Του Δημήτρη Τζιώτη*
Έχοντας ήδη εισέλθει στην κρισιμότερη προεκλογική περίοδο που έχουμε ζήσει, μέχρι την επόμενη, το πολιτικό σύστημα έχει φροντίσει να εκλείπουν ακόμα και οι ελάχιστες προϋποθέσεις για τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας.
Παρότι σε όλες της προηγμένες χώρες του κόσμου το εκλογικό σύστημα διασφαλίζεται από το Σύνταγμα, στην Ελλάδα είναι έρμαιο των διαθέσεων της κάθε εφήμερης πλειοψηφίας.
Αντί να βρεθεί μια λύση στη διαχρονική θεσμική αβεβαιότητα, κατασκευάζεται ο φόβος της ακυβερνησίας για το ενδεχόμενο έλλειψης αυτοδυναμίας. Συντηρητικός λαϊκισμός. Με στόχο να ακυρωθεί το εκλογικό σύστημα των επόμενων εκλογών και να επιβληθεί βίαια η επόμενη κυβέρνηση με το σύστημα που θα εκλεγόταν η μεθεπόμενη. Πολιτική υπανάπτυξη. Η σύγχρονη έκφραση της ελληνικής ιδιαιτερότητας.
Είκοσι δύο χρόνια μετά την αλλαγή της χιλιετίας, το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα αρνείται μετ’ επιτάσεως να εξελιχθεί για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Παρότι ο κόσμος αλλάζει γύρω μας εκκωφαντικά, δεν υπάρχει κανένα όραμα για το μέλλον. Ως μοναδική προοπτική για τη διαφυγή από τη ζώσα πραγματικότητα προβάλλεται η επιστροφή στο παρελθόν, στην αποκαλούμενη κανονικότητα.
Με την έννοια κανονικότητα ορίζεται η περίοδος πριν τη χρεοκοπία του κράτους και τις δυσμενείς επιπτώσεις της στην καθημερινότητα, για μία δεκαετία. Από τον φόβο του μέλλοντος, μια κοινωνία ολόκληρη καθοδηγείται συστηματικά στην αναπόληση του τρόπου ζωής που οδήγησε στην πτώχευση. Η επιτομή του τίποτα.
Την ίδια στιγμή, οι δείκτες της οικονομίας είναι ήδη δυσμενέστεροι από αυτούς που επέβαλλαν την προσφυγή στους μηχανισμούς στήριξης. Ενώ η ακρίβεια έχει εκτοξευτεί, το δημόσιο χρέος βαδίζει ολοταχώς προς τα 400 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν το 2009 ήταν κάτι λιγότερο από 300 δισεκατομμύρια. Ενώ το 2009 αντιστοιχούσε στο 126,8% του ΑΕΠ, σήμερα ξεπερνάει το 200% – το υψηλότερο αναλογικά δημόσιο χρέος σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πελατειακή ανακύκλωση του προβλήματος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε άλλο ένα αδιέξοδο.
Απέναντι στις τεκτονικές αναταράξεις που συγκλονίζουν την ανθρωπότητα, το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα αντιδρά με μοναδικό κριτήριο την αυτοσυντήρησή του. Γιατί μπροστά στο προφανές, μετρήθηκε ανυποψίαστο. Αδυνατώντας εκ των υστέρων να διαχειριστεί τις γεωστρατηγικές, ενεργειακές, υγειονομικές, οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις για την αντιμετώπιση των οποίων βρέθηκε απροετοίμαστο, διακατέχεται από το φοβικό σύνδρομο των εγγενών αδυναμιών του. Ατελέσφορη μονοτονία. Σε όλο το εύρος της πολιτικής θεματολογίας, η εικόνα του παρελθόντος αποτελεί την ευνοϊκότερη προβολή του μέλλοντος.
