To Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διοργάνωσε εκδήλωση με θέμα «Μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς: Ιδεολογικές τάσεις και πολιτικές στάσεις στο δρόμο για τις εκλογές», την Πέμπτη 14 Ιουλίου.
Η εκδήλωση, που διεξήχθη στον στον πολυχώρο The Box, πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη δημοσίευση της μεγάλης έρευνας κοινής γνώμης του ΕΝΑ (σε συνεργασία με την Prorata) Πολιτικές στάσεις και ιδεολογικές τάσεις στην Ελλάδα σήμερα, Ιούνιος 2022.
Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Νάσος Ηλιόπουλος, ο Δρ. Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ Παναγιώτης Κουστένης, ο πρώην Γραμματέας της ΚΠΕ του ΠΑΣΟΚ και μέλος του ΠΣ του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής Στέφανος Ξεκαλάκης και η Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Ευτυχία Τεπέρογλου. Ο Κώστας Ελευθερίου, Συντονιστής του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του ΕΝΑ, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ, παρουσίασε τα ευρήματα της έρευνας του ΕΝΑ. Τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος Βούλα Κεχαγιά.
Η διαρκής σημασία της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά και η επανάκαμψη του ρόλου του Κράτους
Ο Κώστας Ελευθερίου στην παρουσίασή του, ανέδειξε βασικά ευρήματα από την έρευνα κοινής γνώμης του ΕΝΑ για το εκλογικό σώμα και τον κομματικό ανταγωνισμό.
«Από τη μία πλευρά οι ερωτώμενοι σε πολύ μεγάλο βαθμό έχουν προσδοκίες από την πολιτική, ωστόσο όταν αρχίζουν να αποτιμούν την πραγματικότητα, τον τρόπο με τον οποίο τελείται η πολιτική διαδικασία, εκεί εμφανίζεται πολύ χαμηλή ικανοποίηση. Ένα χάσμα ανάμεσα στις προσδοκίες και ανάμεσα σε αυτό το οποίο οι ίδιοι προσλαμβάνουν ότι συμβαίνει στο πολιτικό πεδίο» ανέφερε, συνδέοντας τη διαπίστωση αυτή με το εύρημα της έρευνας του ότι το 38% των ερωτηθέντων σκέφτεται πρώτα την έννοια της διαφθοράς στο άκουσμα της έννοιας της πολιτικής. «Οι πολίτες δεν είναι παθητικοί δέκτες των εγκλήσεων των πολιτικών, έχουν υψηλές απαιτήσεις από την πολιτική οι οποίες φαίνεται πως δεν καλύπτονται σε αυτή τη φάση, άρα είναι σαφές ότι η ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων είναι πιο υψηλή γύρω από το πώς θα μπορέσει να ανταποκριθεί η πολιτική τάξη της χώρας απέναντι σε αυτά τα οποία προσδοκά συλλογικά η κοινωνία από αυτή» πρόσθεσε.
Σχολιάζοντας το προβάδισμα των θεσμών του Στρατού, Πανεπιστημίου και ΕΣΥ στην εμπιστοσύνη των πολιτών, επεσήμανε ότι «οι πολίτες σε μια φάση αλλεπάλληλων κρίσεων, σε μία περίοδο γενικευμένης αστάθειας και ρευστότητας τείνουν να αναζητούν διέξοδο σε θεσμικές συγκροτήσεις με ιστορικό βάθος και σταθερότητα».
Ο Κ. Ελευθερίου αναφερόμενος στα ευρήματα της έρευνας τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «ακόμα και τώρα εξακολουθεί η πλειοψηφία να προσανατολίζεται με βάση τη διάκριση Αριστερά-Δεξιά» με τις εκλογές του 2019 να σηματοδοτούν «μία επανάκαμψη αυτής της διαίρεσης με τη μορφή αυτού του νέου δικομματισμού, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ».
Στη συνέχεια επισήμανε ότι «από τα ευρήματα φαίνεται πως υπάρχει μία ελαφρά επανάκαμψη του κράτους, αναγνώριση δηλαδή του ρόλου του κράτους στη διαχείριση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής» δίνοντας έμφαση στο εύρημα ότι οι ερωτώμενοι εκτιμούν ότι «οι ανισότητες μπορούν να μειωθούν με την παρέμβαση του κράτους και όχι μέσω της ιδιωτικής οικονομίας».
