Δραματική έκκληση να δοθεί η ευκαιρία στη Ρωσία να ενταχθεί ξανά στο διεθνές σύστημα μετά από οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία απηύθυνε προς τη διεθνή κοινότητα, από το Νταβός της Ελβετίας, την Τρίτη 17 Ιανουαρίου, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Henry Kissinger, προσθέτοντας πως ο διάλογος με τη Μόσχα πρέπει με κάθε τρόπο να συνεχιστεί.
Remaining Time-0:00FullscreenMute«Η επανένταξη της Ρωσίας στο διεθνές γίγνεσθαι μπορεί να ακούγεται σαν… κούφια λόγια για τα έθνη τα οποία στέναζαν υπό τον ρωσικό ζυγό κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Ωστόσο, όπως είπε, «είναι σημαντικό να αποφευχθεί μια κλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης», ως αποτέλεσμα της αίσθησης ότι γίνεται πόλεμος «κατά της ίδιας της Ρωσίας».
Σε αυτή την περίπτωση, «η Ρωσική Ομοσπονδία θα αναγκαστεί να επαναξιολογήσει την ιστορική της θέση, η οποία αποτελεί ένα κράμα έλξης για τον πολιτισμό της Ευρώπης και φόβου κυριαρχίας από την Ευρώπη».
«Η καταστροφή της Ρωσίας ως κράτους μπορεί να έχει σημαντικές πολιτικές συνέπειες.
Θα καταστήσει μια τεράστια περιοχή έντεκα ζωνών ώρας ευεπίφορη σε εσωτερικές συγκρούσεις και εξωτερικές επεμβάσεις, τη στιγμή που υπάρχουν 15.000 και πλέον πυρηνικές κεφαλές στο έδαφός της».
«Γι’ αυτό λοιπόν πιστεύω στον διάλογο με τη Ρωσία όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, στο τέλος των εχθροπραξιών όταν επιτευχθεί η προπολεμική γραμμή και σε μια συνεχή διαδικασία διαπραγματεύσεων με την Ευρώπη και τη Αμερική… ενώ οι κυρώσεις θα διατηρηθούν μέχρι να επιτευχθεί μια τελική διευθέτηση.
Πιστεύω ότι αυτός είναι ο τρόπος για να αποτραπεί η κλιμάκωση του πολέμου», είπε.
Υπενθυμίζεται πως ο Kissinger επικρίθηκε από τους Ουκρανούς πολιτικούς τον Μάιο όταν πρότεινε στο Κίεβο να παραχωρήσει εδάφη στη Ρωσία για να επιτευχθεί μια ειρηνευτική συμφωνία.
Πέρα από τα παραπάνω, ο πρώην διπλωμάτης είπε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να συνεχίσουν να παράσχουν στρατιωτική υποστήριξη και, εάν είναι απαραίτητο, να εντείνουν αυτήν την υποστήριξη έως ότου επιτευχθεί γραμμή κατάπαυσης του πυρός ή γίνει αποδεκτή στις προκαταρκτικές συζητήσεις για την επίτευξη ειρήνης.Είπε επίσης ότι ήθελε να εκφράσει τον θαυμασμό για τον Πρόεδρο της Ουκρανίας Volodymyr Zelenskyy και την «ηρωική συμπεριφορά του ουκρανικού λαού» και πως εκτιμά ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ μια μέρα θα ήταν ένα «κατάλληλο αποτέλεσμα».
Στην παρούσα κατάσταση, «η ιδέα μιας ουδέτερης Ουκρανίας δεν έχει πλέον νόημα.
Στο τέλος της πιθανής διαδικασίας ειρηνευτικών συνομιλιών, η χώρα θα πρέπει να λάβει εγγυήσεις από το ΝΑΤΟ, είπε.
«Κάθε πλευρά πρέπει να εξετάσει μόνη της πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η απειλή για την ανθρώπινη επιβίωση από την καταστροφικότητα των όπλων.
Περί Κίνας…
Ο Kissinger ρωτήθηκε και για την Κίνα – με την οποία παλαιότερα ομαλοποίησε τις σχέσεις των ΗΠΑ, ως υπουργός υπό τον πρόεδρο Νixon.
Ο Kissinger είπε ότι, όταν ο Νίξον και ο πρόεδρος Μαο άρχισαν να κινούνται για να σημειώσουν πρόοδο στις σχέσεις τους, είχαν γίνει 152 διαπραγματεύσεις για την Ταϊβάν.
Κάθε φορά αυτές οι διαπραγματεύσεις έκλειναν γρήγορα, καθώς η θέση κάθε πλευράς ήταν μη αποδεκτή για την άλλη.
«Τώρα, οι ΗΠΑ και η Κίνα λαμβάνουν μέτρα για τη βελτίωση των σχέσεων μετά από χρόνια επιδείνωσής τους.
Η υπουργός Οικονομικών Janet Yellen θα έχει την πρώτη της συνάντηση με τον Κινέζο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Liu He στις 18 Ιανουαρίου στη Ζυρίχη ενώ και ο υπουργός Εξωτερικών Antony Blinken θα επισκεφθεί την Κίνα στις αρχές του 2023».
