Νέο κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ καταγράφει η 11η έκδοση των Εκλογικών Τάσεων από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς. Μάλιστα, σύμφωνα με τη μελέτη, οι δύο βασικοί «μονομάχοι» συγκλίνουν πλέον σχεδόν σε όλα τα μεγέθη, στα όρια του στατιστικού λάθους.
Ειδικότερα, η τρέχουσα -11η κατά σειρά- έκδοση των Εκλογικών Τάσεων, της περιοδικής ανάλυσης των πολιτικών ερευνών, που δημοσιεύει σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις εκλογές του 2019 και μετά το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, σε επιμέλεια των Δανάης Κολτσίδα, πολιτικής επιστήμονα και διευθύντριας του ΙΝΠ, και Κώστα Πουλάκη, μαθηματικού, καλύπτει την περίοδο από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούλιο του 2022 και περιλαμβάνει τα ευρήματα 46 ερευνών συνολικά.
Όπως σημειώνεται από τους συγγραφείς, η τρέχουσα έκδοση έρχεται «τη στιγμή (Αύγουστος 2022) που και επίσημα ξεκινά η τελευταία χρονιά της κυβερνητικής θητείας και επομένως έχει αντικειμενικά δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα για τις επόμενες εθνικές εκλογές. Με την έννοια αυτή θα μπορούσε κανείς να πει ότι η παρούσα έκδοση -χωρίς φυσικά να διακόπτεται η συνέχεια με τις προηγούμενες παρατηρήσεις μας, κάτι που εξάλλου αποτελεί κατά τη γνώμη μας ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του εγχειρήματος αυτού- εγκαινιάζει και μια νέα υποπερίοδο περισσότερο “εκλογική”».
Για την περίοδο δε αυτή, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι -αν και οι κρίσεις που βιώνει η ελληνική κοινωνία είναι αλλεπάλληλες και πολυεπίπεδες- το κυρίαρχο θέμα της περιόδου που θα καθορίσει και την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών είναι η ραγδαία υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών λόγω του πληθωρισμού που καλπάζει και της ανεξέλεγκτης ανόδου των τιμών στην ενέργεια, αλλά και στο σύνολο σχεδόν των βασικών αγαθών.
Η συνολική εικόνα του εκλογικού τοπίου, όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της μελέτης, είναι ότι “η «προεκλογική κούρσα» ξεκινάει με βραχεία -και φθίνουσα- κεφαλή της ΝΔ. Το κυβερνών κόμμα έχει απωλέσει σχεδόν όλο το πλεονέκτημα που δημοσκοπικά κατέγραφε μετά τις εκλογές του 2019.Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο προεκλογικός αγώνας, όταν προκηρυχθούν οι εκλογές, θα ξεκινήσει από σχεδόν «μηδενική βάση»”, αφού -όπως προκύπτει από τους βασικούς δείκτες που παρακολουθούνται σταθερά, αλλά και στα ποιοτικά ευρήματα στα οποία εμβαθύνει η μελέτη- “οι δύο βασικοί «μονομάχοι» συγκλίνουν πλέον σχεδόν σε όλα τα μεγέθη, στα όρια του στατιστικού λάθους”.
Αναλυτικότερα, τα βασικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων της υπό μελέτη περιόδου συνοψίζονται, σύμφωνα με τους συγγραφείς των Εκλογικών Τάσεων στα εξής:
Βαθμός ικανοποίησης από την κυβέρνηση και από την αξιωματική αντιπολίτευση
Καταγράφεται μια μικρή αύξηση της ικανοποίησης των πολιτών από την κυβέρνηση σε σύγκριση με το προηγούμενο κύμα, όπου είχε βρεθεί σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, η οποία οφείλεται κυρίως στην αντιμετώπιση της ελληνοτουρκικής κρίσης, ενώ συνολικά η διαφορά ανάμεσα στην ικανοποίηση από την κυβέρνηση και από τις προτάσεις που καταθέτει η αξιωματική αντιπολίτευση αντίστοιχα διαμορφώνεται σε 1,9 μονάδες υπέρ της κυβέρνησης, με την εικόνα στα επιμέρους (και σημαντικά) θέματα ωστόσο, όπως η ακρίβεια, να είναι διαφορετική και συντριπτικά αρνητική για την κυβέρνηση.
Σε διαχρονική βάση έχει επέλθει μια σύγκλιση του επιπέδου ικανοποίησης από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση αντίστοιχα, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στη σημαντική πτώση που έχει καταγράψει η κυβέρνηση -που πλέον βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τα ποσοστά επιδοκιμασίας που κατέγραφε αμέσως μετά τις εκλογές του 2019 αλλά και στην πρώτη φάση της πανδημίας-, αλλά και σε μία πιο αργή μεν, αλλά ορατή άνοδο των επιπέδων ικανοποίησης από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Δημοτικότητες πολιτικών αρχηγών
Το σύνολο των ηγετών -με την εξαίρεση τον Νίκο Ανδρουλάκη- καταγράφει μια μικρή άνοδο -μεγαλύτερη για τους ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης και οριακή για τον πρωθυπουργό. Η μείωση της δημοτικότητας του Ν. Ανδρουλάκη σηματοδοτεί την είσοδο και του συγκεκριμένου πολιτικού αρχηγού στην περίοδο της «κανονικότητας», όπου κρίνεται πια από τα πεπραγμένα του και όχι από τις προσδοκίες των πολιτών από ένα νέο πρόσωπο, σύμφωνα με τους συγγραφείς.
