Άλλο ένα εκτενές ρεπορτάζ για τις πολύπλοκες ελληνοτουρκικές σχέσεις φιλοξενεί η εφημερίδα Welt, η οποία μέσω μιας ιστορικής αναδρομής, αλλά και απόψεων που διατυπώνουν ειδικοί στο θέμα, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα που αφορούν την περιοχή.
«Το ΝΑΤΟ, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, βιώνει ίσως τη μεγαλύτερη δοκιμασία για τις αντοχές του. Την ίδια ώρα και δύο εταίροι του ΝΑΤΟ απειλούν ο ένας τον άλλον με πόλεμο: η Ελλάδα και η Τουρκία (…) Oι δύο χώρες είναι σύμμαχοι στα χαρτιά. Στο πρόσφατο παρελθόν βρέθηκαν πολλές φορές στο χείλος του πολέμου (…) Σήμερα πλέον οι διαφωνίες εντείνονται ξανά, ενώ μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενότητα του ΝΑΤΟ είναι πιο σημαντική από ποτέ» παρατηρεί η Welt.
To ρεπορτάζ επιχειρεί να εξηγήσει στο γερμανικό κοινό το ιστορικό των δύσκολων ελληνοτουρκικών σχέσεων και τα βασικά σημεία της διαμάχης στο Αιγαίο. Θέτει επίσης μεταξύ άλλων το ερώτημα, σχετικά με το «πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση» και απαντά: «Ούτε οι εντάσεις, ούτε η απειλή κλιμάκωσης είναι νέες, όμως η χρονική συγκυρία είναι μοιραία. ‘To NATO έχει να αντιμετωπίσει πολλά άλλα προβλήματα με την Ουκρανία και τη Ρωσία. Tώρα πρέπει να στρέψει το βλέμμα και προς τον νότο, ώστε να συγκρατήσει δύο εταίρους από το να στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, αναφέρει ο Τζίμ Τάουνσεντ, υπεύθυνος επί πολλά έτη για θέματα Ευρώπης και ΝΑΤΟ στο αμερικανικό υπ. Άμυνας (…) Oι δύο χώρες επιδίδονται σε ένα είδος χορού κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης. Το πρόβλημα είναι, ότι, εάν γίνει κάποιο λάθος, ένας λάθος υπολογισμός, εάν καταρριφθεί ένα αεροσκάφος και σκοτωθούν άνθρωποι, τότε τα πράγματα μπορεί να ξεφύγουν από τον έλεγχο αναφέρει ο ίδιος».
Τι θα συμβεί όμως στο ΝΑΤΟ αν όντως η μια χώρα στραφεί στρατιωτικά εναντίον της άλλης: «Δεν υπάρχει προηγούμενο» αναφέρει η Welt. «Το άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου ορίζει ότι μια επίθεση κατά χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ συνιστά επίθεση εναντίον όλων, γεγονός που σημαίνει ότι οι όλοι οι σύμμαχοι προστρέχουν σε βοήθεια. Η περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ δύο εταίρων του ΝΑΤΟ δεν ρυθμίζεται από τη Συνθήκη.»
Πίσω από την άρση του αμερικανικού εμπάργκο όπλων στην Κύπρο
Η ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung αναλύει από την πλευρά της τους λόγους και τις ευρύτερες συνέπειες της ιστορικής απόφασης των ΗΠΑ για άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων, που είχε επιβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1987. Μεταξύ άλλων παρατηρεί: «Το αμερικανικό εμπάργκο δεν είχε ποτέ το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά έκανε κατά βάση την κυπριακή κυβέρνηση να αναζητήσει άλλους προμηθευτές στρατιωτικών εξοπλισμών. Η Κύπρος βρήκε αυτό που αναζητούσε στη Μόσχα. Το ορθόδοξο νησιωτικό κράτος έχει στενούς πολιτιστικούς, οικονομικούς και -μέσω της μεγάλης ρωσικής κοινότητας- προσωπικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Η άρση του εμπάργκο από την Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να κατανοηθεί ως κίνηση καλής θέλησης για στενότερη διασύνδεση της κυβέρνησης της Λευκωσίας, η οποία επιβάλει κυρώσεις στη Μόσχα, με το δυτικό στρατόπεδο».
Όπως σημειώνει η ΝΖΖ: «κυπριακές ναυτιλιακές εταιρείες, όπως και ελληνικές, εμπλέκονται σε μεγάλο βαθμό στο θαλάσσιο εμπόριο με τη Ρωσία και θα αισθανθούν έτσι τις επιπτώσεις των περιορισμών στις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου. Προϋπόθεση για την πώληση αμερικανικών εξοπλισμών είναι να απαγορευθεί σε ρωσικά πολεμικά πλοία να καταπλέουν στα κυπριακά λιμάνια». Ως προς την Ελλάδα και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ αλλά και την Τουρκία, η ελβετική εφημερίδα σημειώνει ότι «η Ελλάδα έχει γίνει ο εκλεκτός εταίρος των ΗΠΑ στο πεδίο της πολιτικής ασφάλειας στην περιοχή, δυσαρεστώντας την Άγκυρα».
Την ίδια ώρα, παρατηρεί η εφημερίδα, «ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν, παρά τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, συνεχίζει τη δική του γεωπολιτική πορεία, γεγονός που αποτελεί σημαντική αιτία αποξένωσης της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ και τους παραδοσιακούς συμμάχους της στη Δύση, κυρίως τις ΗΠΑ. Μετά τη Σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) το Σάββατο, ο Ερντογάν δήλωσε ότι θέλει η χώρα του να γίνει πλήρες μέλος του οργανισμού, ο οποίος κυριαρχείται από την Κίνα και τη Ρωσία».