Όσον αφορά την Ταϊβάν και την Κίνα, ο Kissinger είπε ότι και οι δύο πλευρές θα πρέπει να αποφεύγουν ενέργειες που υποδηλώνουν «αναμέτρηση» και με ψύχραιμη γλώσσα να δημιουργήσουν συνθήκες για διάλογο.
Eπισημαίνεται πως ο Kissinger διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών μεταξύ 1973 και 1977 υπό τους προέδρους Nixon και Ford και υπηρέτησε ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας μεταξύ 1969 και 1975.
Συνετέλεσε στις επαφές των ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ένωση και της προσέγγισης με την Κίνα, και επέβλεπε εξαιρετικά αμφιλεγόμενες αποφάσεις, όπως βομβαρδισμούς και στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Καμπότζη.
Szijjártó (Ουγγαρία): Οι ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας ήταν μια αποτυχία
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας άσκησε έντονη κριτική στις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Ρωσίας, υποστηρίζοντας ότι έχουν βλάψει τις οικονομίες των κρατών μελών της περισσότερο από τον στόχο τους, και ότι έχουν αποτύχει να δώσουν τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Αν κάνουμε μια αξιολόγηση, μια ανάλυση, σχετικά με τον αντίκτυπο των κυρώσεων, είναι προφανές ότι δεν έχουν εκπληρώσει τις προσδοκίες», είπε ο Péter Szijjártó, μιλώντας στο CNBC στο περιθώριο των εργασιών του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός.
«Επειδή, ποια ήταν η προσδοκία στις αρχές Μαρτίου, στα τέλη Φεβρουαρίου, όταν συζητούσαμε το πρώτο πακέτο κυρώσεων; Ότι θα γονατίσουν την οικονομία της Ρωσίας, επομένως ο πόλεμος θα σταματήσει σύντομα», είπε.
Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την Ευρώπη κατά της Ρωσίας περιλαμβάνουν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις και δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων για Ρώσους επιχεiρηματίες, πολιτικούς και ολιγάρχες, απαγορεύσεις στις εισαγωγές και τις εξαγωγές για διάφορα αγαθά και την επιβολή πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου σε συνεργασία με την ομάδα των G7.
Το ευρωπαϊκό μπλοκ έχει επίσης στόχο να μειώσει δραματικά τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Ο Szijjártó συνέχισε: «Η οικονομία της Ρωσίας δεν έχει γονατίσει, σίγουρα. Μπορούμε να έχουμε διαφορετικές εκτιμήσεις σχετικά με το μέγεθος της ύφεσης που την πλήττει αλλά δεν έχει γονατίσει και ο πόλεμος δεν πλησιάζει στο τέλος του.
Και η οικονομία της Ευρώπης υποφέρει περισσότερο από τις κυρώσεις παρά η ρωσική οικονομία».
«Επομένως, αν δούμε με πρακτικό και όχι με ιδεολογικό τρόπο, ποιος ήταν ο αντίκτυπος των κυρώσεων, θα διαπιστώσουμε ότι έκαναν μεγαλύτερη ζημιά στην Ευρώπη παρά στη Ρωσία. Επομένως, δεν πρέπει να προχωρήσουμε περισσότερο με τις κυρώσεις γιατί απλώς δεν έχουν εκπληρώσει τις προσδοκίες και δεν έχουν επιτύχει τους στόχους που τους είχαμε θέσει».
Ο Szijjártó είπε ότι η Ουγγαρία καταδίκασε τον πόλεμο και στέκεται στο πλευρό της Ουκρανίας, αλλά επανέλαβε ότι δεν πιστεύει ότι οι κυρώσεις είναι ο δρόμος προς την ειρήνη.
«Όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα πρέπει να συνεισφέρουμε για να βοηθήσουμε στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, αλλά αν καταστρέψουμε τις δικές μας οικονομίες, δεν θα είμαστε σε θέση να βοηθήσουμε την Ουκρανία να ανοικοδομηθεί», είπε.
Ερωτηθείς γιατί η Ουγγαρία ψήφισε επομένως υπέρ των κυρώσεων, είπε ότι πέτυχε εξαιρέσεις σε τομείς που ήταν ζωτικής σημασίας για τα εθνικά της συμφέροντα, όπως οι αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου, επειδή δεν μπορεί να εισάγει από άλλες πηγές λόγω υποδομής αγωγών.
Ο Szijjártó υπερασπίστηκε την απόφαση της Ουγγαρίας να μην στείλει όπλα στην Ουκρανία, όπως έχουν κάνει οι δυτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.
Ανέφερε ότι επέλεξε να παράσχει ανθρωπιστική βοήθεια στο 1 εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες που έχουν φτάσει στη χώρα και θα υποστηρίξει ειρηνευτικές συνομιλίες, καθώς δεν ήθελε η ουγγρική κοινότητα που εδρεύει στα σύνορα μεταξύ των χωρών να στοχοποιηθεί στον πόλεμο.