Η αγοραστική δύναμη των Eλλήνων μειώνεται δραματικά τα τελευταία δέκα χρόνια και όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο ότι αυτό θα συνεχίσει να παρατηρείται και τα αμέσως επόμενα χρόνια. Το πρόβλημα είναι η κατακρύμνιση των μισθών των εργαζομένων, των αμοιβών των επαγγελματιών και των συντάξεων, λόγω των τριών μνημονίων που επιβλήθηκαν στη χώρα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Η πλειονότητα των πολιτών δεν έχει διαθέσιμα χρήματα για κατανάλωση, αλλά ούτε για την κάλυψη των άμεσων και ανελαστικών αναγκών.
Η μείωση των εισοδημάτων συνοδεύτηκε, επίσης, από την βαριά φορολογία που έπληξε νοικοκυριά κι επιχειρήσεις και επιβλήθηκε από τους δανειστές.
Οι τιμές των προϊόντων εμφάνισαν σχετική σταθερότητα, αλλά «απογειώθηκαν» όπου υπήρξε φορολογική επιβάρυνση, δηλαδή όπου εφαρμόστηκαν ειδικοί φόροι κατανάλωσης, αυξημένο ΦΠΑ κλπ. Βεβαίως υπήρξαν και περιπτώσεις προϊόντων που η τιμή τους «εκτοξεύτηκε» σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Δεν είναι όμως ο κανόνας. Το κόστος παραγωγής των προϊόντων μειώθηκε παγκοσμίως μέσα από τις επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, αλλά και τις μεταφορές των εργοστασίων σε χώρες της Ασίας, όπως η Κίνα και προηγουμένως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν κλπ. Ακόμη και η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε το φθηνό εργατικό της δυναμικό και έδωσε στην ευρωπαϊκή αγορά φθηνότερα προϊόντα κυρίως ένδυσης και οικιακής χρήσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα ο μέσος Έλληνας έχει την αίσθηση ότι τα βασικά αγαθά κόστιζαν λιγότερο τις προηγούμενες δεκαετίες και ότι τότε τα χρήματα… μετρούσαν. Υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις που αυτό ισχύει. Μάλιστα οι περιπτώσεις αυτές επειδή αφορούν την καθημερινότητα επηρεάζουν την ψυχολογία και την τσέπη του μέσου ανθρώπου. Δεν συμμετέχουν όμως αποφασιστικά στο γενικό σύνολο της διαμόρφωσης των τιμών σε μία χώρα. Ωστόσο θυμίζει κάτι, σαν την μικροεγκληματικότητα. Δεν αποτελεί βαριά παραβατικότητα, αλλά μειώνει δραστικά το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.
Ας δούμε μερικές από αυτές:
- Πετρέλαιο θέρμανσης 62 δρχ. το λίτρο(0.18 ευρώ) το 1999 έναντι 0.9 ευρώ το 2015 (306 δρχ. το λίτρο). Αύξηση 400%.
- Βενζίνη 180 δρχ. το λίτρο (0,52 ευρώ) το 1999 έναντι 1,7 ευρώ το 2015 η 580 δρχ. το λίτρο αν προτιμάτε (αύξηση 227%).
- Τον φραπέ, που αποτελούσε σήμα κατατεθέν των Νεοελλήνων στις καφετέριες τις δεκαετίες του 80 και 90, τον πίναμε με ένα 500σάρικο δρχ. (1,47 ευρώ), ενώ μόλις πέρυσι θέλαμε 3 ευρώ (αύξηση 104%).
