Του Bedran Çiya Kurd
Οι καθημερινές απειλές της Τουρκίας για κατάληψη νέων εδαφών στη βόρεια και ανατολική Συρία, καθώς και οι “τυφλοί” βομβαρδισμοί αμάχων και των χωριών τους – που έχουν προκαλέσει τον αφανισμό ολόκληρων οικογενειών – οδηγούν σε καταστροφικές ανθρωπιστικές και πολιτικές συνέπειες και εγείρουν σοβαρά θέματα ασφαλείας, ενώ παράλληλα πυροδοτούν συνεχώς επιδεινούμενες οικονομικές κρίσεις στην ευρύτερη περιοχή.
Οι προηγούμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις της τουρκικής πολεμικής μηχανής στηρίχθηκαν στον λεγόμενο «Συριακό Εθνικό Στρατό» (SNA). Τα μέλη αυτού του στρατού προέρχονται, δυστυχώς, από το κομμάτι του συριακού πληθυσμού που συμφώνησε να γίνει πιόνι στα πολεμικά σχέδια του κυβερνητικού συνασπισμού της Τουρκίας, αποτελούμενου από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP). Αυτό οδήγησε σε πόλωση μεταξύ των εθνοτικών ομάδων της Συρίας, στην περαιτέρω εξάπλωση των πολέμων και των συγκρούσεων, αλλά και στην άνοδο της υποστήριξης προς τζιχαντιστικές οργανώσεις. Αυτή η πολιτική δεν είναι καθόλου συμφέρουσα για την Τουρκία, ούτε φυσικά και για τον τουρκικό λαό, ο οποίος επουδενί δεν επιθυμεί να αποτελεί την αιτία πρόκλησης χάους και υποστήριξης της τρομοκρατίας – η οποία μπορεί να πλήξει και εσωτερικά το τουρικό κράτος.
Ο μεγαλύτερος φόβος του συνασπισμού AKP-MHP είναι η πτώση της δημοτικότητάς του σε ορισμένες ομάδες του τουρκικού πληθυσμού και, επομένως, η πιθανή ήττα στις επερχόμενες εκλογές – και κατά συνέπεια η αρχή της λογοδοσίας για τα τελεσθέντα κατά την προηγούμενη περίοδο εγκλήματα κατά αμάχων, την υποστήριξη στους τρομοκράτες και τη διαφθορά.
Όποιος γνωρίζει τα επιχειρήματα που επιστρατεύει ο συνασπισμός Ερντογάν-Μπαχτσελί για να αιτιολογήσει τη στρατιωτική κατοχή περιοχών της Συρίας, ειδικά στα βόρεια και τα ανατολικά της χώρας, θα μπορούσε να συνοψίσει τη δικαιολόγηση των παράνομων επιχειρήσεων ως εξής: «Αυτή η περιοχή συνιστά απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας, προορίζεται δε για την υποδοχή Σύρων προσφύγων». Ο καθένας μπορεί αμέσως να αντιληφθεί πόσο ψευδείς και ανεδαφικοί είναι οι εν λόγω ισχυρισμοί.
Η Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας (Ροζάβα) δεν έχει αποτελέσει ποτέ κίνδυνο για την Τουρκία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα. Η Ροζάβα δεν έχει καμία πρόθεση να επιτεθεί στην Τουρκία, να παραβιάσει τα σύνορα ή να ρίξει έστω και μια βολή εναντίον τουρκικού εδάφους. Αντιθέτως, καθιστούσε πάντα σαφές ότι σέβεται την εθνική κυριαρχία και τα υφιστάμενα σύνορα όλων των κρατών, ενώ έχει λάβει και όλα τα αναγκαία μέτρα για την εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας στις παραμεθόριες περιοχές. Περαιτέρω δε, ο ισχυρισμός του κυβερνώντος συνασπισμού της Τουρκίας, ότι τάχα η Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας – που συγκροτήθηκε από Κούρδους, Άραβες, Ασσύριους και άλλες εθνοτικές ομάδες – είναι μια αποσχιστική διοίκηση, είναι επίσης σαφώς αβάσιμη και ανεδαφική. Η Ροζάβα δεν είναι μια «αποσχιστική» κυβέρνηση, αλλά μια κυβέρνηση που ζητά την εθνική ενότητα της Συρίας και σέβεται τα δικαιώματα όλων των εθνοτικών ομάδων της περιοχής. Πράγματι, υπό το λάβαρο των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), οι πολυεθνικές αυτές ομάδες έχουν κάνει τιτάνιες και γενναίες προσπάθειες για να προστατεύσουν την περιοχή από την φρίκη του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), θυσιάζοντας περισσότερες από 11.000 ζωές. Ο λαός της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας έχει προστατεύσει την ενότητα, την πολιτική ειρήνη και την ακεραιότητα αυτών των περιοχών.
Από την άλλη, οι πολιτικές της κυβέρνησης Ερντογάν-Μπαχτσελί έχουν υπονομεύσει την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής και συνεχίζουν να πυροδοτούν τον πόλεμο και τις συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων της Συρίας, παρέχοντας υποστήριξη σε τρομοκράτες και μισθοφόρους που καταλαμβάνουν περιοχές, εκτοπίζουν τους ντόπιους πληθυσμούς και επιβάλλουν τον “νόμο” του χαοτικού πολέμου, των απαγωγών, των βιασμών και των δημέυσεων, όπως συνέβη και συμβαίνει τώρα στο Αφρίν, στο Serê Kaniyê / Ras al-Ain, το Tall Abyad και πολλά άλλα χωριά. Αυτές οι πολιτοφυλακές είναι που διαιρούν τη Συρία και επιχειρούν να αλλοιώσουν τον δημογραφικό της χαρακτήρα, εκτοπίζοντας τους Κούρδους πολίτες και εγκαθιστώντας – συχνά με τη βία – άλλους πληθυσμούς στη θέση τους.
Το αίτημα της Τουρκίας να «δημιουργηθεί μια ασφαλής ζώνη και να εγκατασταθούν εκεί πρόσφυγες» είναι επίσης εκτός κάθε λογικής. Η ασφαλής ζώνη υπάρχει ήδη και διοικείται από το γηγενή πληθυσμό της περιοχής. Οι στρατιωτικές ενέργειες της τουρκικής πολεμικής μηχανής και οι τυφλοί βομβαρδισμοί αμάχων, καθώς και τα προαναφερθέντα εγκλήματα των παράνομων πολιτοφυλακών, δεν δημιουργούν καμία «ασφαλή ζώνη», παρά μάλλον μια περιοχή καταστροφής, δολιοφθοράς και εκτοπισμού, που οδηγεί στον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Αυτό ακριβώς συνέβη στο Αφρίν και στο Serê Kaniyê μετά την κατάληψή τους. Εκατοντάδες χιλιάδες ασφαλείς έως τότε πολίτες διέφυγαν από τον πόλεμο, τους βομβαρδισμούς και τις δολοφονίες και έγιναν πρόσφυγες εν μία νυκτί. Η τουρκική κατοχή έχει πυροδοτήσει νέες προσφυγικές ροές και έχει επιδεινώσει περαιτέρω την προσφυγική κρίση σε περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα.
Είναι ξεκάθαρο ότι στόχος είναι η εκδίωξη του κουρδικού πληθυσμού από τις περιοχές αυτές και η εγκατάσταση οικογενειών μισθοφόρων στη θέση του. Δυστυχώς, αυτό το πόνημα αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσον αφορά τον εκτοπισμό και τη δημογραφική αλλαγή σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, συνιστώντας μια ξεκάθαρη προσπάθεια εθνοκάθαρσης. Αυτή η παραβίαση συντελείται με τη βοήθεια χωρών όπως το Κατάρ και το Κουβέιτ, των οποίων οι ισλαμιστικές ενώσεις συνεισφέρουν πληρώνοντας για την ανέγερση κατοικιών για οικογένειες τζιχαντιστών και ισλαμιστών στο Αφρίν και αλλού.
Οι καταστροφικές συνέπειες της τουρκικής επίθεσης στη Βόρεια και Ανατολική Συρία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
-Υπονόμευση των διεθνών προσπαθειών για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και δημιουργία μοναδικής ευκαιρίας για τον ISIS να ανακτήσει τον γεωγραφικό έλεγχο χαμένων περιοχών και να φτάσει σε νέες περιοχές μέσω της Τουρκίας. Αυτός είναι ο βασικός στόχος της Τουρκίας: να απελευθερώσει τους κρατούμενους τρομοκράτες από τις φυλακές και να φέρει τις οικογένειες και τα παιδιά τους πίσω στην Τουρκία, όπως συνέβη στον στρατόπεδο Ain Issa κατά την τουρκική επίθεση στο Serê Kaniyê και στο Tall Abyad.
