Παρά την προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης από τον Χουλουσί Ακάρ, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επανήλθε σήμερα με νέες προκλητικές δηλώσεις, τονίζοντας πως «δεν θα ξανασυναντηθώ μαζί τους, αν δεν βρεθεί μπροστά μου ένας έντιμος πολιτικός. Από δω και πέρα η Ελλάδα ας κοιτάξει την πορεία της».
Όπως μεταδίδει ο ανταποκριτής του ΣΚΑΪ στην Κωνσταντινούπολη, Μανώλης Κωστίδης, ο Ερντογάν είπε μετά την προσευχή της Παρασκευής πως «εξέφρασα τις αντιδράσεις μου και είπα ότι δεν θα ξανασυναντηθώ μαζί τους, αν δεν βρεθεί μπροστά μου ένας έντιμος πολιτικός και ότι τελειώσαμε τις συναντήσεις μας με την Ελλάδα. Τι σημαίνει αυτό; Δεν μπορεί να υπάρξει πιο ξεκάθαρη οριστική κουβέντα από αυτό. Από δω και πέρα η Ελλάδα ας κοιτάξει την πορεία της».
Ακάρ: «Σημαντικό να κρατήσουμε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την Ελλάδα»
Νωρίτερα, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, έριξε τους τόνους, σημειώνοντας πως «θεωρούμε σημαντικό να διατηρηθούν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας για την επίλυση των τρεχόντων προβλημάτων».
«Ορισμένοι πολιτικοί στην Ελλάδα συνεχίζουν τη δράση και τη ρητορική τους λόγω κάποιων φιλοδοξιών. Όπως υπάρχουν τα εξοπλιστικά προγράμματα, τα οποία έχουν ξεκινήσει. Ο οικονομικός αντίκτυπος αυτού στον ελληνικό λαό είναι επίσης πολύ βαρύς. Επιδιώκουν επίσης συμμαχίες. Απέναντι σε όλα αυτά συνεχίζουμε τις προσπάθειές μας για ειρηνική επίλυση των προβλημάτων. Είναι σημαντικό για εμάς να ενεργήσουμε με την αποδοχή ότι μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματά μας με τη γείτονά μας, σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, Ελλάδα με διπλωματικά μέσα, ότι μπορούμε να επωφεληθούμε καλύτερα από τα πλούτη αν είμαστε μαζί και ενωμένοι, και ότι αυτό μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο για την ευημερία των χωρών μας. Θεωρούμε σημαντικό να διατηρηθούν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας για την επίλυση των τρεχόντων προβλημάτων. Η εστίαση σε μια θετική ατζέντα και η μείωση της έντασης θα συμβάλει τόσο στις διμερείς σχέσεις όσο και στην περιφερειακή συνεργασία», είπε χαρακτηριστικά ο Τούρκος υπουργός.
Ωστόσο, σχολιάζοντας την κόντρα που είχε με την αντιπροσωπεία των Ελλήνων βουλευτών στην Κωνσταντινούπολη, έριξε τις ευθύνες στην ελληνική πλευρά.
«Κάναμε την ενημέρωση σε μια ευγενική, διπλωματική γλώσσα που επιλέχθηκε σωστά, χωρίς να προκαλέσουμε κανέναν. Η ουσία της ενημέρωσής μας ήταν: “Υπάρχει πρόβλημα μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας; Υπάρχει. Πώς να λύσετε; Μιλώντας για αυτό, υπάρχουν διαβουλεύσεις, διαδικασίες απεμπλοκής και συνομιλίες για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Μπορούμε να λύσουμε αυτά τα προβλήματα μιλώντας”, είπαμε. Από την άλλη, μια σύσκεψη που πήγε πολύ καλά, προσπάθησαν να την αποσπάσουν από τον σκοπό της, με τις αβάσιμες ερωτήσεις και τα σχόλιά τους», επισήμανε.