Του Tony Barber
Μετά τις βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία το 2017, πέρασαν περίπου έξι μήνες προτού αναλάβει καθήκοντα ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός.
Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν, όπως αναμένεται, ο Όλαφ Σολτς των Σοσιαλδημοκρατών εκλεγεί καγκελάριος σε ψηφοφορία που έχει προγραμματιστεί για τη δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, τότε θα έχουν περάσει μόλις λίγο πάνω από 70 ημέρες για τον σχηματισμό κυβέρνησης από τις εκλογές στις 26 Σεπτεμβρίου.
Η πρόοδος είναι ενθαρρυντικά γρήγορη, δεδομένου ότι οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι και οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες είχαν αναλάβει να σχηματίσουν την πρώτη τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας στη Γερμανία από τη δεκαετία του 1950.
Εντούτοις, η συμφωνία που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη συγκαλύπτει δυνητικά μεγάλες πολιτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων, τα οποία δεν έχουν κυβερνήσει ποτέ μαζί σε εθνικό επίπεδο. Τα πεδία που πρέπει να προσέξει κανείς είναι η πανδημία, η δημοσιονομική πολιτική στη Γερμανία και την ευρωζώνη και η εξωτερική πολιτική όσον αφορά τη Ρωσία, την Κίνα και το ΝΑΤΟ.
Τα ημερήσια κρούσματα κορωνοϊού στη Γερμανία έχουν σκαρφαλώσει στα υψηλότερα επίπεδα από τότε που ξέσπασε η πανδημία στις αρχές του 2020. Οι πρωθυπουργοί πανίσχυρων κρατιδίων στη Δυτική Γερμανία όπως αυτό της Βάδης-Βυρτεμβέργης και της Βαυαρίας ασκούν πιέσεις για υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, όπως αυτοί που υιοθετήθηκαν στην Αυστρία. Αλλά αρκετά κρατίδια στην Ανατολική Γερμανία όπου υπάρχει υψηλό ποσοστό αντιεμβολιαστών αντιτίθενται σε τέτοια δραστικά μέτρα, όπως και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες.
Για την επερχόμενη κυβέρνηση, η δυσκολία θα είναι να σχεδιάσει μια συνεκτική γραμμή όσον αφορά την υγειονομική πολιτική στην οποία να μπορούν να συμφωνήσουν και τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, και όσο είναι δυνατόν σε συνεργασία με τα 16 κρατίδια της Γερμανίας. Ο στόχος πρέπει να είναι να αποφευχθούν τα αντικρουόμενα μηνύματα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις κυβερνήσεις των κρατιδίων που έχουν δημιουργήσει σύγχυση και έχουν διχάσει τη γερμανική κοινωνία τις τελευταίες εβδομάδες της κυβέρνησης της καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ.
Παρά το γεγονός ότι είναι το μικρότερο από τα τρία κόμματα της επερχόμενης κυβέρνησης, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες μπορεί να ασκήσουν δυσανάλογη επιρροή σε σημαντικούς τομείς της πολιτικής του κυβερνητικού συνασπισμού. Αυτό θα ισχύσει ιδίως για τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, ειδικά αν όπως φαίνεται πιθανό, ο ηγέτης των Ελεύθερων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών.
Τα τρία κόμματα έχουν συμφωνήσει να μην αλλάξουν το «φρένο χρέους» της Γερμανίας, το συνταγματικά κατοχυρωμένο όριο στον κρατικό δανεισμό. Αλλά οι Ελεύθεροι Δημοκράτες υιοθετούν πιο σκληρή στάση από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης το οποίο δεν θέλουν να εξελιχθεί σε ένα μόνιμο εργαλείο στην άσκηση της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες έχουν μια εξίσου σκληρή γραμμή και στην ανάγκη να γυρίσει η ευρωζώνη στους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες που τέθηκαν σε αναστολή κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η επερχόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να βρει έναν τρόπο για να συμφιλιώσει τη δέσμευσή της στη δημοσιονομική πειθαρχία με τις υποσχέσεις της για αύξηση των εγχώριων δημόσιων επενδύσεων, ειδικά στην ψηφιοποίηση, τις υποδομές και τα μέτρα για την κλιματική αλλαγή.
Oι Πράσινοι πέτυχαν να υπάρξει συμφωνία να εκμηδενιστεί η χρήση λιγνίτη ως το 2030 αντί για το 2038 που προβλεπόταν προηγουμένως, αλλά αυτό μπορεί να δοκιμάσει τα όρια της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Στην Ευρώπη, η νέα κυβέρνηση μπορεί να δεχθεί εκκλήσεις από τη Γαλλία, την Ιταλία και άλλες χώρες να είναι πιο ευέλικτη όσον αφορά την επαναδιαπραγμάτευση των δημοσιονομικών κανόνων.
Tέλος, τα τρία κόμματα του επερχόμενου συνασπισμού δεν δείχνουν να είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένα στην εξωτερική πολιτική. Οι Πράσινοι και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες τάχθηκαν φέτος υπέρ της υιοθέτησης πιο σκληρής στάσης απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα από ότι αυτή που κράτησε η κυβέρνηση της Μέρκελ, της οποίας ήταν μέλος οι Σοσιαλδημοκράτες.
Έχουν υπάρξει επίσης εντάσεις όσον αφορά την πολιτική για τα πυρηνικά όπλα και την αποτυχία της Γερμανίας να τηρήσει τον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ.
Με την αποχώρηση της Μέρκελ μετά από 16 χρόνια και με την πρώτη κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών από το 2005, η Γερμανία ανοίγει μια νέα πολιτική σελίδα. Οι σύμμαχοι της χώρας και οι φίλοι της στηρίζονται στη νέα κυβέρνηση για να κάνει μια καλή αρχή.