Oποιο και εάν είναι το τελικό σχέδιο του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν (φωτογραφία, επάνω, του Reuters), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τους τελευταίους μήνες κατάφερε να κρατήσει απασχολημένους τους διπλωμάτες της Δύσης.
Τα στρατεύματα στα σύνορα
Oλα άρχισαν όταν συγκέντρωσε στρατεύματα στα σύνορα με την Ουκρανία, ισχυριζόμενος (ορθά) ότι βρίσκονται στα όρια της επικράτειας της χώρας του και έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει.
Αλλά είναι αδύνατο να περάσουν απαρατήρητες αυτές οι κινήσεις όταν η Ρωσία έχει εισβάλει στην Ουκρανία ήδη δύο φορές την τελευταία δεκαετία – στην Κριμαία και το Ντονμπάς – και παρέμεινε σε κατάσταση πολέμου από το 2014.
Σύμφωνα με ανάλυση του Foreign Policy, δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στην Ευρώπη αντέδρασαν έντονα στις κινήσεις της Μόσχας, προειδοποιώντας ότι εισβολή στην Ουκρανία θα οδηγούσε στην επιβολή «πρωτοφανών» κυρώσεων.
Επίσης, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, προειδοποίησε, κατά την «ψυχροπολεμική» διμερή συνάντηση, τον ρώσο ομόλογό του να μην προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση.
Εντούτοις, η αρθρογράφος του FP, Caroline de Gruyter, διερωτάται μήπως αυτή η διπλωματική κινητοποίηση ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν ο Πούτιν και εάν τελικά οι δυτικοί στην προσπάθεια τους να τον αποτρέψουν, έπεσαν στην καλοστημένη του παγίδα.
Τα προβλήματα της οικονομίας
Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, το τελευταίο διάστημα δεν ήταν καλό για το καθεστώς του Πούτιν. Η οικονομία, η οποία στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές εμπορευμάτων, δεν παρουσιάζει ανάπτυξη και δεν φαίνεται να υπάρχει πραγματική προσπάθεια να αλλάξει ώστε να μοιάζει λιγότερο με αυτήν μιας αναπτυσσόμενης χώρας.
Η Ρωσία είναι τεράστια, αλλά η επικράτειά της είναι σε μεγάλο βαθμό άδεια και το ΑΕΠ της συγκρίνεται μόνο με αυτό μιας μεσαίας οικονομίας όπως η Ισπανία.
Ο πληθυσμός της και, το πιο σημαντικό, το επίπεδο των δεξιοτήτων του, μειώνονται. Το Κρεμλίνο φαίνεται να έχει παραιτηθεί από πολιτικές που θα ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες του πληθυσμού. Αντίθετα, φαίνεται να επικεντρώνεται στη μεσοπρόθεσμη αυτοσυντήρηση του καθεστώτος Πούτιν.
Σε αυτό το πλαίσιο, το καθεστώς αναζητά άλλα μέσα για να στηρίξει τη νομιμότητά του. Για παράδειγμα, αυτοπαρουσιάζεται ως διάδοχος της Σοβιετικής Ενωσης.
Επίσης, κατευθύνει την κοινή γνώμη κατά της «εχθρικής» Δύσης μέσω της προπαγάνδας και το σημαντικότερο καλλιεργεί στον λαό της χώρας την πεποίθηση ότι η Ρωσία είναι μια «υπερδύναμη».
Ειδικά για το τελευταίο, η Caroline de Gruyter έχει αμφιβολίες. Εξηγεί ότι, στη διεθνή σκηνή, η Ρωσία μπορεί να καταστρέψει αλλά δεν μπορεί να οικοδομήσει. Υποστηρίζει δικτάτορες και τους βοηθά στην καταστολή του λαού τους.
Υπερδύναμη εξαιτίας των… ΗΠΑ
Βοηθά ορισμένες κυβερνήσεις – αλλά όχι τους πολίτες τους. Πέρα από αυτό, η ικανότητα να εμφανίζεται ως υπερδύναμη πηγάζει από τον τρόπο που οι ΗΠΑ την αντιμετωπίζουν.
Συγκεκριμένα, η Ουάσιγκτον φαίνεται να παίρνει τη Μόσχα στα σοβαρά και ενεργεί με τρόπο που δίνει αξιοπιστία στην υπολογιζόμενη προκλητικότητα του Πούτιν.
Στις ρωσικές τηλεοπτικές οθόνες, μια συνάντηση κορυφής μεταξύ Μπάιντεν και Πούτιν παρομοιάζεται με τη συνάντηση δύο ενηλίκων, οι οποίοι συζητούν πώς να αντιμετωπίσουν τα παιδιά (δηλαδή τον υπόλοιπο κόσμο), συμπεριλαμβανομένων των ενοχλητικών μικρότερων χωρών όπως η Ουκρανία.