-Περαιτέρω χτυπήματα και καταλήψεις περιοχών θα προκαλέσουν μαζική έξοδο προσφύγων, μεγαλύτερη από αυτή των προηγούμενων πολέμων, καθώς αυτές οι περιοχές φιλοξενούν μεγάλο αριθμό εσωτερικά εκτοπισμένων, εκτός από τους αρχικούς κατοίκους. Η επιβάρυνση της διεθνούς κοινότητας θα αυξηθεί λόγω των μεγάλων μεταναστευτικών κυμάτων.
-Η κρίση στη Συρία θα επιδεινωθεί και θα περιπλακεί, καθώς η κατάληψη περισσότερων περιοχών της χώρας θα επιφέρει διχασμό, διασκορπισμό πληθυσμών και θα καταστήσει τις πολιτικές και διπλωματικές λύσεις ακόμη πιο δύσκολες.
- Εξάλειψη της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας, μέσω της εγκατάστασης οικογενειών ξένων μαχητών και εκτοπισμένων από άλλες περιοχές στα κατεχόμενα εδάφη, και άρα αναδιαμόρφωση του δημογραφικού χαρακτήρα της περιοχής σύμφωνα με το υποτιθέμενο σχέδιο του Ερντογάν για τη δημιουργία μιας υποτιθέμενης “ασφαλούς ζώνης” κατά μήκος της συνοριακής γραμμής, με απώτερο στόχο την αλλαγή της ιστορικής και πολιτιστικής ταυτότητας του χώρου. Πρόκειται για παραβίαση κάθε έννοιας δικαίου και έγκλημα πολέμου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
– Μετατροπή των κατειλημμένων περιοχών σε ασφαλείς ζώνες για τις τρομοκρατικές ομάδες, ειδικά το ISIS, και σε επιχειρησιακό κέντρο για τις τρομοκρατικές τους δραστηριότητες, είτε στρέφονται εναντίον της Συρίας, είτε εναντίον της Ευρώπης, της Δύσης και άλλων περιοχών της Μέσης Ανατολής, όπως αποδεικνύεται από την πρόσφατεη επίθεση στη φυλακή Χασάκα.
– Βίαιη απέλαση Σύριων προσφύγων από την Τουρκία και ακούσια εγκατάστασή τους σε οικισμούς εντός των κατεχομένων εδαφών, κάτι που η κυβέρνηση Ερντογάν θα χρησιμοποιήσει εναντίον των των αντιπάλων της στην προεκλογική εκστρατεία.
- Ο Ερντογάν στοχεύει να δημιουργήσει ένα σουνιτικό ισλαμικό εμιράτο συμμαχικό με το καθεστώς του και να το επιβάλει ως μέρος της λύσης για το μέλλον της Συρίας.
Σήμερα, η διεθνής κοινότητα πρέπει να επέμβει ώστε να αποτρέψει τον επικείμενο πόλεμο, πριν ξεκινήσει αυτή η νέα επιχείρηση που σχεδίασε και ετοίμασε ο συνασπισμός AKP-MHP. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο τουρκικό κράτος να χρησιμοποιήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και την επιθυμία της Σουηδίας και της Φινλανδίας να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ ως μέσο για να νομιμοποιήσει τον νέο πόλεμο στη Βόρεια και Ανατολική Συρία, την κατάληψη των εδαφών εκεί και την εκδίωξη των κατοίκων τους.
Η διεθνής κοινότητα, ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, δεν πρέπει να υποκύψουν στον εκβιασμό και την πίεση της τουρκικής κυβέρνησης. Αντίθετα, πρέπει να απορρίψουν την πολεμική πολιτική και να ασκήσουν πίεση και κυρώσεις στο καθεστώς Ερντογάν-Μπαχτσελί, ώστε να το αναγκάσουν να εγκαταλείψει την εισβολή και την υποστήριξη της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, να σταματήσει να υποστηρίζει τρομοκρατικές πολιτοφυλακές και να αποσυρθεί από το Αφρίν και τη Serê Kaniyê καθώς και από όλα τα άλλα κατεχόμενα συριακά εδάφη.
Η νίκη επί του ISIS σε συνεργασία με τον διεθνή συνασπισμό ήταν ένα κέρδος για ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα. Ως εκ τούτου, αυτά τα κέρδη πρέπει να προασπίζονται με κάθε μέσο, ειδικά αφού αυτή η γεωγραφική θέση όπου ηττήθηκε το ISIS έχει γίνει πρότυπο συνύπαρξης, προστασίας των ελευθεριών και των δικαιωμάτων και ο πυρήνας μιας πολιτικής λύσης σε ολόκληρη τη Συρία.