Η Ιταλία έχει βυθιστεί σε πολιτική αναταραχή, με την επίσημη παραίτηση του Μάριο Ντράγκι από την ηγεσία της χώρας και την κήρυξη πρόωρων εκλογών, να αναβιώνει την οδυνηρή ανάμνηση της κρίσης του δημοσίου χρέους στην ευρωζώνη.
Αυτή που δέκα χρόνια νωρίτερα, σχεδόν μέχρι σήμερα, ο ίδιος ο Ντράγκι, τότε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), είχε βοηθήσει να ξεπεραστεί.
Μια δεκαετία αργότερα από τη δέσμευσή του να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να σώσει το ευρώ, ο «Super Mario» βρέθηκε και πάλι εν μέσω μιας κρίσης χρέους.
Έχοντας δεχτεί πλήγματα από νέες μεγάλες δυσκολίες – πληθωρισμός, ελλείψεις, πόλεμος στην Ουκρανία – κινδυνεύει η νομισματική ένωση να βυθιστεί για άλλη μια φορά σε μια κερδοσκοπική σπείρα ενάντια στα κράτη μέλη που θεωρούνται αδύναμοι κρίκοι της, ξεκινώντας από την Ιταλία;
«Η τρέχουσα αναταραχή υπογραμμίζει για άλλη μια φορά τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ευρωζώνης, περιπλέκοντας τη δράση της ΕΚΤ» , συνοψίζει ο Έρικ Ντορ, οικονομολόγος στο Iéseg, μια σχολή επιχειρήσεων, γράφει η γαλλική Le Monde.
Μάλιστα, το επίπεδο του δημόσιου χρέους είναι σημαντικά υψηλότερο από ό,τι πριν από την προηγούμενη κρίση. Στις αρχές του 2022, η ζώνη του ευρώ γνώρισε κορύφωση κατά μέσο όρο στο 95,6% του ΑΕΠ, έναντι 66,7% το 2007, σύμφωνα με τη Eurostat.
Ξεπερνά πλέον το 150% του ΑΕΠ στην Ιταλία (103,9% το 2007), το 114,4% στη Γαλλία (64,5%), το 117,7% στην Ισπανία (35,8%) και το 190% στην Ελλάδα (103%).
Όμως υπάρχει το εξής πρόβλημα: Η αύξηση των βασικών επιτοκίων που ξεκίνησε η ΕΚΤ την Πέμπτη 21 Ιουλίου, σε μια προσπάθεια συγκράτησης του πληθωρισμού, θα αυξήσει τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται οι κυβερνήσεις.
Αυτό θα περιορίσει τα περιθώρια ελιγμών τους, ενώ η προστασία της αγοραστικής δύναμης ενόψει της ραγδαίας αύξησης των τιμών, όπως και η απαραίτητη οικολογική μετάβαση, θα απαιτήσει νέες δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις τους επόμενους μήνες.
Η ιταλική πολιτική κατάσταση δημιουργεί κίνδυνο νέας κρίσης στην ευρωζώνη;
Αυτός είναι ο μεγάλος φόβος της ΕΚΤ, των Ιταλών φορέων χάραξης πολιτικής και των επενδυτών. Ότι δηλαδή η αύξηση των επιτοκίων του ιταλικού δημόσιου χρέους θα μετατραπεί σε επανάληψη της κρίσης δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη του 2012.
Το 10ετές επιτόκιο έκλεισε την Πέμπτη στο 3,46%, καθώς η άνοδος αναχαιτίστηκε από τη δράση της ΕΚΤ. Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι τα επιτόκια δεν θα αυξηθούν. Αλλά σε περίπτωση νέων εκλογών, θα μπορούσαν κάλλιστα να αρχίσουν να ανεβαίνουν ξανά. Η υποστήριξη της ΕΚΤ φαίνεται βέβαιη μόνο εάν υπάρχει μια σταθερή κυβέρνηση, η οποία θα ακολουθεί μια οικονομική πολιτική που ταιριάζει στην κεντρική τράπεζα.
Αν για παράδειγμα η εξουσία περάσει σε έναν σπάταλο και ευρωσκεπτικιστή συνασπισμό, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βοήθεια θα μειωθεί, σύμφωνα με τη Les Echos. Ωστόσο, η Ιταλία δεν βρίσκεται πλέον στην ίδια κατάσταση όπως πριν από δέκα χρόνια.