Ολα αυτά είναι γνωστά. Γιατί λοιπόν η Δύση συνεχίζει να το ξεχνά; Γιατί πέφτει συνέχεια στην παγίδα του Πούτιν;
Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν εξαιρετικά ωφέλιμες για το καθεστώς Πούτιν. Πρώτον, ο ρώσος πρόεδρος έχει πάρει την πρωτοβουλία και φιγούραρε στα πρωτοσέλιδα. Εχει υπενθυμίσει στον κόσμο και στους πολίτες της χώρας του τι μπορεί να κάνει αν το θελήσει.
Μπορεί να εισβάλει στην Ουκρανία αν το επιθυμεί, η απόδειξη αυτού είναι πόσο φοβάται η Δύση για τον Πούτιν. Για ένα καθεστώς που βασίζεται τόσο πολύ στη δύναμη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μια τέτοια επιβεβαίωση από τους «εχθρούς» του είναι πολύ σημαντική.
Στη συνέχεια, μεταφέροντας τα στρατεύματά του κοντά στα ουκρανικά σύνορα, ο Πούτιν έχει προκαλέσει σοκ σε όλη την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκαλώντας συζητήσεις για το πώς θα αντιδρούσαν αν όντως εισβάλει στην Ουκρανία.
Η Δύση είναι διχασμένη
Πιθανότατα θα επιβάλλονταν κυρώσεις, όπως και πριν. Ομως, από αυτές τις συζητήσεις η Μόσχα θα εξαγάγει ένα βασικό συμπέρασμα: η Δύση είναι διχασμένη. Αντί για αποτρεπτική ισχύ, δεν έχει κάνει τίποτα περισσότερο από το να αποκαλύπτει τις αδυναμίες της.
Οι διαιρέσεις είναι ορατές μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα περισσότερα από τα οποία συμμετέχουν στο ΝΑΤΟ. Μερικές φορές, εμφανίζονται ακόμη και διαιρέσεις εντός των κυβερνήσεων, όπως στη Γερμανία.
Ο Πούτιν βγήκε επίσης κερδισμένος, δείχνοντας στην Ουκρανία και σε άλλους πρώην σοβιετικούς δορυφόρους που μπαίνουν στον πειρασμό ή σε συμμαχία με τη Δύση ότι οι δυτικοί σύμμαχοί τους είναι αδύναμοι και αναποφάσιστοι απέναντι σε υπαρξιακές απειλές.
Η Δύση θα συνεδρίαζε επειγόντως, θα συζητούσε τις κυρώσεις, ίσως ακόμη και θα τις επέβαλλε όπως έκανε μετά την προηγούμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία – αλλά τίποτα περισσότερο.
Και πάλι όμως αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά είναι μια υπενθύμιση που βοηθά το ρωσικό αφήγημα: Ουκρανία, είσαι μόνη σου. Σε αυτό σε οδήγησε η απομάκρυνση από τη ρωσική σφαίρα επιρροής. Την ίδια στιγμή, ο Πούτιν έσπευσε να βοηθήσει τον «συνάδελφό» του στο Καζακστάν να παραμείνει στην εξουσία. Αυτό κάνουν οι αληθινοί φίλοι.
Επιπλέον, οι εξελίξεις αυτές έδειξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Αυτό συμφέρει επίσης τη Μόσχα.
Εξαφανισμένη η ΕΕ
Ο Πούτιν λατρεύει να προβάλλεται ως ο μόνος συνομιλητής με τις ΗΠΑ, όπως τον παλιό καλό «ψυχροπολεμικό» καιρό. Η ΕΕ, την οποία ο Πούτιν προσπαθεί συνεχώς να υπονομεύσει, δεν φαίνεται πουθενά.
Το FP αναφέρει ότι εξάγεται και ένα θετικό συμπέρασμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ηγούνται των διπλωματικών προσπαθειών με τη Ρωσία, επέμειναν ότι όλες οι ενέργειές τους συντονίζονται με τους ευρωπαίους συμμάχους τους και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ευρώπη πρέπει να είναι ευγνώμων για αυτό.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η Ρωσία κατάφερε επίσης να επαναφέρει στο τραπέζι το «αφήγημά» της για την ευρωπαϊκή ασφάλεια ότι δηλαδή «η Δύση ενεργεί επιθετικά εναντίον της από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, αναγκάζοντάς την να βρίσκεται σε αυτοάμυνα».
«Η ΕΕ, την οποία ο Πούτιν προσπαθεί συνεχώς να υπονομεύσει, δεν φαίνεται πουθενά» (φωτογραφία Reuters/Yves Herman από την πλατεία Σούμαν στις Βρυξέλλες)
Γι’ αυτό παρουσίασαν τις προτάσεις τους για νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας που θα απαγόρευε περισσότερες χώρες να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Η Μόσχα γνωρίζει πολύ καλά ότι τίποτα από αυτά δεν θα γίνει δεκτό.
