τα ψηλά του Απριλίου, που η συνολική αξία όλων των bitcoin που κυκλοφορούν είχε φτάσει τα 970 δισ. δολάρια, χθες έπεσε στα 605 δισ. δολάρια και η τιμή ενός bitcoin αντίστοιχα από τα 63.300 δολάρια μέχρι λίγο πάνω από τα 30.000 δολάρια πρόσκαιρα, προτού αρχίσει να ανακάμπτει. Με άλλα λόγια, μέσα σε ένα μήνα, χάθηκε πάνω από το 35% της αξίας στην αγορά.
Η πτώση του bitcoin χθες μετριάστηκε στη διάρκεια της ημέρας, και από το -30% κινήθηκε στο -8% αργότερα, ενώ σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται σε ειδικευμένα site τα οποία παρακολουθούν την κίνηση των ανταλλακτηρίων κρυπτονομισμάτων, χθες έγιναν μαζικές πωλήσεις αλλά και μεγάλες αγορές.
Το ενδιαφέρον με την τεχνολογία του bitcoin είναι ότι όλες οι αγοραπωλησίες καταγράφονται σε ένα αρχείο (blockchain) το οποίο είναι ανώνυμο και απαραβίαστο αλλά δημόσιο με αποτέλεσμα ο καθένας εφόσον έχει τις απαραίτητες γνώσεις προγραμματισμού να μπορεί να «διαβάσει» ποια bitcoin άλλαξαν χέρια και σε τι τιμή.
Το εάν αυτές οι αγορές έγιναν από τις λεγόμενες «φάλαινες», ήτοι μεγάλους επενδυτές κρυπτονομισμάτων, μένει να φανεί, αλλά τα στοιχεία αυτά εκλαμβάνονται από τους bitcoiners ως ένδειξη ότι το bitcoin έχει ακόμα μέλλον, ακόμα κι αν πέσει ακόμα χαμηλότερα.
Οι πολέμιοι του bitcoin, βέβαια, πιστεύουν ότι αυτή ήταν η αρχή του τέλους, καθώς το κρυπτονόμισμα δεν έχει την παραμικρή πραγματική, εσωτερική αξία, καθώς δεν είναι τίποτα άλλο από μια αφηρημένη λογιστική μονάδα, πίσω από την οποία δεν υπάρχει τίποτα, ούτε κάποια εγγύηση για τα χρήματα των αγοραστών, ούτε κάποια εποπτεία.
Αυτή, όμως, η απουσία κεντρικού ελέγχου και εποπτείας, είναι τα στοιχεία που επικαλούνται οι υποστηρικτές του bitcoin και των άλλων κρυπτονομισμάτων, οι οποίοι διακηρύσσουν ότι είναι ένας νέος τρόπος να γίνονται συναλλαγές και να αποθηκεύεται αξία.
Το πρόβλημα που αναδείχθηκε τις τελευταίες ημέρες, πάντως, είναι διπλό.
Αφενός, φούντωσε η συζήτηση για την περιβαλλοντική επίπτωση που έχει το σύστημα διαχείρισης του bitcoin, το οποίο εξασφαλίζει την αυτονομία του και το αδιάβλητο των συναλλαγών.
Το blockchain συντηρείται από ένα δίκτυο υπολογιστών, στο οποίο μπορεί να συμμετάσχει οποιοσδήποτε και σε αντάλλαγμα για την προσφορά του στο σύστημα λαμβάνει νέα bitcoin που δημιουργούνται συνεχώς. Αυτή είναι η διαδικασία «εξόρυξης» η οποία όμως είναι πολύ ενεργοβόρα, καθώς οι υπολογιστές καταναλώνουν πολύ ρεύμα. Καθώς, μάλιστα, υπολογίζεται ότι το 75% της εξόρυξης γίνεται στην Κίνα, όπου τα ⅔ της ενέργειας παράγονται με κάρβουνο, το θέμα δεν είναι μόνο περιβαλλοντικά σημαντικό, αλλά και γεωπολιτικά.
Την περιβαλλοντική επιβάρυνση επισημαίνουν διάφοροι επικριτές του bitcoin, ενώ την οικολογική επιβάρυνση είχε επισημάνει, μεταξύ αρκετών άλλων, και η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γιέλεν. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο ευρωβουλευτής των Πρασίνων Sven Giegold ζήτησε χθες να περιοριστεί η εξόρυξη κρυπτονομισμάτων.
Μέχρι εδώ καλά, αλλά το ζήτημα έχει και άλλη ανάγνωση, καθώς έχει φουντώσει η συζήτηση για το «πράσινο» bitcoin, ήτοι για εξόρυξη η οποία θα τροφοδοτείται με ήπιες μορφές ενέργειας, όπως η ηλιακή.
Καθώς μάλιστα στη συζήτηση για συνεργασία των miners με τις εταιρείες ήπιας ενέργειας έχει εμπλακεί και ο Έλον Μασκ, ο άνθρωπος που ανεβοκατεβάζει το bitcoin με τα tweets του, είναι φανερό ότι οι φήμες, οι προβλέψεις αλλά και οι θεωρίες συνωμοσίας δίνουν και παίρνουν το τελευταίο διάστημα.
Προ ημερών ο ιδρυτής του Twitter Τζακ Ντόρσει “τουϊτάρισε” ότι «το bitcoin δίνει κίνητρα στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας», και ο Έλον Μασκ απάντησε «αλήθεια είναι», οδηγώντας πολλούς αναλυτές της αγοράς αυτής στο συμπέρασμα ότι ετοιμάζεται νέα γενιά Αμερικανών miners με ηλιακά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας και ότι η μάχη στο εξής θα είναι ανάμεσα στο «βρώμικο» και το «καθαρό» bitcoin.
Σε ένα τέτοιο κλίμα τροφοδοτούνται και οι θεωρίες συνωμοσίας, όπως εκείνη που θέλει τις κινεζικές αρχές να περιορίσουν την αγορά κρυπτονομισμάτων, για να προωθήσουν το ψηφιακό γιουάν, με το οποίο όλες οι συναλλαγές θα καταγράφονται από την κεντρική τράπεζα της χώρας.
Ο Μασκ είναι εκείνος που προκάλεσε την αρχική κατάρρευση της τιμής από τα ψηλά προ ημερών, όταν ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει να δέχεται τελικά πληρωμές σε κρυπτονομίσματα για τα Tesla του. Προ μηνών, βέβαια, ο ίδιος έχει ανακοινώσει ότι η εταιρεία του δεχόταν πληρωμές σε bitcoin, προκαλώντας τη στιγμή εκείνη ένα ράλι τιμών.
Ο Έλον Μασκ ανεβοκατεβάζει την τιμή του bitcoin, αλλά τώρα ίσως πληρώνει το τίμημα.
Στις αρχές Φεβρουαρίου είχε ανακοινώσει ότι η Tesla διακρατούσε bitcoin αξίας 1,5 δισ. δολαρίων, από τα οποία μάλιστα πούλησε το 10% “γράφοντας” τα κέρδη στον ισολογισμό της εταιρείας.
Χθες ο Μασκ τουίταρε ότι δεν σκοπεύει να πουλήσει bitcoin, γεγονός που συνέβαλε στην ανάκαμψη της τιμής από το -30% στο -8%, αλλά πλέον η μεγάλη βουτιά σημαίνει ότι και τα διαθέσιμα της Tesla σε bitcoin απαξιώνονται, γεγονός που αντανακλάται και στην εταιρεία και τη μετοχής της, η οποία υποχώρησε κατά 3%.