Της Σέρι Μπέρμαν
Τους τελευταίους μήνες, κάτι σαν πανικός έχει καταλάβει το Δημοκρατικό Κόμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δημοτικότητα του Προέδρου Μπάιντεν είναι πολύ χαμηλή, πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες έχουν βαλτώσει, οι εκλογές για κυβερνήτη στη «σίγουρη» Βιρτζίνια χάθηκαν και το κόμμα φοβάται τα χειρότερα στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.
Για πολλούς «προοδευτικούς» Δημοκρατικούς, η ευθύνη ανήκει στα αστέρια και όχι στους ίδιους. Οι επιτυχίες των Ρεπουμπλικανών, κατά την άποψή τους, οφείλονται σε έναν συνδυασμό ρατσισμού και δομικών προβλημάτων στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα, που ευνοεί περιοχές και πληθυσμούς όπου το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είναι ισχυρό. Για τους «κεντρώους» Δημοκρατικούς, πάλι, το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στο ίδιο το κόμμα, και συγκεκριμένα στην αριστερή του πτέρυγα που προβάλλει θέματα κοινωνικής και φυλετικής δικαιοσύνης τα οποία δεν αγγίζουν τους περισσότερους ψηφοφόρους.
Υπάρχουν πολλά αμιγώς αμερικανικά στοιχεία σε αυτή τη συζήτηση, η απήχησή της όμως φτάνει και στα αριστερά κόμματα της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, όλα αυτά τα κόμματα προβληματίζονται για το πώς θα συμφιλιώσουν μια φυλετική και κοινωνική ατζέντα με την ανάγκη προσέλκυσης ψηφοφόρων που δεν κατοικούν στις μεγάλες πόλεις ή ανήκουν στην εργατική τάξη.
Κεντρώοι και προοδευτικοί συχνά παρουσιάζουν αυτούς τους στόχους ως ασυμβίβαστους. Λύσεις όμως υπάρχουν. Και έχουν να κάνουν με τον τρόπο που πλαισιώνονται αυτά τα ζητήματα.
Μια πρόσφατη μελέτη των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης επιβεβαιώνει αυτό που έχουν δείξει και προηγούμενες μελέτες: όταν ένα μέτρο παρουσιάζεται με τη λογική ότι ευνοεί μια ομάδα έναντι μιας άλλης, είναι λιγότερο δημοφιλές. Όταν, για παράδειγμα, λες στους λευκούς ψηφοφόρους ότι η ανακατανομή του πλούτου απαιτεί να πάρεις χρήματα από αυτούς και να τα δώσεις στις μειονότητες, η υποστήριξη στο μέτρο αυτό καταποντίζεται. Όταν το ίδιο ακριβώς μέτρο παρουσιάζεται με τη λογική ότι αφαιρούνται χρήματα από τους πλούσιους για να ενισχυθούν οι εργαζόμενοι ή οι λιγότερο προνομιούχοι, η υποστήριξη εκτοξεύεται στα ύψη.
Με άλλα λόγια, τα ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ της ανακατανεμητικής πολιτικής είναι εκείνα που παρακάμπτουν το ζήτημα της φυλής και επικαλούνται ηθικές αρχές τις οποίες υποστηρίζουν τόσο οι λευκοί όσο και οι μαύροι, όχι ως λευκοί και μαύροι, αλλά ως Αμερικανοί. Οι πολιτικοί τής Αριστεράς δεν πρέπει να διστάζουν να συζητούν τα προβλήματα που υφίστανται οι μειονότητες -πρέπει να τονίζουν, όμως, ότι η επίλυση αυτών των προβλημάτων θα δημιουργήσει μια συνολικά πιο δίκαιη κοινωνία.
Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Ιαν Χέινι Λόπες, οι ψηφοφόροι αποστρέφονται μηνύματα που παρουσιάζουν τον ρατσισμό με έναν τρόπο που αποκλείει ή στηλιτεύει τους λευκούς. Όταν όμως η αντιμετώπιση των αδικιών εμφανίζεται ως κάτι που θα ωφελήσει όλους τους εργαζόμενους, λευκούς, μαύρους ή Λατίνους, το μήνυμα έχει μεγαλύτερη απήχηση.
Για να αντιστρέψει το Δημοκρατικό Κόμμα το εις βάρος του κλίμα, θα πρέπει να πείσει τους πολίτες ότι το να ψηφίσουν αυτό το κόμμα θα αποβεί προς όφελος τόσο των ίδιων όσο και της χώρας. Η απειλή που αισθάνονται ορισμένες ομάδες δεν συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας ευρείας συμμαχίας που έχουν ανάγκη τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και άλλα αριστερά κόμματα για να κερδίζουν τις εκλογές.