Συμπερασματικά ανέφερε ότι «βλέπουμε πως σίγουρα εξακολουθεί να έχει σημασία και αξία η διάκριση Αριστερά-Δεξιά ως ερμηνευτικό εργαλείο του πολιτικού ανταγωνισμού, σίγουρα έχουν διαμορφωθεί κάποιες τάσεις κυρίως ως προς την αποτίμηση του κράτους και των θεσμών του, που έχει μία ευρεία αποδοχή σε πολλές πολιτικοϊδεολογικές κατηγορίες και είναι σίγουρο επίσης ότι αυτή η εμπιστοσύνη που επιδεικνύεται συνδέεται με το γεγονός ότι κάποιοι από τους θεσμούς του κράτους έχουν ένα ιστορικό βάθος και σταθερότητα λειτουργούν σαν “φάροι” για να διαχειριστεί ένας πολίτης ή μία κοινωνία μια ρευστότητα και αβεβαιότητα που όσο περνάει ο καιρός θα είναι μεγαλύτερη και πιο σύνθετη».
Τα χαρακτηριστικά του νέου δικομματικού συστήματος
Η Ευτυχία Τεπέρογλου στην εισήγησή της παρέθεσε τα στοιχεία του υφιστάμενου κομματικού ανταγωνισμού στη χώρα και τους τέσσερις ιδεολογικούς χώρους στους οποίους εντάσσεται στην παρούσα φάση το σώμα των ψηφοφόρων.
Σύμφωνα με την ίδια, «η περίοδος [της κρίσης] σημαδεύτηκε από μία νέα τομή που διαπέρασε εγκάρσια την κλασική τομή Αριστεράς-Δεξιάς και αυτή η τομή ήταν ο γνωστός άξονας μνημόνιο-αντιμνημόνιο που διαίρεσε τα κόμματα, τους ψηφοφόρους, σε μια περίοδο έντονης γενικευμένης οικονομικής, κοινωνικοπολιτικής και πολιτισμικής κρίσης και με μία έντονη απαξίωση των πολιτών στα υπάρχοντα πολιτικά υποκείμενα».
Η έρευνα του ΕΝΑ, σύμφωνα με την εισηγήτρια, «επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν οι αντιπαραθέσεις και ο πολιτικός ανταγωνισμός δομούνται σε δύο βασικές διαστάσεις αυτή τη στιγμή στο εκλογικό σώμα όπως και στα πολιτικά κόμματα: α) Από τη μία πλευρά μία καθαρά οικονομική-υλιστική αντιπαράθεση πάνω στον άξονα Αριστεράς-Δεξιάς και β) από την άλλη πλευρά μία αντίστοιχη κοινωνικοπολιτισμική η οποία βασίζεται σε μια σειρά από αξιακές τομές».
Σχετικά με τα ευρήματα της έρευνας, τόνισε ότι «ακόμα υπάρχουν ενδείξεις της πολιτικής κρίσης στο ελληνικό εκλογικό σώμα, όπως και η ανάδειξη νέων εναλλακτικών μορφών συμμετοχής, ενώ δεν υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις με βάση το φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, αφού οι διαφοροποιήσεις είναι με βάση τον άξονα Αριστερά-Δεξιά. Παράλληλα το πολύ υψηλό ποσοστό δυσαρεστημένων, που είναι μια κληρονομιά από την περίοδο της κρίσης ακόμα υφίσταται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, διαπιστώνονται πολύ χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης σε εθνικούς και υπερεθνικούς θεσμούς, ο ευρωσκεπτικισμός υπάρχει στο ελληνικό εκλογικό σώμα -έχει εδραιωθεί».
