«Η Αίγυπτος σχεδιάζει την τροφοδοσία της Ευρώπης με ‘καθαρό‘ ρεύμα μέσω υποθαλασσίου καλωδίου, το οποίο θα περνά από Κύπρο και Ελλάδα.Όμως η Τουρκία στέκεται εμπόδιο στο φιλόδοξο εγχείρημα μεταφοράς ρεύματος από τη βόρεια Αφρική στην ευρωπαϊκή ήπειρο», γράφει η Handelsblatt με τίτλο «Διένεξη στην ανατολική Μεσόγειο προκαλεί υποθαλάσσιο καλώδιο».
Η οικονομική εφημερίδα παρατηρεί: «Κανείς δεν αναμένει ότι Ελλάδα και Κύπρος θα καταβάλουν προσπάθεια να αποσπάσουν το ναι της Άγκυρας στην πόντιση του θαλάσσιου καλωδίου. Διότι αυτό θα συνεπάγονταν την αναγνώριση του τουρκολιβυκού συμφώνου, το οποίο, σύμφωνα με την ΕΕ, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο.
Το φιλόδοξο εγχείρημα του ηλεκτρικού καλωδίου μεταξύ Αιγύπτου, Κύπρου και Ελλάδας δεν είναι το μόνο που ενδέχεται να προκαλέσει νέα διένεξη με την Τουρκία. Υπάρχουν σχέδια και για ένα άλλο καλώδιο μεταξύ Ισραήλ και Κύπρου ονόματι Euroasia Interconnector, το οποίο θα συναντά στην Κύπρο το Euroafrica Interconnector και θα συνεχίζει μέχρι την Κρήτη. Ένα τρίτο ενεργειακό πρότζεκτ, που άπτεται τουρκικών συμφερόντων, είναι ο σχεδιαζόμενος αγωγός Eastmed, ο οποίος θα διοχετεύει φυσικό αέριο από κυπριακά και ισραηλινά κοιτάσματα στην ΕΕ μέσω Ελλάδος. Το εγχείρημα αυτό θα έθετε εν αμφιβόλω τον ρόλο της Τουρκίας ως σημαντικού ενεργειακού κόμβου μεταξύ Ασίας και Ευρώπης.
Πώς θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα τυχόν τουρκικές ενστάσεις;
Τα φιλόδοξα εγχειρήματα για τις ΑΟΖ και τον ορυκτό πλούτο ενδέχεται να πυροδοτήσουν νέες συγκρούσεις μεταξύ της Τουρκίας και Ελλάδας ή της Κύπρου. Όπως πχ. αν η Τουρκία προσπαθούσε να παρεμποδίσει την πόντιση του υποθαλάσσιου καλωδίου με την αποστολή πολεμικών πλοίων, όπως έγινε το καλοκαίρι του 2020 στην κορύφωση της αντιπαράθεσης για τις ΑΟΖ και τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή τη φορά όμως η διένεξη θα είχε μια επιπλέον γεωπολιτική διάσταση. Ένας από τους εταίρους του εγχειρήματος είναι ο ΑΔΜΗΕ, του οποίου το 24% κατέχει ο κινεζικός ενεργειακός κολοσσός State Grid. Η μερική ιδιωτικοποίηση του ηλεκτρικού δικτύου ήταν ένας από τους όρους, τους οποίους έπρεπε να εκπληρώσει η Ελλάδα ως αντάλλαγμα για τη στήριξη κατά της διάρκεια της κρίσης χρέους.
Σε ερώτηση της Handelsblatt οι υπεύθυνοι του προγράμματος Euroasia / Euroafrica Interconnector με έδρα τη Λευκωσία απάντησαν ότι για τις διαδρομές των υποθαλάσσιων καλωδίων υπάρχουν συμφωνίες μεταξύ των κυβερνήσεων των εμπλεκόμενων χωρών. Το ελληνικό υπουργείο Ενέργειας δεν απάντησε πώς θα αντιμετωπιστούν τυχόν τουρκικές ενστάσεις στο εγχείρημα».
Η Μέρκελ δεν έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Λουκασένκο
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δίκιο: Δεν θα πρέπει να διαπραγματευόμαστε με τον Αλεξάντερ Λουκασένκο, μιας και η ΕΕ δεν αναγνωρίζει την αμφιλεγόμενη επανεκλογή του τον Αύγουστο του 2020», σχολιάζει η Frankfurter Allgemeine Zeitung με τίτλο «Έπεσε έξω στους υπολογισμούς του ο Λουκασένκο». Η εφημερίδα παρατηρεί: «Για τον λευκορώσο ηγέτη είναι ωστόσο ζητούμενο η ΕΕ να αναγνωρίσει το καθεστώς του και να άρει τις κυρώσεις που έχει επιβάλει στην Λευκορωσία. Δεν υπάρχει ωστόσο κανένας λόγος για μια τέτοια απόφαση. Η ΕΕ έχει ήδη ανακόψει σε μεγάλο βαθμό τη ροή μεταναστών προς την Λευκορωσία και οι πρώτοι μετανάστες επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Το γεγονός ότι ο Λουκασένκο προθυμοποιείται τώρα ώστε ακόμα περισσότεροι μετανάστες να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσης, αν η ΕΕ δέχονταν μερικούς από αυτούς στο έδαφός της, δείχνει ότι έπεσε έξω στους υπολογισμούς του. Όπως ο πρόεδρος Ερντογάν πριν από αυτόν, υποτίμησε την αποφασιστικότητα των Βρυξελλών και των χωρών στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, ιδιαίτερα όμως της Πολωνίας.
Παρόλα αυτά όμως η Μέρκελ επικοινώνησε με τον Λουκασένκο.Με τον δικό της τρόπο διαχείρισης κρίσεων έχει προσφέρει πολλά στην ΕΕ. Δεν είναι κακό να συνομιλείς, δεν είναι ούτως ή άλλως το ίδιο με μια διαπραγμάτευση. Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο θα ήταν προτιμότερο η καγκελάριος να μην είχε πάρει τηλέφωνο. Χωρίς να συντρέχει λόγος ενίσχυσε την εντύπωση, όχι μόνο στην Πολωνία, ότι ασκεί πολιτική στην ανατολική Ευρώπη χωρίς να λάβει υπόψη κανέναν. Ούτε στην περίπτωση του αγωγού North Stream 2 η Άγκελα Μέρκελ υπολόγισε τους εταίρους, γεγονός που αποδυναμώνει την ΕΕ και καλλιεργεί καχυποψία έναντι του Βερολίνου».