Του Adriano Bosoni
Μεταξύ του 2020 και του 2022 τρία πολύ διασπαστικά γεωπολιτικά γεγονότα άλλαξαν την ισορροπία δυνάμεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυξάνοντας την επιρροή των χωρών στα νότια και ανατολικά του μπλοκ, σε βάρος των χωρών του βορρά που παραδοσιακά έχουν μεγαλύτερη επιρροή. Αυτή νέα δυναμική όχι μόνον θα διαμορφώσει την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της ΕΕ τα επόμενα χρόνια, αλλά είναι πιθανό να οδηγήσει σε εσωτερικές συγκρούσεις μελλοντικά που για μια ακόμα φορά θα δοκιμάσουν την εσωτερική ενότητα του μπλοκ.
Μια ταραγμένη τριετία
Το πρώτο από τα τρία διασπαστικά γεγονότα ήταν το Brexit. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από το μπλοκ τον Ιανουάριο του 2020 μετά από πολυετείς διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν με το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016.
Η Βρετανία ήταν προηγουμένως ένας από τους ισχυρότερους υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου, της απορρύθμισης και της περιορισμένης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Για δεκαετίες το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν επίσης σύμμαχος των Βόρειων (ιδιαίτερα των Σκανδιναβικών) ευρωπαϊκών χωρών που προασπίζονταν μια ανοικτή Ευρώπη με μια φιλοεπιχειρηματική προσέγγιση των οικονομικών υποθέσεων και που ήταν επιφυλακτικές για την ομοσποδιοποίηση της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε μια ευκαιρία για χώρες στη νότια Ευρώπη, που τείνουν να προασπίζονται μια πιο παρεμβατική ΕΕ που προστατεύει τις οικονομίες τους από τον εξωτερικό ανταγωνισμό ενώ ταυτόχρονα συγκεντρώνει πόρους από όλη την ΕΕ για να πληρώσουν πολιτικές που αφορούν σε ολόκληρο το μπλοκ.
Αμέσως μετά το Brexit ήρθε η πανδημία Covid 19, που είχε ως αποτέλεσμα το πρώτο κύμα πανευρωπαϊκών λόκνταουν τον Μάρτιο του 2020. Η καταστροφική επίπτωση της πανδημίας σε ανθρώπινο και οικονομικό επίπεδο άνοιξε την πόρτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβει πρωτοφανή μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίασης ενός τεράστιου πακέτου τόνωσης ύψους 750 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2020, που περιλαμβάνει επιδοτήσεις και δάνεια για τα μέλη της, με την Ιταλία και την Ισπανία να λαμβάνουν τα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά.
Ειδικότερα, τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ επέτρεψαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δανειστεί από τις χρηματαγορές για λογαριασμό τους για να πληρώσει για το πακέτο –μια πολιτική που είχε αποδειχθεί αδύνατον να εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης μόλις μια δεκαετία νωρίτερα λόγω της σθεναρής αντίθεσης από τις κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού βορρά. Μέχρις ενός σημείου ο βορράς υποστήριξε το πακέτο του 2020 επειδή, σε αντίθεση με την κρίση της ευρωζώνης το 2009, η οικονομική ζημιά στη νότια Ευρώπη δεν ήταν αποτέλεσμα ανεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά γεγονότων πέραν του ελέγχου τους. Και πάλι, όμως, τόσο σε κλίμακα όσο και ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίον χρηματοδοτήθηκε, το πακέτο τόνωσης ήταν πρωτοφανές στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία και αποτέλεσε ισχυρό σημάδι μιας νότιας Ευρώπης με μεγαλύτερη επιρροή. Ως τέτοιο, έχει δημιουργήσει προηγούμενο για τις μελλοντικές αντιδράσεις σε κρίσεις.
Η ρωσική εισβολή
Το τρίτο γεωπολιτικό γεγονός που άλλαξε την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, που οδήγησε σε εκτίναξη του πληθωρισμού στην Ευρώπη εν μέσω πιο περιορισμένων και ακριβότερων προμηθειών ενέργειας. Η οικονομική επίπτωση από τον πόλεμο και η συνεπαγόμενες διαταράξεις στις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας είδαν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (και πάλι) να εφαρμόζουν μεγάλα πακέτα τόνωσης, καθώς και να αναζητούν εναγωνίως για εναλλακτικές προμήθειες φυσικού αερίου για να αποφύγουν τα δελτία και τα μπλακάουτ.
Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο σε τομείς από τα τσιμέντα μέχρι τα λιπάσματα αναγκάστηκαν επίσης να μειώσουν ή να σταματήσουν τις δραστηριότητές τους. Ο πόλεμος αποτέλεσε και κίνδυνο, αλλά και ευκαιρία, για τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, που για δεκαετίες προειδοποιούσαν για την απειλή που συνιστά η Ρωσία για την ειρήνη στην Ευρώπη, και απαιτούσαν μεγαλύτερη παρουσία ΝΑΤΟϊκών στρατιωτών στην περιοχή και μια πιο επιθετική στάση της ΕΕ έναντι της Μόσχας.
Υπό την πίεση της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις στη Ρωσία αυξάνοντας ταυτόχρονα τη χρηματοοικονομική, ανθρωπιστική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία. Κυρίως, ο πόλεμος ανάγκασε επίσης τη Γερμανία να απομακρυνθεί από την πολιτική της που επεδίωκε να διαχωρίζει τις πολιτικές εντάσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης από τις τεράστιες εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου από τη Γερμανία. Η απόφαση του Βερολίνου τον Φεβρουάριο του 2022 να μην χρησιμοποιήσει τον αμφιλεγόμενο αγωγό Nord Stream 2 που συνδέει τη Γερμανία με τη Ρωσία (που οι προηγούμενες γερμανικές κυβερνήσεις υπερασπίζονταν σθεναρά) ήταν εξαιρετικά ενδεικτική αυτής της αλλαγής πολιτικής.
Ίσως πιο κρίσιμο ήταν το γεγονός πως ο πόλεμος έδωσε επίσης στο ΝΑΤΟ μια ανανεωμένη αίσθηση σκοπού, που ευθυγραμμίζονταν περισσότερο με τις απόψεις της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, λιγότερο από τρία χρόνια αφότου ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν κήρυξε τη στρατιωτική συμμαχία «εγκεφαλικά νεκρή» και παρότρυνε ευρωπαϊκές εναλλακτικές έναντι της συνεργασίας του ΝΑΤΟ. Το γεγονός πως η Σουηδία και η Φινλανδία έσπασαν την ιστορική τους ουδετερότητα για να ενταχθούν στη δυτική συμμαχία ασφάλειας υλοποίησε την φιλοδοξία της Πολωνίας, τη Λιθουανίας, της Λετονίας και της Εσθονίας να περικυκλώσουν τελείως τη Ρωσία στη Βαλτική περιοχή και άνοιξε την πόρτα για βαθύτερη συνεργασία Βαλτικής-Σκανδιναβίας στον τομέα της ασφάλειας.
Τέλος, ο πόλεμος αύξησε επίσης τη στρατηγική σημασία των χωρών της Νότιας Ευρώπης, που εν μια νυκτί έγιναν παίκτες-κλειδιά στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για διαφοροποίηση των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Οι πολλοί τερματικοί σταθμοί LNG της Ισπανίας και της Ιταλίας και οι συνδέσεις τους μέσω αγωγών με τη Βόρεια Αφρική έρχονται σε αντίθεση με την υψηλή εξάρτηση της Γερμανίας σε αγωγούς που έρχονται από τη Ρωσία, και φέρνουν τη Μαδρίτη και τη Ρώμη στο επίκεντρο των συνεχιζόμενων σχεδιασμών για πολλαπλασιασμό και διαφοροποίηση των ενεργειακών προμηθειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η επίπτωση στη συνέχεια
Οι επιπτώσεις του Brexit, της πανδημίας Covid 19 και του πολέμου στην Ουκρανία ήταν ορατές το 2022, αλλά θα συνεχίσουν το 2023 και πέραν αυτού. Τώρα που έχει σπάσει το ταμπού του κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού, οι κυβερνήσεις της Νότιας Ευρώπης θα συνεχίσουν να πιέζουν για κοινό δανεισμό για να πληρώσουν πανευρωπαϊκές πρωτοβουλίες σε τομείς που κυμαίνονται από την κλιματική αλλαγή μέχρι τις ενεργειακές υποδομές.
Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (που το 2020 ανέστειλε τους κανόνες της ΕΕ για τα κρατικά χρέη και τα όρια των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ώστε οι χώρες να μπορέσουν να ξοδέψουν χρήματα για να βγουν από την πανδημία), πιέζει για ανασχεδιασμό των κανόνων προτού ξανατεθούν σε ισχύ το 2024. Υπό την πίεση από τον νότο, οι νέοι κανόνες πιθανότατα θα επικεντρώνονται σε πιο ευέλικτους στόχους που σχετίζονται με τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του χρέους, σε αντίθεση με τους υφιστάμενους κανόνες που «γέρνουν» περισσότερο προς την τήρηση βραχυπρόθεσμων, αυστηρών δημοσιονομικών στόχων που έχουν αποδειχθεί σχεδόν απίθανο να επιτευχθούν. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρησιμοποιήσει μέτρα προστατευτισμού στην Κίνα και στις ΗΠΑ για να δικαιολογήσει τη δική της ενίσχυση της κρατικής βοήθειας, των επιχορηγήσεων και άλλων μορφών βοήθειας σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας της, κάτι που επίσης ευθυγραμμίζεται με τις απόψεις της νότιας Ευρώπης για το πώς θα πρέπει να λειτουργεί το μπλοκ.