Και πρόσθεσε ότι «αυτοί που αυτοτοποθετούνται στον άξονα ως αριστεροί αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο δίπολο Αριστερά-Δεξιά και πρόοδος-συντήρηση. Από την άλλη πλευρά, όσοι τοποθετούνται στα δεξιά του ιδεολογικού φάσματος αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στο δίπολο υπευθυνότητα-λαϊκισμός και στο δίπολο της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή στη διατήρηση ενός ισχυρού έθνους-κράτους σε αντίθεση με τους πολέμιους/υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης». Διευκρίνισε δε ότι «όσοι δηλώνουν ότι όλα αυτά τα δίπολα δε σημαίνουν τίποτα, ειδικά για τον άξονα Αριστερά-Δεξιά αυτοί που δηλώνουν ότι δεν τους ενδιαφέρει/ σημαίνει τίποτα ουσιαστικά υιοθετούν ίδιες τάσεις με τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους».
Διέκρινε τέσσερις κατηγορίες που αντιστοιχούν σε αντίστοιχους ιδεολογικούς χώρους στην Ελλάδα:
Ο χώρος που αυτοπροσδιορίζεται ως κεντρώος, συστημικός, φιλοευρωπαϊκός, με έντονα στοιχεία αντι-λαϊκισμού (ψηφοφόροι κέντρου με αριστερόστροφες και δεξιόστροφες τάσεις)
Ο χώρος που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός, συστεγάζει αιτήματα της παραδοσιακής κρατικιστικής Αριστεράς και της αντισυστημικής και ελευθεριακής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, εν μέρει και ΚΙΝΑΛ)
Ο χώρος που εκπροσωπείται από τη ΝΔ και ψηφοφόρους της Ελληνικής Λύσης ή ακροδεξιούς, εκφράζοντας πατρωτικό εθνικιστικός λόγο (και κάποιοι ψηφοφοροι ΚΙΝΑΛ λόγω εθνικών θεμάτων)
Απολιτίκ ψηφοφόροι που τους έλκει το αντισυστημικό και ξενοφοβικό στοιχείο.
«Αυτό το νέο δικομματικό σύστημα έχει οικοδομηθεί στη βάση αρνητικών κομματικών ταυτίσεων» ανέφερε, σημειώνοντας ότι «αυτή τη στιγμή η συγκρότηση ισχυρών αρνητικών πολιτικών ταυτίσεων («αντιΣΥΡΙΖΑ», αντι-λαϊκιστές προς αντισυστημικούς, «αντι-νεοδημοκράτες»), βρίσκονται ακόμα στην τομή μνημονίου-αντιμνημονίου και το ελληνικό εκλογικό σώμα δεν έχει οδηγηθεί στην αντικατάσταση αυτών των ταυστίσεων με νέες ταυτότητες».
Κεντρικό συμπέρασμα σύμφωνα με την Ευτυχία Τεπέρογλου είναι ότι «ο άξονας Αριστερά-Δεξιά είναι σημαντικός στη δημιουργία ψυχολογικής εγγύτητας με το κόμμα που θα επιλέξουν στις εκλογές οι ψηφοφόροι, παράλληλα όμως είναι θέμα κατά πόσο η βάση αυτής της επανευθυγράμμισης του ελληνικού εκλογικού σώματος διαμορφώνεται ακόμα με επίκεντρο τον άξονα Αριστερά-Δεξιά ή με βάση την ανάδειξη ενός νέου διπόλου που στηρίζεται σε θέματα κοσμοπολιτισμού-εθνοκεντρισμού, ή αντίστοιχα αριστερού φιλελευθερισμού και δεξιού αυταρχισμού, κερδισμένων και χαμένων του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης καθώς και με βάση μια νέα υπερεθνική διαιρετική τομή φιλοευρωπαϊκών – αντιευρωπαϊκών στάσεων».
Το πολιτικό κέντρο σημαντικό επίδικο του κομματικού ανταγωνισμού
Ο Παναγιώτης Κουστένης εστίασε στα χαρακτηριστικά του Κέντρου στον υφιστάμενο πολιτικό ανταγωνισμό. «Φαίνεται ότι ναι μεν ο άξονας και η διαιρετική τομή Αριστερά-Δεξιά εξακολουθεί να έχει τη δική της δυναμική και σημασία, εξακολουθεί να ερμηνεύει σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό τους ανταγωνισμούς κομμάτων και πολιτικών, ωστόσο μέσα στα χρόνια έχει δεχθεί παραλλαγές, δηλαδή ο ιδεολογικός άξονας μπορεί να αναγνωστεί με ποικίλους τρόπους πλέον» σημείωσε.