Ένα παιχνίδι σκοπιμοτήτων. Δύο ή τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Όσες χρειάζεται. Με τεράστιο κόστος για κάθε φορολογούμενο πολίτη. Η ατζέντα των συζητήσεων διαπνέεται από αυτή την πολιτική ανωμαλία σαν να είναι ήδη δεδομένη. Το δημόσιο συμφέρον απουσιάζει από τον πολιτικό λόγο. Το ελάσσον επιβάλλεται του μείζονος, χωρίς καμία αντίδραση. Η ηγεμονία της μετριότητας στην εποχή της ασημαντότητας. Ατέρμονη δίψα για χρήμα και εξουσία. Τα πάντα εξαγοράζονται, όλοι έχουν την τιμή τους. Η παρακμή ως κάποια λύση. Ένα κενό στο χώρο και στο χρόνο. Μια διαρκής ματαιότητα. Θεωρώντας ότι δεν αλλάζει τίποτα, η κοινωνία έχει παραδοθεί στην αξιακή απαισιοδοξία.
Με το πρόσχημα της κυβερνητικής σταθερότητας, το σύστημα αντιπαρέρχεται το εσκεμμένο έλλειμα θεσμικής διασφάλισης. Η ανάγκη συνταγματικής κατοχύρωσης ενός εκλογικού συστήματος δεν αποτελεί θέμα. Το μικροκομματικό αλισβερίσι είναι πολύ πιο εύπεπτο για τα τηλεοπτικά ακροατήρια. Η συγκριτική έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης του συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, δεν φαίνεται κανέναν να απασχολεί. Μία κυβέρνηση μπορεί να εκλέγεται με την ψήφο του ενός τρίτου των πολιτών, ενώ τα δύο τρίτα θα προτιμούσαν κάτι διαφορετικό. Οπισθοδρόμηση. Ένα κατάλοιπο από την εποχή της μοναρχίας, για να διασφαλίζεται ότι ο βασιλιάς δεν διορίζει κάθε φορά τον πρωθυπουργό της αρεσκείας του. Η έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας στη χώρα μας αποτελεί την προσφιλή δικαιολογία για την επιβολή του. Η μετάλλαξη της νοσηρής αυτής αντίληψης δεν εξετάζεται. Προκειμένου, με κάθε τρόπο, να αποφευχθεί η ουσία του προβλήματος και η επίλυσή του.
Η αλλαγή πολιτικού παραδείγματος. Ένα παράθυρο διαφυγής από την πλήξη. Εάν η αδιαφορία δεν είναι τελικά ο αυτοσκοπός, για τη θέσμιση μιας βαρετής ολιγαρχίας.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν δείγμα προόδου μιας χώρας. Σφραγίδα ανάπτυξης. Με αυτό το πρότυπο κυβερνάται η Γερμανία, η ισχυρότερη χώρα στην Ευρώπη. Η Δανία, η χώρα με τη λιγότερη διαφθορά σε όλο τον κόσμο, εφαρμόζει την απλή αναλογική εδώ και εκατό χρόνια.
Από την άλλη πλευρά, οι ενισχυμένες εξουσίες του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Γαλλίας βασίζονται στη απευθείας εκλογή τους από το 51% του εκλογικού σώματος. Η αποδοχή της πλειοψηφίας αποτελεί προϋπόθεση της ηγεμονίας τους.
Και τα δύο συστήματα είναι σεβαστά. Πολύ πιο δημοκρατικά από μία ενισχυμένη αναλογική που εφαρμόζεται κατά το δοκούν. Όσο σεβαστή είναι η αξία της συνεργασίας, τόσο σεβαστή είναι και η αξία της πλειοψηφίας. Το σημαντικότερο όμως είναι η θεσμική σταθερότητα, η οποία επιτρέπει στην κάθε χώρα να κυβερνηθεί. Το στοιχείο που σκόπιμα λείπει στην Ελλάδα.
Καθαρές λύσεις. Προεδρική Δημοκρατία ή απλή αναλογική. Μία απερίφραστη πολιτική αλλαγή. Η συνταγματική κατοχύρωση ενός νέου πολιτεύματος ή ενός μόνιμου εκλογικού συστήματος, με δημοψήφισμα από τον λαό.
*Ο Δημήτρης Τζιώτης είναι Σύμβουλος Στρατηγικής και συγγραφέας. Έχει ιδρύσει τη δεξαμενή ιδεών Demos Athens και το Green Tank. www.dimitristziotis.org.
Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Το Σύνταγμα του 21ου αιώνα» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαζήση.