Αναστολή με άμεση ισχύ, σφοδρές αντιδράσεις και βαριές επιπτώσεις σε έργα, θέσεις εργασίας και αγορές
Η κυβέρνηση του ρεπουμπλικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την αναστολή όλων των μεγάλων έργων υπεράκτιας αιολικής ενέργειας που βρίσκονται υπό κατασκευή στις ΗΠΑ, επικαλούμενη λόγους «εθνικής ασφαλείας». Το μέτρο έχει άμεση ισχύ και αφορά πέντε μεγάλα έργα στον Ατλαντικό, στα ανοικτά των ανατολικών ακτών, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από εταιρείες του κλάδου και οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος. Η απόφαση προστίθεται σε σειρά παρεμβάσεων που στοχοποιούν την αιολική ενέργεια, έναν τομέα τον οποίο ο πρόεδρος έχει δηλώσει πως απεχθάνεται, υποστηρίζοντας ότι «σκοτώνει πουλιά και φάλαινες» και «καταστρέφει το τοπίο».
Η κίνηση έρχεται τέσσερα χρόνια μετά την εισβολή στην Ουκρανία, σε μια περίοδο που η ενεργειακή ασφάλεια αποκτά αυξημένο βάρος στην αμερικανική ατζέντα. Παρά το γεγονός ότι ομοσπονδιακός δικαστής είχε ακυρώσει στις αρχές Δεκεμβρίου εκτελεστικό διάταγμα που επιδίωκε να εμποδίσει έργα αιολικής ενέργειας κρίνοντάς το παράνομο, η κυβέρνηση επανέρχεται με νέο νομικό και πολιτικό σκεπτικό.
Οι αντιδράσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων και η σύγκρουση αφηγήσεων
Η αναστολή χαρακτηρίστηκε «χωρίς καμία λογική» από την ειδικό Πάσα Φάινμπεργκ της οικολογικής οργάνωσης NRDC, η οποία μίλησε για «κλιμάκωση των ακατάπαυστων και αστήρικτων επιθέσεων της κυβέρνησης εναντίον της καθαρής ενέργειας». Την ίδια στιγμή, το Environmental Defense Fund κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι στηρίζει απαρχαιωμένους και δαπανηρούς σταθμούς άνθρακα, που μολύνουν τον αέρα, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής ενίσχυσης των ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένου του άνθρακα.
Οι επικριτές επισημαίνουν ότι η υπεράκτια αιολική ενέργεια συνεισέφερε το 2023 περίπου 10% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρισμού στις ΗΠΑ, ποσοστό διπλάσιο από τις φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, άρα καθόλου αμελητέο. Η κυβερνητική αφήγηση, ωστόσο, μετατοπίζει το βάρος από το περιβάλλον στην ασφάλεια, δημιουργώντας σύγκρουση προτεραιοτήτων.
Το σκεπτικό της Ουάσιγκτον: ραντάρ, παρεμβολές και στρατιωτικές ανησυχίες
Σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών των ΗΠΑ, η αναστολή βασίζεται σε επισήμανση κινδύνων για την εθνική ασφάλεια από το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Σε παλαιότερη έκθεση του Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ (2024) αναφερόταν ότι είχαν παρατηρηθεί «παρεμβολές στα ραντάρ» λόγω της κίνησης των πτερυγίων και των αντανακλάσεων των στύλων των ανεμογεννητριών. Δεν διευκρινίζεται αν οι νέοι κίνδυνοι σχετίζονται άμεσα με τα ίδια φαινόμενα, ωστόσο το επιχείρημα της στρατιωτικής λειτουργικότητας τίθεται στο επίκεντρο.
Ο υπουργός Νταγκ Μπέργκουμ, γνωστός για τις στενές σχέσεις με τους τομείς πετρελαίου και φυσικού αερίου, χαρακτήρισε το μέτρο «κοινής λογικής», υποστηρίζοντας ότι «μόνο ένας αγωγός αερίου παρέχει τόση ενέργεια όσο πέντε τέτοια έργα μαζί».
Πολιτική αντιπαράθεση και κατηγορίες για «παρενόχληση»
Το επιχείρημα της εθνικής ασφάλειας αμφισβητήθηκε ευθέως από τον δημοκρατικό γερουσιαστή Σέλντον Γουάιτχαους, ο οποίος χαρακτήρισε την κίνηση «εκδικητική παρενόχληση» και όχι θεμιτή πολιτική. Ο γερουσιαστής τόνισε ότι το υπεράκτιο έργο αιολικής ενέργειας στο Ρόουντ Άιλαντ είχε ελεγχθεί διεξοδικά και εγκριθεί πλήρως, με την αξιολόγηση να περιλαμβάνει όλα τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας.
Η πολιτική σύγκρουση αποκαλύπτει ρήγμα μεταξύ ομοσπονδιακής κυβέρνησης και τοπικών εκπροσώπων, με το ζήτημα να μετατρέπεται σε σύμβολο ευρύτερης αντιπαράθεσης για τον προσανατολισμό της αμερικανικής ενεργειακής πολιτικής.
Οικονομικές συνέπειες, αγορές και θέσεις εργασίας υπό πίεση
Σύμφωνα με την Dominion Energy, που υλοποιεί ένα από τα μεγαλύτερα υπεράκτια έργα, η αναστολή θα διαρκέσει κατ’ αρχήν 90 ημέρες, με στόχο να «αποτιμηθεί η δυνατότητα άμβλυνσης των κινδύνων για την εθνική ασφάλεια». Η εταιρεία προειδοποίησε για απειλή στην αξιοπιστία του δικτύου ηλεκτροδότησης, για ενεργειακό πληθωρισμό και για απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, ειδικά σε κρίσιμους τομείς που συνδέονται με πόλεμο, τεχνητή νοημοσύνη και πολιτικές υποδομές.
Οι αγορές αντέδρασαν άμεσα: η μετοχή της Dominion Energy υποχώρησε κατά 3,72% στη Νέα Υόρκη, ενώ στην Κοπεγχάγη η Ørsted κατέγραψε πτώση 12% και η Vestas -2,65%. Οι κινήσεις αυτές αποτυπώνουν αβεβαιότητα για τη βιωσιμότητα επενδύσεων στον υπεράκτιο άνεμο στις ΗΠΑ και αναδιάταξη ρίσκου στον κλάδο.