Σχολιάζοντας το ποσοστό των αυτοτοποθετούμενων (24%) στο Κέντρο έκανε λόγο για ενδείξεις μίας επαναφοράς του κομματικού και του πολιτικού ανταγωνισμού σε μία εικόνα κυρίως πριν από την οικονομική κρίση. «Φαίνεται ότι ο χώρος του κέντρου παρουσιάζει ξανά μία διόγκωση» είπε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι «αυτός ο ιδεολογικός χώρος πολύ συχνά αποτελεί ένα επίδικο στη διαδικασία του κομματικού ανταγωνισμού», ωστόσο διευκρίνισε ότι «δε σημαίνει ότι ο χώρος αυτός έχει μία υπόσταση έτσι όπως την ξέραμε τα προηγούμενα χρόνια». Και ανέφερε, επικαλούμενος σχετικά στοιχεία ερευνών, ότι «βλέπουμε ότι από το 2015 και μετά, παράλληλα με την αύξηση των κεντρώων ψηφοφόρων βλέπουμε και μία μετατόπιση του μέσου όρου του ιδεολογικού άξονα σε όλο και πιο δεξιές θέσεις». Πρόσθεσε ότι «ο μεσαίος χώρος φαίνεται ότι παραμένει πολυσήμαντος και μάλιστα γίνεται ολοένα και περισσότερο».
Σημείωσε ότι σύμφωνα με την έρευνα του ΕΝΑ, «για τους κεντρώους ψηφοφόρους κυρίαρχη είναι η τομή υπευθυνότητα-λαϊκισμός. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει για όλους τους ψηφοφόρους που τοποθετούνται δεξιότερα. Άρα η πρώτη επικοινωνία του μεσαίου χώρου είναι με τη δεξιά πλευρά του άξονα. Δεύτερη κατά σειρά απάντηση για τους κεντρώους ψηφοφόρους είναι η τομή πρόοδος -συντήρηση, η οποία είναι δεύτερη και στην αξιολόγηση των αριστερών ψηφοφόρων».
Σύμφωνα με τον Π. Κουστένη, «ο αυτοτοποθετούμενος ως κεντρώος ψηφοφόρος σήμερα στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και στη στάση που έχει απέναντι στα πράγματα δεν είναι αυτό το οποίο γνωρίζαμε ιστορικά ως Κέντρο, δηλαδή αυτό που στην Ελλάδα ειδικά ορίστηκε ως “διπλή αντίθεση” απέναντι στα δύο άκρα. Φαίνεται ότι περισσότερο λειτουργεί στη λογική της “τριγωνοποίησης” επιλέγοντας θέσεις από τους άλλους ιδεολογικούς χώρους α λα καρτ, χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, με τη διαφορά ότι αυτή τη στιγμή το μείγμα φαίνεται πως είναι ισχυρότερο προς τα δεξιά. Ναι μεν ο κεντρώος ψηφοφόρος αναγνωρίζει το ρόλο του κράτους, παρόλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν το θέλει διογκωμένο, το θέλει λειτουργικότερο και πολύ αποτελεσματικότερο, ενδεχομένως ένα κράτος που να λειτουργεί με όρους ιδιωτικού τομέα, περισσότερο τεχνοκρατικά».
Πρόσθεσε ακόμη ότι «από τα ευρήματα, φαίνεται ότι «ναι μεν το αντι-ΣΥΡΙΖΑ αίσθημα για την ώρα έχει υποχωρήσει, φαίνεται ότι υπάρχει μία όλο και περισσότερο διογκούμενη και διάχυτη δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση, αλλά το πρόβλημα είναι ότι είναι διάχυτη, δε συγκεντρώνεται υπέρ του αντίπαλου παίκτη, εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ενόψει των επερχόμενων εκλογών».