- Τσίχλα: 20 δραχμές – 0,10 €
- Νερό: 50 δραχμές – 0,50 €
- Σοκολάτα 100gr: 300 δραχμές – 1,50 €
- Πακέτο τσιγάρα: 500 – 750 δραχμές – Από 4,5 € (χαρακτηριστική περίπτωση βαριάς φορολογίας)
- Μπουκάλι γάλα: 240 δραχμές – 0,90 €
- Τυρογαριδάκια: 100 δραχμές – 1,00 €
- Παγωτό πύραυλος: 200 – 250 δραχμές – 2,20€ – 2,50 €
- Αθλητική εφημερίδα: 250 δραχμές – 1,30 €
- Ψωμί/κιλό: 160 δραχμές – 1,60 €
- Τυρόπιτα: 150 δραχμές – 1,30 €
- Καφές στο χέρι: 350 δραχμές – 1,70 €
- Πάστα: 400 δραχμές – 2,50 €
- Τούρτα/κιλό: 2.900 δραχμές – 15 €
- Πιτόγυρο: 250 δραχμές – 2,20 €
Στην πλειονότητά τους όμως παρατηρείται πρωτοφανής σταθερότητα των τιμών και σε πληθώρα περιπτώσεων σχετικές μειώσεις. Δεν μπορούν όμως να φανούν στην τσέπη του καταναλωτή, γιατί οι μειώσεις των πραγματικών εισοδημάτων πολλαπλασιάζουν τις δυσκολίες ή και την αδυναμία να προμηθευτεί κανείς όσα έχει πραγματική ανάγκη.
Το θέμα, λοιπόν, είναι η δραματική έως και απελπιστική απώλεια του εισοδήματος που επιβλήθηκε και συνεχίζεται, ενώ δεν φαίνεται ότι το μέσο εισόδημα μπορεί να οδηγηθεί σε υψηλότερα επίπεδα τα επόμενα χρόνια.
Χαρακτηριστική είναι η εξέλιξη του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από τη δεκαετία του 1970 έως τις ημέρες μας:
Δεν είναι αμελητέο το γεγονός ότι η χώρα μπήκε στη «δίνη του αποπληθωρισμού» τα τελευταία χρόνια, αλλά ούτε αυτό βοήθησε την μέση οικογένεια να εξυπηρετήσει τις τρέχουσες ανάγκες της.
Το διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε ακόμη περισσότερο και συνεχίζει να μειώνεται από το περασμένο φθινόπωρο όταν ένα «κύμα ακρίβειας» σάρωσε όλη την Ευρώπη και φυσικά και την Ελλάδα.
Το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα
«Πρωταγωνιστής» της ακρίβειας είναι οπωσδήποτε η ενέργεια με την αύξηση του πετρελαίου και την εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος. Ο πληθωρισμός «δείχνει πλέον τα δόντια του» και αναγκάζει τον μέσο πολίτη σε καταναλωτική αποχή, όπου αυτό είναι δυνατόν.
Βέβαια, η τιμή των υγρών καυσίμων είναι μια διαφορετική περίπτωση, αφού το μεγαλύτερο μέρος της τιμής ενός λίτρου πετρελαίου ή βενζίνης είναι φόροι και όχι πραγματικό προϊόν.
Στη διεθνή αγορά η τιμή του πετρελαίου ανά βαρέλι σε σχέση με τη δεκαετία του 1970 αυξήθηκε, αλλά η τιμή του διυλισμένου προϊόντος γνώρισε ιδιαίτερες ανατιμήσεις λόγω των φόρων που επιβλήθηκαν.
Ενδεικτικά η τιμή του αργού εξελίχθηκε ως εξής:
Το βαρέλι του πετρελαίου κόστιζε το 1970 λιγότερο από δύο δολάρια. Ακολουθούν οι ημερομηνίες κλειδιά τεσσάρων δεκαετιών ανόδου της τιμής (σε δολάρια της εποχής):
* 1970: η επίσημη τιμή του αργού πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας ορίζεται στα 1,80 δολάρια το βαρέλι, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ.
* 1974: η τιμή την οποία καταβάλλουν τα διυλιστήρια για το εισαγόμενο πετρέλαιο υπερβαίνει τα 10 δολάρια το βαρέλι, μετά το πρώτο πετρελαϊκό σοκ, το οποίο πυροδότησε ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973.
* 1979: η επανάσταση στο Ιράν προκαλεί το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ και η τιμή του βαρελιού πετρελαίου ξεπερνά τα 20 δολάρια.