Ομολογουμένως, το δημόσιο χρέος της είναι υψηλότερο, γεγονός που το καθιστά πιο εύθραυστο απέναντι στις αυξήσεις επιτοκίων. Αλλά το εμπορικό ισοζύγιο της είναι σχεδόν ισορροπημένο. Έπεσε ξανά στο «κόκκινο» στην αρχή του έτους, μόνο λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας. Η Ιταλία διατηρεί ανταγωνιστική και εξαγωγική βιομηχανία. Επομένως, εξαρτάται λιγότερο από την ξένη χρηματοδότηση, από ό,τι το 2012.
Μετά τον παρ’ ολίγον Grexit αλλά και το Brexit (το διαζύγιο δηλαδή της Βρετανίας από την ΕΕ, που έλαβε χώρα στις 31 Ιανουαρίου του 2020 και τάραξε τους κόλπους της Ένωσης), το φάντασμα ενός ενδεχόμενου «Italexit» βρίσκεται στο προσκήνιο.
Σε δύο «μέτωπα» οι προβλέψεις για το μέλλον της Ευρωζώνης
Αλλά από πολλές άλλες απόψεις, η ευρωζώνη τα πηγαίνει καλύτερα. Η απασχόληση έχει ανέβει. Το τραπεζικό της σύστημα είναι πιο υγιές. Το χρέος των νοικοκυριών έχει μειωθεί στα περισσότερα κράτη, ιδίως λόγω της καλύτερης εποπτείας των στεγαστικών δανείων.
Επίσης, σύμφωνα με τη Eurostat, το χρέος των ισπανικών νοικοκυριών έχει μειωθεί από το 81,6% στο 58,4% του ΑΕΠ από το 2012, των πορτογαλικών από 90,5% στο 68,1% και των ιρλανδικών, από 98,3%. στο 35,9%. Η Γαλλία αποτελεί εξαίρεση, με αύξηση 55,1% έως 67% του ΑΕΠ.
Πάνω απ’ όλα, η ευρωζώνη έχει ενισχύσει τους μηχανισμούς κατά της κρίσης και την αρχιτεκτονική της. Ενίσχυσε την εποπτεία των τραπεζών, ξεκίνησε κοινό δανεισμό, δημιούργησε ένα «έμβρυο δημοσιονομικού φεντεραλισμού» με το σχέδιο ανάκαμψης 750 δισεκατομμυρίων ευρώ που υιοθετήθηκε ως απάντηση στην πανδημία του κορονοϊού. Οι υποστηρικτές του «μισοάδειου ποτηριού» επισημαίνουν ότι η νομισματική ένωση παραμένει ημιτελής και πολύ «άτακτη» για να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή της.
Οι αισιόδοξοι, από την άλλη, συγχαίρουν τους εαυτούς τους για την πρόοδο που σημειώθηκε. «Οι Ευρωπαίοι πήραν τα μαθήματα της τελευταίας κρίσης», πιστεύει ο Ludovic Subran, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz, υπενθυμίζοντας τη διαδοχή των «συνόδων κορυφής της τελευταίας ευκαιρίας» μεταξύ 2010 και 2012, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ηγέτες των χωρών μελών πάλεψαν να συμφωνήσουν να βοηθήσουν την Ελλάδα, προσφέροντας ένα θλιβερό θέαμα στους υπόλοιπους.
«Ναι, μπορούμε να αποφύγουμε λάθη του παρελθόντος, με την προϋπόθεση να χαλαρώσουμε τους δημοσιονομικούς κανόνες για να μην πέσουμε ξανά στην παγίδα της πρόωρης και καταστροφικής λιτότητας, αλλά και να αμβλύνουμε την αλληλεγγύη.
Χωρίς αυτό, δεν θα μπορέσουμε να αντισταθούμε στη Ρωσία», προσθέτει ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης, που βρίσκεται κοντά στις γαλλικές απόψεις για αυτά τα ζητήματα. Προβλέπει δε, έναν πιθανό πολιτικό συμβιβασμό: Οι χώρες που εξαρτώνται λιγότερο από το ρωσικό αέριο, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, θα μπορούσαν να δεχτούν μια μορφή ενεργειακής αλληλεγγύης με τη Γερμανία, η οποία είναι πιο εκτεθειμένη. Υπό την προϋπόθεση όμως, ότι αυτή θα δεχτεί ως αντάλλαγμα τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων για τα πιο υπερχρεωμένα κράτη.