Η ανάταξη της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος περνάει μέσα από την επίτευξη συνεργασιών
Ο Στέφανος Ξεκαλάκης στην εισήγησή του έδωσε έμφαση στο ζήτημα των συνεργασιών καθώς και στην ανάγκη αναβάθμισης της ποιότητας της Δημοκρατίας τόσο στο εσωτερικό των κομμάτων όσο και εν γενικότερα στο πολιτικό σύστημα.
«Η έννοια του κέντρου είναι πολύ σχετική, καθότι ως σχέση μετατοπίζεται στον πολιτικό άξονα σύμφωνα με τη στάση της κοινωνίας, άλλοτε προς προοδευτικές άλλοτε προς συντηρητικές κατευθύνσεις» ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι «είμαι από αυτούς που πιστεύουν στο δίπολο Αριστερά-Δεξιά και στις διαχωριστικές γραμμές που αυτό δημιουργεί στην εφαρμογή της πολιτικής, παρότι η κατάργησή τους είναι κατευθυνόμενη από πολιτικά και μιντιακά κέντρα για να νομιμοποιηθεί η αρχή ότι δεν υπάρχει εναλλακτική».
Σύμφωνα με τον Σ. Ξεκαλάκη, «το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι ποια εκ των ιδεολογικών εκφάνσεων της Αριστεράς υποστηρίζουμε ως μοντέλο διακυβέρνησης ώστε να μπορέσουμε να γίνουμε χρήσιμοι στον ελληνικό λαό και να συμβάλουμε στη βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου».
Σχολιάζοντας την «πλήρη απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών» που διαπιστώνεται σημείωσε ότι «οι βασικές παράμετροι που καθορίζουν την ποιότητα της δημοκρατίας μας (κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, ΜΜΕ, δικαιοσύνη) κινούνται σε επίπεδα αξιοπιστίας κάτω από τη βάση». Στο πλαίσιο αυτό, συνέχισε, «όλα τα παραπάνω αποτελούν μεταδημοκρατικά συμπτώματα η μη παγίωση των οποίων προϋποθέτει την ύπαρξη ενεργών πολιτών με κοινωνική πολιτική παιδεία και πολυ-κριτηριακή αντίληψη και τη συγκρότηση κομμάτων μελών με θεσμική, συλλογική, δημοκρατική λειτουργία, ανθρωποκεντρική προσέγγιση και διαπάλη ιδεών στο εσωτερικό τους».
Υπογράμμισε ότι «η λογική του “αντί” δεν βοηθά στην αναβάθμιση του επιπέδου της πολιτικής στην Ελλάδα», σημειώνοντας ότι «ενισχύει την αντι-πολιτική και αποδυναμώνει την παραγωγή πολιτικής». Σύμφωνα με τον εισηγητή, «για να επανέλθει η πολιτική στο προσκήνιο πρέπει όλες οι πολιτικές δυνάμεις να συμβάλουν στην ανάδειξη του πρωτείου της δημοκρατίας».
Ο Σ. Ξεκαλάκης τόνισε ακόμη ότι «αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε ενώπιον της εφαρμογής του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής. Η απλή αναλογική είναι το κατεξοχήν εκλογική σύστημα που προκρίνει τις συνεργασίες και γι’ αυτό θα έπρεπε ξεκάθαρα να συνοδεύεται και από την ανάλογη αναθεώρηση του άρθρου 37 του Συντάγματος για να υπάρχει πλεόνασμα χρόνου για ουσιαστικό πολιτικό, προγραμματικό διάλογο κατά την περίοδο των διερευνητικών εντολών». Και κατέληξε λέγοντας ότι «η ανάταξη της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος περνάει μέσα από την επίτευξη συνεργασιών που στηρίζονται πλαίσιο αξιακό, ιδεολογικό, προγραμματικό».
Δύο κεντρικά ζητήματα περιεχομένου για μία αριστερή στρατηγική στο δρόμο προς τις εκλογές
Ο Νάσος Ηλιόπουλος τόνισε στην εισήγησή του τη σημασία της στρατηγικής και του περιεχομένου των πολιτικών δυνάμεων ενόψει των επερχόμενων εκλογών.