Καταλληλότερος πρωθυπουργός
Ο Κ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να έχει το προβάδισμα, παρόλο που ο Αλ. Τσίπρας, μετά και το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, αύξησε τις υπέρ του γνώμες. Η διαχρονική παρατήρηση αποδεικνύει ότι η φθορά του Κ. Μητσοτάκη είναι μεν πιο αργή, αλλά πάντως σταθερή, όπως και η αντίστοιχη βελτίωση του Αλ. Τσίπρα, με αποτέλεσμα να έχει επέλθει εδώ και αρκετούς μήνες πλέον μία τάση μεγαλύτερης σύγκλισης μεταξύ των δύο.
Πρόθεση ψήφου
Η διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων μειώθηκε και σε αυτό το κύμα ακόμη περαιτέρω και έχει διαμορφωθεί πλέον στις 4,9 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση της εκλογικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ κατά 1,5 μονάδα σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση των Εκλογικών Τάσεων, ενώ η ΝΔ παρέμεινε σταθερή.
Σε ό,τι αφορά στα υπόλοιπα κόμματα, η πρόθεση ψήφου προς το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ υποχώρησε κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που -σύμφωνα με τους συγγραφείς- “αποτελεί ακόμα μία απόδειξη ότι η ευφορία και η επικοινωνιακή δυναμική που δημιουργήθηκε μετά τις εσωκομματικές εκλογές στο χώρο αυτό έχει πλέον όχι απλώς φτάσει το ανώτατο σημείο της, αλλά έχει ανακοπεί και υποχωρεί”.
Αξιοσημείωτες μεταβολές σημειώθηκαν στο ποσοστό των λεγόμενων «λοιπών» (εξωκοινοβουλευτικών) κομμάτων, όπου καταγράφεται μια συνολική αύξηση της τάξης των 2 μονάδων, οφειλόμενη κυρίως σε κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της ΝΔ, αλλά και στη μείωση του ποσοστού της αδιευκρίνιστης ψήφου κατά 2,4 μονάδες, πιθανότατα εξαιτίας της ρητορικής περί πρόωρων εκλογών που κυριάρχησε το προηγούμενο διάστημα.
Συσπειρώσεις και μετακινήσεις της εκλογικής βάσης των κομμάτων
Η ΝΔ παγιώνει τη συσπείρωσή της σε ένα νέο χαμηλό το οποίο καταγράφηκε την προηγούμενη περίοδο, με τις σημαντικότερες διαρροές ψηφοφόρων της να κατευθύνονται πρωτίστως προς την «αδιευκρίνιστη ψήφο» και δευτερευόντως προς τα «λοιπά» (εξωκοινοβουλευτικά) κόμματα στα δεξιά της, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και την Ελληνική Λύση”.
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αύξησε περαιτέρω τη συσπείρωσή του σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, με αποτέλεσμα πλέον σήμερα η συσπείρωση των δύο μεγάλων κομμάτων να βρίσκεται στα ίδια επίπεδα, ανατρέποντας έτσι μια πάγια υστέρηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ένα αντίστοιχο πλεονέκτημα του κυβερνώντος κόμματος, με αποτέλεσμα πλέον να έχουμε φτάσει σε ένα σημείο «ισορροπίας»”.
Στη βάση των παραπάνω ευρημάτων, η μελέτη καταλήγει συνοπτικά στα εξής συμπεράσματα:
1. Για τη Νέα Δημοκρατία
Είναι σαφές ότι μπορεί να υπάρχει ακόμα μια εικόνα υπεροχής της στον κομματικό ανταγωνισμό, αλλά η δυναμική που υπήρχε σε όλα τα προηγούμενα σχεδόν τρία χρόνια έχει εξανεμιστεί.
Σε μια περίοδο που οι πολίτες -ταλαιπωρημένοι και ανασφαλείς από τις επάλληλες κρίσεις- αναζητούν σταθερότητα, το πιθανότερο είναι ότι το αφήγημα της ΝΔ προεκλογικά θα επενδύσει ακριβώς σε αυτό.
Ωστόσο, η σταθερότητα και η διατήρηση του status quo ενδέχεται να μην είναι αρκετή να συσπειρώσει τους απογοητευμένους από την κυβερνητική της θητεία ψηφοφόρους, επομένως το κρίσιμο ερώτημα εν προκειμένω είναι αν οι ψηφοφόροι αυτοί θα επιλέξουν την αποχή ή αν, αντίθετα, θα ενισχύσουν άλλα κόμματα της (ακρο)δεξιάς, που ήδη καταγράφουν άνοδο.