* 1980: ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ ωθεί την τιμή του βαρελιού πετρελαίου πάνω από τα 30 δολάρια. Αγγίζει τα 39 δολάρια στις αρχές του 1981.
* 1983: έναρξη της διαπραγμάτευσης του προθεσμιακού συμβολαίου του αμερικανικού ελαφρού αργού στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Ν. Υόρκης (NYMEX).
* Τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου του 1990: η τιμή υπερέβη, προσωρινά, τα 40 δολάρια το βαρέλι, πριν τον Πόλεμο του Κόλπου.
* Σεπτέμβριος του 2001: την εβδομάδα της 11ης Σεπτεμβρίου, η τιμή του πετρελαίου υπερβαίνει τα 30 δολάρια το βαρέλι. «Κλείνει» τη χρονιά κάτω από τα 20 δολάρια.
* Μάιος του 2004: υπερβαίνει και πάλι τα 40 δολάρια το βαρέλι.
* Σεπτέμβριος του 2004: λόγω ανησυχιών στην αγορά σχετικά με τα επίπεδα προσφοράς, η τιμή αγγίζει τα 50 δολάρια το βαρέλι.
* Ιούνιος του 2005: η τιμή αγγίζει τα 60 δολάρια το βαρέλι.
* Τέλη Αυγούστου του 2005: ο κυκλώνας Κατρίνα πλήττει την πετρελαϊκή ζώνη στον Κόλπο του Μεξικού. Η τιμή του πετρελαίου υπερβαίνει τα 70 δολάρια το βαρέλι.
* 12 Σεπτεμβρίου του 2007: η πτώση των αμερικανικών διαθέσιμων εμπορικών αποθεμάτων πετρελαίου ωθεί την τιμή πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι.
* 18 Οκτωβρίου του 2007: στα 90 δολάρια η τιμή του βαρελιού πετρελαίου.
* 31 Οκτωβρίου του 2007: το πετρέλαιο υπερβαίνει τα 95 δολάρια το βαρέλι, μετά τη μεγάλη πτώση των αμερικανικών διαθέσιμων εμπορικών αποθεμάτων αργού πετρελαίου και τη μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Η τιμή εκτινάσσεται έως και στα 98 δολάρια το βαρέλι στις 7 Νοεμβρίου.
* 21 Νοεμβρίου του 2007: η τιμή του βαρελιού ανέρχεται έως και στα 99,29 δολάρια για να υποχωρήσει στα τέλη του μηνός κάτω από τα 90 δολάρια.
* 2 Ιανουαρίου του 2008: το βαρέλι πετρελαίου αγγίζει προσωρινά τα 100 δολάρια το βαρέλι, λόγω επιθέσεων ενόπλων και πράξεων δολιοφθοράς στη Νιγηρία και λόγω φόβων για νέα πτώση των αμερικανικών διαθέσιμων εμπορικών αποθεμάτων πετρελαίου.
* Μάρτιος του 2008: μετά από περίοδο ανάπαυλας, η τιμή του πετρελαίου τίθεται εκ νέου σε ανοδική τροχιά στο βαθμό που εξασθενεί η συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου, αγγίζοντας τα 111 δολάρια στις 13 Μαρτίου. Υποχωρεί και πάλι κάτω από τα 100 δολάρια στα τέλη του μήνα.
* Απρίλιος του 2008: λόγω της πτώσης των αμερικανικών διαθέσιμων εμπορικών αποθεμάτων πετρελαίου, της επιμονής του ΟΠΕΚ να διατηρεί αμετάβλητα τα επίπεδα της παραγωγής του, των ιλιγγιωδών ρυθμών ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας και, κυρίως, της εξασθένησης του δολαρίου – η ισοτιμία του αμερικανικού νομίσματος με το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα ξεπερνά τα 1,60 δολάρια το ευρώ – η τιμή του πετρελαίου ξεκινά και πάλι να καταγράφει άνοδο. Αγγίζει τα 115 δολάρια στις 16 Απριλίου και σταματά στα 119 δολάρια στις 22 Απριλίου, σε απόσταση αναπνοής από τα 120 δολάρια.