Ανέφερε ότι είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το πώς και σε αυτή την έρευνα εμφανίζεται η «κανονικοποίηση» της διαφθοράς. «Είναι πολύ επικίνδυνο γιατί αυτό συνδέεται με την αποχή, γιατί μία κανονικοποίηση της διαφθοράς δίνει παραπάνω πατήματα στην αποχή» εξήγησε.
Σύμφωνα με τον Ν. Ηλιόπουλο, «οι εκλογές δεν κερδίζονται στο κέντρο. Οι εκλογές κερδίζονται από τις ηγεμονικές πολιτικές. Μία ηγεμονική πολιτική κρίνεται σε τρία πεδία: Στο πώς συσπειρώνει τις πιο φιλικές στο κάθε σχέδιο δυνάμεις, στο πώς πολώνει τις ενδιάμεσες δυνάμεις προς αυτό το σχέδιο και πώς απο-συσπειρώνει τον αντίπαλο».
Και συνέχισε λέγοντας ότι «το δύσκολο ερώτημα είναι πώς μπορείς να εκφράζεις όχι κάτι που είναι “έτοιμο” -όπως η προοδευτική πλειοψηφία-, αλλά να μετασχηματίζεις και να φτιάχνεις πλειοψηφίες σε ερωτήματα τα οποία είναι δύσκολα», σημειώνοντας ότι όπως φαίνεται από στοιχεία της έρευνας «φαίνεται να υπάρχει μία ιδεολογική ηγεμονία από την απέναντι μεριά».
Με αυτά τα δεδομένα, συμπλήρωσε ότι «άρα όποια αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερή, προοδευτική, δημοκρατική δύναμη κατανοεί ότι δεν έχει απλά ένα ζήτημα να εκφράσει κάτι που είναι κοινωνικά έτοιμο, αλλά πρέπει να μετασχηματίσει και να “φτιάξει”. Πεδίο αυτής της διαδικασίας είναι και η σύγκρουση για της έννοιες, όπως είπε, κάνοντας μνεία στην έννοια του «προοδευτικού».
Σύμφωνα με τον Ν. Ηλιόπουλο, «συζητάμε πολύ εύκολα για την κρίση των κομμάτων, την κρίση του πολιτικού συστήματος, με πολύ μεγάλη ευκολία χρησιμοποιούμε τη λέξη κρίση. Η κρίση δεν μπορεί να είναι μία δοκιμή κατάσταση, δηλαδή αν διαρκώς λέμε ότι έχουμε κρίση, ίσως η κρίση να είναι μία διαδικασία μετάβασης. Ίσως έχει ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία και πλέον έχουμε πάει σε ένα νέο σημείο ισορροπίας όπου αντικειμενικά αυτό το οποίο το 2012 γεννήθηκε ως κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, ως κρίση πολιτικής ηγεμονίας -και βλέπουμε πόσο χαμηλά εμφανίζονται τα συνδικάτα και η τοπική αυτοδιοίκηση- και πολύ φοβάμαι και είμαστε πλέον σε ένα πολιτικό σύστημα με πολύ πιο αρνητικά χαρακτηριστικά και θέτει εμπόδια για την αλλαγή».
Ο Εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ υπογράμμισε καταλήγοντας ότι «το ζήτημα πηγαίνοντας προς τις εκλογές είναι πώς κατανοείς τη στρατηγική, γιατί η στρατηγική έχει περιεχόμενο, έχει νόημα και προφανώς το “αντί” είναι κρίσιμο αλλά μόνο του δε φτάνει. Χρειάζεται μία στρατηγική και ένα περιεχόμενο». Και κατά τη γνώμη του υπάρχουν δύο κεντρικά ζητήματα περιεχομένου που ορίζουν μία αριστερή στρατηγική: α) Η επαναφορά των δημόσιων εργαλείων, που σε μια περίοδο πολλαπλών κρίσεων παρέχει αίσθημα ασφάλειας -«και την ασφάλεια η Αριστερά πρέπει να την επανοικειοποιηθεί, ασφάλεια υπό την έννοια να ξέρεις πώς ό,τι κι αν συμβεί θα έχεις μία αξιοπρέπεια στη ζωή σου» όπως ανέφερε- και β) το θέμα της εργασίας «με όρους αναπτυξιακούς, με όρους κοινωνικού παραγωγικού μοντέλου».