Μπορεί ο πρωθυπουργός κατ΄επανάληψη να έχει διαψεύσει ρητά κάθε συζήτηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου, ωστόσο στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία το αφήγημα φαίνεται να έχει αλλάξει.
Μάλιστα πληροφορίες που διαρρέονται στον Τύπο θέλουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρόθυμο να επικαλεσθεί, αν τελικά προχωρήσει στην απόφαση του για αλλαγή του νόμου, το γεγονός ότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες από την άνοιξη του 2022 και πως η χώρα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ πολιτική σταθερότητα.
Δεν είναι τυχαία η χθεσινή τοποθέτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Γιάννη Οικονόμου ο οποίος μιλώντας στον ΣΚΑΪ τόνισε: «Εμείς από την αρχή έχουμε πει ότι πιστεύουμε στην ανάγκη αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Αυτοδύναμες κυβερνήσεις σημαίνει και αυτοδύναμη Ελλάδα. Μέσα σε αυτό που ζούμε παντού, το διεθνές περιβάλλον αστάθειας, μέσα στους κλυδωνισμούς που βλέπουμε να υφίστανται οι κυβερνήσεις σε άλλες ισχυρές χώρες, αντιλαμβανόμαστε ακόμα περισσότερο την αξία μιας ξεκάθαρης πολιτικής, μιας στιβαρής διακυβέρνησης, μιας αποτελεσματικής και επαγγελματικής διαχείρισης των πραγμάτων».
Εν συνεχεία, ερωτηθείς ξεκάθαρα για το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απάντησε: «Εμείς συνεχίζουμε για τις εκλογές του 2023 με το θεσμικό πλαίσιο που υπάρχει και θα διεκδικήσουμε από τον κόσμο καθαρή εντολή, να διαλέξει ο κόσμος ποια Ελλάδα θέλει και πώς θα πάμε. Όμως, υπάρχουν δύο πράγματα: Πρώτον, η ανάγκη της σταθερότητας προβάλλει τώρα πολύ πιο έντονη και πιο απαιτητική απ’ ό,τι προηγουμένως. Αυτό δεν μπορεί να το προσπεράσει κανείς!».
Τη Δευτέρα ερωτηθείς σχετικά ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης απέφυγε να απαντήσει ευθέως τονίζοντας ότι ισχύουν αυτά που έχει πει ο πρωθυπουργός: εκλογές στο τέλος της τετραετίας με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο. Ωστόσο, επανέλαβε τα περί κυβερνητικής σταθερότητας τονίζοντας ότι λόγω της πρόσφατης τοξικότητας στο πολιτικό κλίμα καθίσταται δύσκολο το ενδεχόμενο των συνεργασιών αναφερόμενος στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. «Η χώρα δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη» τόνισε.
Σε ερώτηση «αν η ΝΔ καλοβλέπει το κόμμα του κυρίου Βελόπουλου» απάντησε ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Απομακρύνεται η αυτοδυναμία
Το γεγονός είναι ότι διανύουμε έναν προεκλογικό χρόνο και η κυβέρνηση διαπιστώνει ότι έχει αρχίσει η δημοσκοπική φθορά με αιχμή τους κραδασμούς από την υπόθεση των παρακολουθήσεων ενώ και οι επόμενοι μήνες αναμένονται δύσκολοι λόγω των σοβαρών οικονομικών προκλήσεων που καλείται να διαχειριστεί.
Η πιθανότητα να φτάσει η ΝΔ τον πήχη του 40%, προκειμένου να πάρει το συνολικό μπόνους των 50 εδρών φαντάζει απολύτως ανέφικτος, ενώ εξίσου δύσκολο θεωρείται υπό τις παρούσες να εξασφαλίσει ποσοστό 38,5% με 39% που χρειάζεται για την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Τα σενάρια αλλαγής
Το πιο ισχυρό σενάριο για την αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι η επαναφορά του Νόμου Παυλόπουλου με τις οποίες έγιναν όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις από το 2012 μέχρι το 2019. Να σας θυμίσω πως ο νόμος προβλέπει ένα μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα και ένα ποσοστό αυτοδυναμίας στο 36,% περίπου, ποσοστό το οποίο στο Μαξίμου θεωρούν εφικτό για τη ΝΔ στις δεύτερες εκλογές.
Ωστόσο, στο τραπέζι υπάρχει και plan B που αφορά σε ένα εκλογικό σύστημα που εκκινεί από τη βάση του εκλογικού νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση στις αρχές του 2020 και διαμορφώνεται κλιμακωτά δίνοντας μπόνους 20 εδρών στο πρώτο κόμμα που θα συγκεντρώσει ποσοστό 20% και ανά μισή ποσοστιαία μονάδα ( ή και λιγότερο ) πέραν του 25%, μία έδρα.
Επιπλέον ανάλογα με το ποσοστό που θα επιλεγεί για την αύξηση των εδρών από το 25% και πάνω, εξαρτάται το ποσοστό που θα απαιτείται για την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος με οροφή πάντως το 36%.