Του Αλέξη Τσίπρα
Οι ηγέτες που υπήρξαν σε κάποια περίοδο αρχιτέκτονες της Ιστορίας καλό είναι να κρίνονται πρωτίστως απ’ αυτήν και όχι από τη συγκυρία.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ό,τι γνώμη κι αν έχει ο καθένας μας σήμερα για τον ίδιο και το έργο του, είναι αναμφίβολα ένας από τους ανθρώπους που κέρδισαν αυτό το «προνόμιο». Οφείλουμε λοιπόν με περίσκεψη και σεβασμό να τον συνοδεύσουμε στο τελευταίο του ταξίδι.
Υπήρξε ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, που προσπάθησε με την περεστρόικα και την γκλάσνοστ να εμφυσήσει ζωή στον υπαρκτό σοσιαλισμό, συνενώνοντάς τον με τη δημοκρατία και τη διαφάνεια. Να τον ανασυγκροτήσει σε μια εντελώς διαφορετική βάση, που θα τον απομάκρυνε και θα τον διαχώριζε από τη δικτατορική αντίληψη και τη γραφειοκρατική πράξη της εξουσίας, εν ονόματι των οποιωνδήποτε ανθρωπιστικών ιδεωδών.
Προφανώς απέτυχε. Το λεγόμενο σοσιαλιστικό στρατόπεδο διαλύθηκε στα δικά του χέρια και τα καθεστώτα του υπαρκτού γκρεμίστηκαν. Το Τείχος έπαψε πια να χωρίζει τη Γερμανία επί των ημερών του και η κραταιά κάποτε Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών διαλύθηκε με τη δική του παραίτηση από τη θέση του πρώτου αλλά και τελευταίου Προέδρου της, ακόμα και ως κράτος, για να γεννηθούν μια σειρά νεαρά κράτη στη θέση της. Και να αποδειχτεί ότι κανένα σχέδιο, οσοδήποτε εμπνευσμένο, δεν μπορεί να αντιστρατευτεί και να ανατρέψει την πραγματικότητα όταν αυτή έχει πάρει τον δρόμο της.
Δυστυχώς ο κόσμος δεν έγινε καλύτερος μετά από αυτό, όπως πολλοί περίμεναν, ανακοινώνοντας το τέλος της Ιστορίας. Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε, αλλά νέα τείχη υψώθηκαν στον σύγχρονο κόσμο μας. Και τα οράματα εκατομμυρίων ανθρώπων που εμπνεύστηκαν από τα ιδανικά της κοινωνικής δικαιοσύνης και μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και πίστεψαν μετά την παρακμή του υπαρκτού σοσιαλισμού στη δυνατότητα της ανασυγκρότησής του με στόχο έναν σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία θάφτηκαν και αυτά κάτω από τα συντρίμμια του καθεστώτος. Ενός καθεστώτος που, παραδόξως, όσο στιβαρό έμοιαζε τόσο εύκολα κατέρρευσε, σαν χάρτινος πύργος.
Με την οριστική υποστολή της κόκκινης σημαίας με το σφυροδρέπανο, όμως, από το Κρεμλίνο, στα τέλη του Δεκέμβρη του 1991, δεν είδαμε έναν νέο, καλύτερο κόσμο να ανατέλλει. Πιο ελεύθερο, πιο δημοκρατικό, πιο ειρηνικό. Σε κάθε περίπτωση, το όραμα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για έναν κόσμο κοινό σπίτι όλων είναι αυτό που συντρίβεται καθημερινά από πολέμους, όπως αυτός που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, από φράχτες και από νέα τείχη. Και η ανθρωπότητα βρίσκεται και πάλι στο κατώφλι, αν δεν πέρασε ήδη την πόρτα, ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, με καταστροφικές επιπτώσεις στην ασφάλεια και τη ζωή των ανθρώπων.
Την Ιστορία, λένε, τη γράφουν οι νικητές. Συνεπώς ο Γκορμπατσόφ, ως κατεξοχήν ηττημένος, δεν θα μπορούσε να αφηγηθεί την Ιστορία, ούτε καν να εξηγήσει πειστικά τις προθέσεις του. Γιατί το αποτέλεσμα ήταν η παραίτηση, η διάλυση, η ήττα. Και, ακόμη χειρότερα, η χλεύη να τον υμνούν οι αντίπαλοι και να τον λυπούνται οι φίλοι.
Ωστόσο θα ήταν άδικο και ανιστόρητο να παραβλέψουμε δυο σημαντικές παρακαταθήκες από την ηγεσία του.
Η πρώτη αφορά το όραμα του τελευταίου ηγέτη της ΕΣΣΔ για έναν ειρηνικό κόσμο, που θα χωράει όλους τους λαούς και τους ανθρώπους.
Και η δεύτερη, και ίσως σημαντικότερη, το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τη βία για να αναστείλει την ανατροπή του και τις ανατροπές στη χώρα του και τους συμμάχους της, που καμιά σχέση δεν είχαν με τις δικές του προθέσεις. Και δεν μετέτρεψε το ψυχορράγημα του υπαρκτού σοσιαλισμού σε αιματοχυσία, όπως συνήθως γίνεται όταν τα καθεστώτα γκρεμίζονται και στην ηγεσία βρίσκονται ηγέτες αυταρχικοί, όπως πολλοί από αυτούς που σήμερα απασχολούν και ταλαιπωρούν τον κόσμο μας.
Για τα παραπάνω και μόνο, πιστεύω ότι ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ αξίζει τουλάχιστον τον σεβασμό μας. Κι όσο για τα μεγάλα ερωτηματικά που τον συνοδεύουν, τα αν, τα γιατί, τα ίσως και τα πώς, αυτά θα τα απαντήσει η Ιστορία.