Τα επόμενα χρόνια θα προσφέρουν επίσης νέες ευκαιρίες για την κεντρική και ανατολική Ευρώπη να αυξήσουν την ικανότητά τους να κατευθύνουν τη στρατηγική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής θα χρησιμοποιήσουν τη νέα τους επιρροή στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική για να διασφαλίσουν πως οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα διατηρηθούν και, εάν είναι δυνατόν, θα επεκταθούν. Θα ζητήσουν επίσης (και θα συμβάλλουν στην) αύξηση της των ΝΑΤΟϊκών στρατιωτών στην περιοχή και θα αντιδράσουν σε οποιαδήποτε σχέδια της Γαλλίας να εφαρμόσει αμυντικές πρωτοβουλίες που θα είναι ανταγωνιστικές της ηγούμενης από τις ΗΠΑ στρατιωτικής συμμαχίας.
Μια εκεχειρία στην Ουκρανία είναι απίθανη το 2023, κάτι που σημαίνει πως η Πολωνία και οι σύμμαχοί της στη Βαλτική πιθανότατα θα πετύχουν τους στόχους αυτούς βραχυμεσοπρόθεσμα. Το σημαντικότερο είναι πως η Πολωνία αναδύεται ως μια ηγετική στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη χάρη στα χρόνια των αυξημένων αμυντικών δαπανών και του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, μια τάση που η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα επιταχύνει. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως η Πολωνία είναι μια από τις πιο δυναμικές οικονομίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σημαίνουν πως το εκτόπισμα της Βαρσοβίας στις ευρωπαϊκές υποθέσεις πιθανότατα θα αυξηθεί στα επόμενα χρόνια.
Μόνιμη στροφή;
Ενώ αυτές οι αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη θα είναι ορατές το 2023, μπορεί να μην είναι μόνιμες. Όταν φύγει η αίσθηση του επείγοντος που σχετίζεται με την πανδημία και τον πόλεμο, οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης μπορεί να αποφασίσουν πως ο συνδυασμός πιο ευέλικτων δημοσιονομικών κανόνων και τεράστιων δαπανών από την ΕΕ που θα υποστηρίζονται από ένα κοινό χρέος, δεν είναι μια υπεύθυνη ή βιώσιμη πολιτική. Αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές αντιδράσεις κατά των μέτρων αργότερα αυτή τη δεκαετία, υπό τον φόβο μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτή η δυνητική αλλαγή στη συμπεριφορά θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη Γερμανία, επειδή πολλές από τις τρέχουσες πολιτικές της ΕΕ κατέστησαν εφικτές λόγω του γεγονότος πως δυο από τα τρία μέλη του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού είναι οικονομικά προοδευτικά. Στερώντας τις Βρυξέλλες από μια αποφασιστική γερμανική ηγεσία, η αυξημένη επικέντρωση του Βερολίνου στις εσωτερικές υποθέσεις τον τελευταίο χρόνο ως απάντηση στις κλιμακούμενες κρίσεις (οικονομική και ενεργειακή) έχει επίσης δώσει στις κυβερνήσεις της νότιας Ευρώπης περιθώριο να ενισχύσουν τα δικά τους προφίλ στο μπλοκ.
