Μετά τα τελευταία στοιχεία για τη ρωσική οικονομία, όπου παρατηρήθηκε συρρίκνωση το β’ τρίμηνο του 2022- άνοιξε για ακόμα μία φορά η συζήτηση για το εάν η ρωσική οικονομία μπορεί να αντέξει το βάρος του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και των κυρώσεων. Φαίνεται, όμως, πως το «μοντέλο» στο οποίο στηρίζεται η ρωσική οικονομία αλλά και η ενέργεια, έχει στήσει ένα δίχτυ προστασίας από κάθε κρίση. Σημειώνεται ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις στη Ρωσία είναι κρατικές ενώ στον αντίποδα οι μικρομεσαίες αποτελούν λιγότερο από το 25% το ΑΕΠ. Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτό το «μοντέλο», ενδεχομένως να περιορίζει την ανάπτυξη υπό κανονικές συνθήκες, αλλά «μονώνει» την οικονομία σε περιόδους κρίσης.
Η πορεία της ρωσικής οικονομίας
Η ρωσική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο, αν και ήταν λιγότερο απότομη από το 5% που ανέμεναν οι αναλυτές. Την ίδια στιγμή, η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας αναμένει ότι η ύφεση θα βαθύνει τα επόμενα τρίμηνα, φτάνοντας στο χαμηλότερο σημείο της το α’ εξάμηνο του 2023.
«Υπήρξαν ενδείξεις σταθεροποίησης σε πολλούς τομείς τους τελευταίους μήνες, αλλά δεν αναμένουμε ότι η ύφεση θα φτάσει στο κατώτερο σημείο έως το β’ τρίμηνο του 2023 και πιστεύουμε ότι η οικονομία θα μείνει στάσιμη στην καλύτερη περίπτωση στη συνέχεια» δήλωσε ο Liam Peach από την Capital Economics, σύμφωνα με το CNBC.
Remaining Time-0:00FullscreenMute«Η ύφεση θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερη, αλλά η κεντρική τράπεζα έλαβε άμεσα μέτρα για να αποτρέψει την επικράτηση μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Φαίνεται επίσης ότι η ανθεκτικότητα του ενεργειακού τομέα της Ρωσίας μείωσε τον αντίκτυπο των δυτικών κυρώσεων» συμπλήρωσε ο Peach.
Η μακροπρόθεσμη ζημιά
Ωστόσο, πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η μακροπρόθεσμη ζημιά στην οικονομία της Ρωσίας είναι πολύ πιο σοβαρή, καθώς μια φυγή επιχειρήσεων και στελεχών συμπιέζει σταδιακά την οικονομική δραστηριότητα, σε συνδυασμό με την έλλειψη πρόσβασης σε κρίσιμες τεχνολογίες.
Εν τω μεταξύ, οι κυρώσεις έπληξαν σοβαρά ορισμένους τομείς της οικονομίας με τη μεταποιητική δραστηριότητα να μειώνεται κατά 4% σε 3μηνιαία βάση και την παραγωγή σε τομείς που εξαρτώνται από τις εισαγωγές να υποχωρούν κατά περισσότερο από 10%.
Η καταναλωτική ζήτηση έχει επίσης αποδυναμωθεί απότομα. Οι λιανικές πωλήσει υποχώρησαν κατά 11% σε τριμηνιαία βάση μετά το σοκ του πληωθωρισμού τον Μάρτιο, ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη κατέρρευσε και η νομισματική πολιτική αυστηροποιήθηκε.
«Το γ’ τρίμηνο, είναι πιθανό να είναι ακόμα ένα αδύναμο τρίμηνο, αν και η συρρίκνωση θα είναι μικρότερη από το β’ τρίμηνο. Η πτώση στις λιανικές πωλήσεις και τη μεταποίηση έχουν αμβλυνθεί, ο πληθωρισμός έχει χαλαρώσει και οι νομισματικές συνθήκες έχουν χαλαρώσει.
Ακόμα κι έτσι, η οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρούς ανασταλτικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της περιορισμένης πρόσβασης στη δυτική τεχνολογία και τις επικείμενης απαγόρευσης για τις μεταφορές ρωσικού πετρελαίου, κάτι που πιστεύουμε ότι θα προκαλέσει πτώση της παραγωγής κατά 10% το επόμενο έτος» επισημαίνει ο Peach από την Capital Economics.
Επισημαίνεται ότι η Capital Economics δεν αναμένεται ότι το ρωσικό ΑΕΠ θα φτάσει στο κατώτατο σημείο για ακόμα ένα έτος περίπου.
Δεν επιβεβαιώθηκαν οι εκτιμήσεις περί κατάρρευσης
Στις 24 Αυγούστου θα συμπληρωθούν έξι μήνες διεθνών κυρώσεων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στη Ρωσία έχουν επιβληθεί περισσότερες από 11.000 κυρώσεις.
Αν και πολλοί οικονομολόγοι εστιάζουν στις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές απειλές στη ρωσική οικονομία -τις οποίες κυβέρνηση και κεντρική τράπεζα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν- η άμεση κατάρρευση που προέβλεπαν ορισμένοι δεν έχει έρθει.
«Παρά την επίθεση των κυρώσεων και τις αρνητικές προβλέψεις, η οικονομία της Ρωσίας δεν έχει καταρρεύσει και -παρά την κατά 5%-6% συρρίκνωση το 2022- δεν κινδυνεύει να καταρρεύσει ή να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε μορφή οικονομικής ή χρηματοπιστωτικής κρίσης» δήλωσε ο Chris Weafer από τη Macro-Advisory.
«Ωστόσο, αντιμετωπίζει 5 έως 7 τρίμηνα χαμηλής μονοψήφιας υποχώρησης και μια σειρά προκλήσεων, που -εάν δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά- θα διατηρήσουν την ανάπτυξη κοντά σε στασιμότητα για πολλά χρόνια» επισημαίνει ο ίδιος.
Η Macro-Advisory εκτιμά ότι το ρωσικό κράτος αποτελεί το περισσότερο από το 60% του ΑΕΠ, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν λιγότερο από το 25%. Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτή η διαφορά περιορίζει την ανάπτυξη υπό κανονικές συνθήκες, αλλά την ίδια στιγμή απομονώνει την οικονομία σε περιόδους κρίσης.
«Η κυβέρνηση, οι εταιρείες και οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει σε οικονομικές κρίσεις (αυτή είναι η πέμπτη από το 1991) και οι δομές στήριξης -για τους εργοδότες και την κοινωνία- είναι καλά αναπτυγμένες»επισημαίνει ο Weafer.
Εν τω μεταξύ, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη, έχοντας υποχωρήσει απότομα τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, έχει επιστρέψει στους μακροπρόθεσμους μέσους όρους τόσο για τη μεταποίηση όσο και για τις υπηρεσίες.
Περί φυγής επιχειρήσεων από τη Ρωσία
Ο Weafer διαφώνησε επίσης με πρόσφατες εκτιμήσεις ότι η οικονομία βρίσκεται σε μακρύ δρόμο προς τη «λήθη», υποστηρίζοντας ότι η μαζική έξοδος δυτικών εταιρειών από τη Ρωσία δεν θα είναι τόσο επιζήμια για τη δραστηριότητα όσο εκτιμάται ευρέως.
«Οι περισσότεροι από αυτούς που αποχωρούν είναι είτε μικρές εταιρείες (όπως στο λιανικό εμπόριο) είτε έχουν πουλήσει σε ντόπιους αγοραστές. Από τις 50 κορυφαίες εταιρείες που ελέγχονται από το εξωτερικό, μόνο τρεις έχουν κλείσει εντελώς», είπε.
«Ακόμα τρεις έχουν πουλήσει σε ντόπιους αγοραστές και άλλες 10 είπαν ότι σκοπεύουν να πουλήσουν σε τοπικό αγοραστή. Οι άλλες εταιρείες μένουν. Υπολογίζουμε το χτύπημα στο ΑΕΠ σε λιγότερο από 1% επειδή τα λειτουργικά assets θα παραμείνουν στη χώρα».
Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το «καταστροφικό» χτύπημα που προβλέφθηκε από μια μελέτη του Πανεπιστημίου Yale που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, η οποία ανέλυσε δεδομένα καταναλωτών, εμπορίου και ναυτιλίας υψηλής συχνότητας. Οι συντάκτες της μελέτης υποστηρίζουν ότι οι κυρώσεις και η έξοδος περισσότερων από 1.000 διεθνών εταιρειών «σακατεύουν» τη ρωσική οικονομία.
Αλλά ο Weafer διαφωνεί. «Υπάρχει μεγάλος σκεπτικισμός για τη λεγόμενη ανθεκτικότητα και την ικανότητα, ακόμη και την προθυμία της Ρωσίας, να επενδύσει στην τοπική προσαρμογή, ειδικά δεδομένου του πόσο λίγα έχουν γίνει σε τομείς όπως η τεχνολογία, η μηχανική και οι εξειδικευμένες υπηρεσίες τα τελευταία είκοσι χρόνια» συμπλήρωσε ο Weafer.
«Όμως, όπως έδειξαν προηγούμενες κρίσεις, η Ρωσία συνήθως αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα όταν δεν έχει άλλη επιλογή και συνήθως μόνο τότε» τόνισε.