Αλλά και πάλι, αυτό το αφήγημα τροφοδοτεί την προπαγάνδα που το Κρεμλίνο έχει ως πυλώνα της εξουσίας του. Για τη Μόσχα, η διατήρηση του ουκρανικού ζητήματος στην επικαιρότητα είναι από μόνο του θετικό.
Οσα γίνουν ή δεν γίνουν τελικά τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες, σε κάθε περίπτωση θα αποφέρουν σημαντικά κέρδη για τον Πούτιν, κυρίως στον τρόπο που η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες αντέδρασαν στην απειλή του.
Μπορούσε να το αποφύγει;
Τίθεται το ερώτημα εάν η Ευρώπη θα μπορούσε να το είχε αποφύγει όλο αυτό. Ισως όχι, αλλά θα μπορούσε σίγουρα να είχε δυσκολέψει τον Πούτιν με διάφορους τρόπους.
Πρώτον, η Δύση έπρεπε να έχει χαμηλώσει τους τόνους. Γνωρίζαμε ότι οι συζητήσεις για πιθανές κυρώσεις από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν δύσκολες και αυτό θα αποδυνάμωνε την αποτροπή τους.
Ακόμη και η λέξη «κυρώσεις» ακούγεται αδύναμη σε σύγκριση με τη σοβαρότητα μιας στρατιωτικής εισβολής σε άλλη χώρα. Η Δύση δεν έπρεπε να έχει συζητήσει δημόσια τις κυρώσεις. Αντί να δείχνει τις διαιρέσεις της, θα έπρεπε να κρατά κλειστά τα χαρτιά της απέναντι στον Πούτιν.
Τα μηνύματα θα έπρεπε να περάσουν στο Κρεμλίνο διακριτικά, μέσω διπλωματικών οδών, έτσι ώστε η Μόσχα να μην έχει κανένα πολιτικό όφελος από αυτά.
Δεύτερον, αντί να μιλά για κυρώσεις, η Δύση θα πρέπει να μιλήσει για τους κανόνες που διέπουν το διεθνές σύστημα, όπως η εδαφική ακεραιότητα και το δικαίωμα των χωρών να κάνουν τις δικές τους επιλογές.
Μιλώντας για κυρώσεις, απλώς ενισχύεται η ιδέα ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι πινγκ πονγκ μεταξύ δύο αντιπάλων, ιδέα που είναι βολική για τη ρωσική πλευρά.
Αντίθετα, εάν χρησιμοποιούσαν το επιχείρημα των κανόνων, όπως έκανε η γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών αυτήν την εβδομάδα στη Μόσχα, θα ήταν πολύ πιο έξυπνο, κάτι που επιβεβαίωσε η γλώσσα του σώματος του ρώσου υπουργού Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, δηλαδή εξωθεί τη Ρωσία στο περιθώριο και έξω από τον κύκλο των «σοβαρών» χωρών.
Η ανταμοιβή…
Τρίτον, η Δύση πρέπει να σκεφτεί περισσότερο τα οφέλη που αναμένει ο Πούτιν και να χρησιμοποιήσει τις προσδοκίες του εναντίον του. Δεν μπορεί να επιβραβεύσει την κακή συμπεριφορά, όπως έκανε σε αυτήν την περίπτωση.
Αλλά μπορεί να ανταμείψει την καλή συμπεριφορά – ή τουλάχιστον το αντίστροφο της κακής συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, εφόσον ο ρώσος πρόεδρος θέλει να τον δουν στη σκηνή με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ας του το δώσει η Δύση μόνο ως ανταμοιβή.
Πρέπει να περάσει το μήνυμα, διακριτικά, ότι μόνο εάν ο Πούτιν ενεργήσει «σωστά» θα ανταμειφθεί με μια συνάντηση με τον Μπάιντεν. Ο Πούτιν θα καταλάβει αυτήν τη γλώσσα.
Η ρωσική διπλωματία λειτουργεί ως εξής: Ποτέ μην δίνετε κάτι που μπορείτε να πουλήσετε. Και πάλι, όλα αυτά πρέπει να γίνουν παρασκηνιακά, ώστε ο Πούτιν να μπορεί να αλλάξει πορεία χωρίς να δείχνει ότι υποχώρησε.
Αυτό οδηγεί σε ένα διαφορετικό ερώτημα, το οποίο σχετίζεται άμεσα με αυτό το ζήτημα. Μπορεί η αποτελεσματική διπλωματία να διεξαχθεί δημόσια;
Εχει γίνει σχεδόν αδύνατο να κάνεις σοβαρές δουλειές χωρίς να το γνωρίζει όλος ο κόσμος. Αυτό είναι θετικό καθώς αυξάνει την υπευθυνότητα, αλλά από την άλλη δυσκολεύει τον ουσιαστικό συντονισμό και την έξυπνη στρατηγική.
Ετσι, το τίμημα που πρέπει να πληρώσει η Δύση είναι μια μεγάλη νίκη για τον Πούτιν.