2. Για τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ
Το κόμμα καταγράφει μια θετικότερη εικόνα μετά το 3ο συνέδριό του και την ανοιχτή διαδικασία που έγινε και αποτυπώθηκε όχι μόνο στην πέρα από κάθε προσδοκία συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές, αλλά και στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ήρθε σε επαφή με έναν κόσμο που δεν γνώριζε και αναβάθμισε το επίπεδο του αντιπολιτευτικού λόγου του.
Η καλύτερη επεξεργασία των θέσεών του μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες του, οι παρεμβάσεις του με συγκεκριμένες προτάσεις σε θέματα αιχμής, η ηγετική και ώριμη παρουσία του αρχηγού του, αλλά και η -έστω μερική- ανανέωση του πολιτικού προσωπικού του την προηγούμενη περίοδο δείχνουν να ευνοούν τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και δημιουργούν συνθήκες επανεκκίνησής του.
Ωστόσο, η ύπαρξη ενός διευρυμένου ρεύματος κοινωνικής δυσαρέσκειας δεν αρκεί από μόνη της για να μεταφραστεί σε αποφασιστική υποχώρηση του κυβερνώντος κόμματος -πολύ περισσότερο σε αντίστοιχη ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ. Θα πρέπει η πρωτογενής αυτή δυσαρέσκεια να αποκτήσει και συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή οι πολίτες αυτοί να αποκτήσουν μεγαλύτερο βαθμό ταύτισης με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης: τόσο με τις προτάσεις του όσο και με τα πρόσωπα που το εκπροσωπούν.
Παρ’ όλα αυτά, είναι σαφές ότι έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες για μια πολιτική ανατροπή.
Η απομάκρυνση του χρόνου των εκλογών δίνει στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ακόμα περισσότερο χρόνο να μειώσει κι άλλο τη διαφορά του από τη ΝΔ και να διεκδικήσει με αξιώσεις την πρώτη θέση στις επόμενες εκλογές.
3. Για το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ
Είναι σαφές ότι η αρχική δυναμική που δημιουργήθηκε ήταν σε ένα ποσοστό αποτέλεσμα των προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν γύρω από τον νέο αρχηγό. Στο βαθμό που οι προσδοκίες αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν, σε συνδυασμό με τη δύσκολη περίοδο που περνάει η κοινωνία, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ βγήκε μπροστά με συγκεκριμένες προτάσεις που συνάντησαν κοινωνική αποδοχή, και την ασάφεια του πολιτικού προσανατολισμού του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, το αποτέλεσμα ήταν η σχετική υποχώρηση των εκλογικών δεικτών του κόμματος.
Επίσης, ένα στοιχείο που -ειδικά για το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ- θα παίξει βαρύνοντα ρόλο θα είναι ο συσχετισμός δυνάμεων που θα διαμορφωθεί πριν τις εκλογές, καθώς η ηγεσία του κόμματος έχει επιλέξει να τηρεί μία στρατηγική «ίσων αποστάσεων». Με βάση τα πρόσφατα δημοσκοπικά δεδομένα, οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ φαίνεται να προτιμούν σε ποσοστό 25,2% τη μετεκλογική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ενώ συνεργασία με τη ΝΔ μετά τις εκλογές προτιμά το 23,1% των ερωτηθέντων. Είναι κάτι που θα πρέπει αντικειμενικά να ληφθεί υπόψη από την ηγεσία του κόμματος αυτού όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές.
4. Συνολικά
Το γεγονός ότι οι προσεχείς εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής, δημιουργεί το μεγάλο ερώτημα είναι αν οι πολίτες θα ψηφίσουν πιο «χαλαρά» από ό,τι συνήθως, με «ευρωβουλευτικά κριτήρια», αφού θα θεωρούν ότι θα επακολουθήσουν και δεύτερες εκλογές.
Στο πλαίσιο αυτό, στις επόμενες εκλογές θα συγκρουσθούν δύο διαφορετικές στρατηγικές: της ΝΔ που ζητάει αυτοδυναμία, άρα δυο εκλογικές διαδικασίες, και του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ που επιδιώκει μια συμμαχική προγραμματική προοδευτική κυβέρνηση από την πρώτη εκλογική διαδικασία.
Η δημοσκοπική εικόνα της προηγούμενης περιόδου αναδεικνύει μια κοινωνία απογοητευμένη που αναζητά θετική διέξοδο από τις πολλαπλές κρίσεις, η οποία να συνδυάζει τον πραγματισμό με το όραμα.
Το επόμενο πολιτικό ραντεβού των κομμάτων με την κοινωνία θα είναι τον Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ, όπου η παρουσίαση των οικονομικών προγραμμάτων της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης θα έχει αναπόφευκτα προεκλογικό χρώμα, οπότε αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι δημοσκοπήσεις που θα ακολουθήσουν.