* Μάιος 2008: μετά από προσωρινή υποχώρηση λόγω της ανάκαμψης του δολαρίου, συνδυασμός παραγόντων – μεταξύ των οποίων και νέες διακοπές της προσφοράς νιγηριανού αργού – θέτει και πάλι σε ανοδική τροχιά την τιμή του πετρελαίου. Υπερβαίνει για πρώτη φορά, στις 5 Μαΐου, τα 120 δολάρια, στις 9 Μαΐου τα 125 δολάρια , στις 21 Μαΐου τα 130 δολάρια και, στις 22 Μαΐου, τα 135 δολάρια.
Τι πραγματικά πιστεύουν οι Έλληνες για το εισόδημά τους
Η ΓΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εργασίας έδωσαν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα ειδικής θεματικής έρευνας κοινής γνώμης, η οποία απευθύνεται σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα, για την καταγραφή – μέτρηση και συγκριτική αποτίμηση δεικτών κλίματος αναφορικά με την εξέλιξη των αμοιβών, την ασφάλεια της θέσης εργασίας τους, την τηλεργασία.
Σε συνέχεια ανάλογης έρευνας του Οκτωβρίου του 2020, καταγράφονται οι αρνητικές οικονομικές και εργασιακές επιπτώσεις της πανδημίας στους εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα.
Τα ευρήματα που προκύπτουν είναι:
– Το 56% των εργαζομένων αναφέρει ότι μειώθηκαν τα εισοδήματά τους κατά την διάρκεια της πανδημίας.
– Από αυτούς το 22% δηλώνει απώλεια εισοδήματος πάνω από 31%, ενώ το 14% δηλώνει απώλεια εισοδήματος από 21 – 30%.
– Το 48% των εργαζομένων που αναφέρουν μείωση εισοδημάτων, δηλώνουν απαισιόδοξοι για την εξέλιξη της αμοιβής τους για το επόμενο 6μηνο.
– Το 40% των εργαζομένων δηλώνουν ότι έχουν εργαστεί με τηλεργασία στην διάρκεια της πανδημίας.
Τα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας καταγράφουν ανάλογες απόψεις με αυτή του Οκτωβρίου του 2020. Συγκεκριμένα:
– Το 56% των ερωτηθέντων εκφράζει απαισιοδοξία για την πορεία της χώρας στους μήνες που έρχονται (+4% σε σχέση με τον Οκτώβριο).
– Το 58% δηλώνουν απαισιόδοξοι σε σχέση με την εξέλιξη των αμοιβών τους για το επόμενο 6μηνο (+1% σε σχέση με τον Οκτώβριο).
– Το 39% των εργαζομένων δηλώνουν απαισιόδοξοι για τη διατήρηση της θέσης εργασίας τους (+1% σε σχέση με τον Οκτώβριο) και το 53% δηλώνουν αντίστοιχα αισιόδοξοι (-1% σε σχέση με τον Οκτώβριο).
Η Έρευνα αποτυπώνει με ξεκάθαρο τρόπο την ένταση του κλίματος οικονομικής και εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας και τον αυξανόμενο προβληματισμό των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα για τις αλλαγές που φέρνει η περίοδος της πανδημίας σε σχέση με τις αμοιβές και τα εργασιακά δικαιώματά τους.
Σε αυτή την δύσκολη – από κάθε άποψη – συγκυρία, η πλήρης επαναφορά και ενεργοποίηση των Ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και η δυνατότητα των κοινωνικών εταίρων να διαμορφώνουν τον κατώτατο μισθό, αποτελεί περισσότερο από ποτέ πλέον επιβεβλημένη κοινωνική αναγκαιότητα.
Είναι εκ των γεγονότων πασιφανές, πως η απώλεια κινδυνεύει να γίνει κανονικότητα.