Αλλά οι επόμενες γενικές εκλογές της Γερμανίας (που προγραμματίζονται για το 2025) θα μπορούσαν να φέρουν ξανά στην εξουσία τους συντηρητικούς και, μαζί με αυτούς, και τις πιο επιθετικές θέσεις για τη δημοσιονομική ενοποίηση της ΕΕ. Οι πρώιμες επαναστάσεις ενάντια στις χαλαρότερες πολιτικές της ΕΕ για το χρέος και τα ελλείμματα είναι επίσης πιθανές σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία και η Δανία αν η οικονομική ανάκαμψη του μπλοκ από τις τρέχουσες κρίσεις έρθει νωρίτερα του αναμενόμενου. Ακόμα και χωρίς μια επιστροφή στη σύγκρουση βορρά-νότου για τη δημοσιονομική πολιτική, η αστάθεια στις χρηματαγορές που προκαλούν τα άλματα στα επίπεδα των κρατικών χρεών (ιδιαίτερα σε χώρες του Νότου όπως η Ιταλία) θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σήμα κινδύνου για αλλαγή κατεύθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η επιρροή των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης αντιμετωπίζει δικούς της περιορισμούς. Η επιρροή που έχει η Πολωνία στην ευρωπαϊκή πολιτική αυξήθηκε το 2022, αλλά η χώρα εξακολουθεί να απειλείται με κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή λόγω των διαφωνιών που σχετίζονται με το κράτος δικαίου, που θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα το «πάγωμα» ευρωπαϊκών πόρων ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ. Και, ενώ η Πολωνία είναι ηγετική φωνή στην πολιτική που σχετίζεται με τη Ρωσία, οι φιλοευρωπαϊκές χώρες όπως η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία δεν μοιράζονται απαραιτήτως τις ευρωσκεπτικιστικές απόψεις της Πολωνίας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, κάτι που σημαίνει πως θα μπορούσαν να υπάρξουν διαιρέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, που ηγούνται των «γερακιών» εναντίων της Ρωσίας.
Επιπλέον, ο πόλεμος στην Ουκρανία απομόνωσε την Ουγγαρία, που νοιώθει μόνη αντιτιθέμενη σε ορισμένες κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Αλλά η Ουγγαρία και η Πολωνία εξακολουθούν να είναι ευθυγραμμισμένες και να υποστηρίζονται σε ζητήματα κοινωνικά, πολιτισμικά, κράτους δικαίου και θεσμικά, τα οποία ενοχλούν τα περισσότερα δυτικά κράτη μέλη της ΕΕ και περιορίζουν τη συνεργασία μαζί τους. Οι δημοσκοπήσεις υποδηλώνουν πως η φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση της Πολωνίας έχει πιθανότητες να κερδίσει στις γενικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στα τέλη του 2023 (κάτι που θα βελτίωνε τις σχέσεις της Βαρσοβίας με τις Βρυξέλλες). Εν τούτοις, οι καιροί πολέμου τείνουν επίσης να ευνοούν τις νυν κυβερνήσεις, κάτι που σημαίνει πως οι ευρωσκεπτικιστές ηγέτες της Πολωνίας μπορεί να εξασφαλίσουν μια ακόμα θητεία, κάτι που θα περιόριζε την επιρροή της χώρας στην ευρωπαϊκή πολιτική πέραν των ζητημάτων ασφαλείας.
Μέχρι στιγμής, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταφέρει να παραμείνει ενωμένη παρά τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που συνέβησαν μεταξύ του 2020 και του 2022. Αλλά η επίπτωση των αλλαγών αυτών στην ευρωπαϊκή πολιτική μπορεί να ξεθωριάσει με την πάροδο του χρόνου. Οι τάσεις προστατευτισμού στην Κίνα και, σε μικρότερο βαθμό, στις ΗΠΑ, θα δώσουν στα κράτη της ΕΕ που υποστηρίζουν τον κρατικό παρεμβατισμό συνεχιζόμενη αιτιολόγηση για τις απόψεις τους, κάτι που σημαίνει πως τέτοιες πολιτικές πιθανόν θα συνεχιστούν. Αλλά η Βόρεια Ευρώπη είναι απίθανο να παραμείνει παθητική στις δημοσιονομικές πολιτικές που προωθεί η Νότια Ευρώπη, υπό τον φόβο της αύξησης του ηθικού κινδύνου και του κινδύνου νέων κρίσεων χρέους στο Νότο. Επιπλέον, ο σκεπτικισμός ορισμένων χωρών της ανατολικής Ευρώπης αναφορικά με την περαιτέρω πολιτική και οικονομική ενοποίηση της ΕΕ πιθανόν θα συγκρουστεί με τις απόψεις της δυτικής Ευρώπης που τάσσονται περισσότερο υπέρ της ενοποίησης.
Από την άποψη της ασφάλειας, η στρατιωτική άνοδος της Κίνας δεν θα ενώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση με τον ίδιο τρόπο που έκανε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα εσωτερικές διαμάχες ως προς το μέλλον τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της αμυντικής ενοποίησης στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει πως ενώ η συνεχιζόμενη στροφή στη της εσωτερικής ισορροπίας δυνάμεων δεν θα αποτελέσει άμεση υπαρξιακή απειλή για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο σπέρνονται τώρα σπόροι για μια νέα αντιπαράθεση που πιθανόν θα κορυφωθεί αργότερα αυτή τη δεκαετία –και όταν συμβεί αυτό, τότε η ενότητα του μπλοκ θα δοκιμαστεί για μια ακόμα φορά.