Η Ουάσιγκτον ζητά από την ελληνική κυβέρνηση να συμμετάσχει οικονομικά στον μηχανισμό χρηματοδότησης αμερικανικών όπλων για το Κίεβο – Το ζήτημα έχει τεθεί απευθείας στον πρωθυπουργό και τους συναρμόδιους υπουργούς, με τις συζητήσεις να παραμένουν ανοιχτές
Σε κλοιό αυξανόμενων πιέσεων από τις ΗΠΑ βρίσκεται η Ελλάδα, καθώς η αμερικανική κυβέρνηση ζητά την οικονομική συνεισφορά της χώρας στην αγορά οπλικών συστημάτων υπέρ της Ουκρανίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, το αίτημα έχει τεθεί σε όλα τα ανώτατα επίπεδα: στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, στον υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη και στον υπουργό Εθνικής Άμυνας Νίκο Δένδια, από την πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Κίμπερλι Γκιλφόιλ.
Η Ουάσιγκτον επιδιώκει η Ελλάδα να ανακοινώσει τη συμμετοχή της στο PURL (Prioritized Ukraine Requirements List), τον ειδικό μηχανισμό συγκέντρωσης πόρων για την αγορά αμερικανικών οπλικών συστημάτων προς ενίσχυση της Ουκρανίας.
Το αμερικανικό αίτημα και το πλαίσιο του PURL
Όπως αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές, στελέχη της αμερικανικής πρεσβείας μετέφεραν στην Αθήνα το αίτημα της Ουάσιγκτον να τοποθετηθεί θετικά η Ελλάδα, ακόμα και πριν τη λήξη του οικονομικού έτους, παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές:
- Οι ΗΠΑ ζήτησαν η συμμετοχή της Ελλάδας στο PURL να ανακοινωθεί από τον κ. Γεραπετρίτη κατά την προχθεσινή σύνοδο του ΝΑΤΟ.
- Προτάθηκε η υπογραφή της Γενικής Συμφωνίας Πλαισίου (GFA), ώστε να καταγραφεί η πολιτική δέσμευση, ενώ το ύψος της ελληνικής χρηματοδότησης θα αποφασιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο.
- Τονίστηκε ότι η Ελλάδα «δεν πρέπει να βρεθεί» στη μικρή ομάδα χωρών που δεν συμμετέχουν στο PURL.
Οι αμερικανικές πιέσεις δεν περιορίζονται σε ένα επίπεδο: η επαναφορά του ζητήματος αποτελεί τέταρτη διαδοχική όχληση από το καλοκαίρι, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε τη δημιουργία του μηχανισμού.
Οι επαφές στο ΝΑΤΟ και οι διπλωματικές ισορροπίες
Ο κ. Γεραπετρίτης είχε συνάντηση στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ με τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Κρίστοφερ Λαντάου, χωρίς ωστόσο να υπάρξει ανακοίνωση σχετική με το PURL. Η μόνη επίσημη αναφορά αφορούσε την προετοιμασία του επόμενου Στρατηγικού Διαλόγου Ελλάδας – ΗΠΑ, ο οποίος έχει μετατεθεί για το 2026, παρά τις αρχικές εκτιμήσεις για Οκτώβριο ή Δεκέμβριο του 2025.
Η διπλωματική βαρύτητα του ζητήματος είναι τέτοια που η διαχείρισή του γίνεται κυρίως από το Μέγαρο Μαξίμου, με την Αθήνα να εξηγεί στην αμερικανική πλευρά ότι η δημοσιονομική κατάσταση και οι εσωτερικές ισορροπίες δεν επιτρέπουν βεβιασμένες κινήσεις.
Ο στόχος των ΗΠΑ και η θέση της Ελλάδας
Το PURL αποτελεί κομβικό μηχανισμό για τη χρηματοδότηση οπλικών συστημάτων προς την Ουκρανία, με τις ΗΠΑ να ασκούν έντονη διπλωματική πίεση στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Ήδη, όπως ανακοίνωσε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, το PURL συγκεντρώνει τη στήριξη των δύο τρίτων των κρατών-μελών, με δεσμεύσεις ύψους 4 δισ. ευρώ.
Το ποσό θεωρείται χαμηλό σε σχέση με τις συνολικές ανάγκες της Ουκρανίας, ενώ οι Δυτικοί σύμμαχοι επισημαίνουν ότι η συνέχιση της παροχής στρατιωτικού υλικού είναι αναγκαία, ανεξαρτήτως των συζητήσεων για το ειρηνευτικό πλαίσιο.
Η ελληνική συνεισφορά μέχρι σήμερα
Η Ελλάδα, από το 2022, έχει παραχωρήσει στην Ουκρανία στρατιωτικό υλικό από τα αποθέματα των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως:
- εκατοντάδες χιλιάδες βλήματα πυροβολικού,
- Crotale και Sea Sparrow που βρίσκονταν κοντά στη λήξη,
- παλαιά κανόνια και ορισμένα αυτοκινούμενα πυροβόλα,
- κατασχεμένα Καλάσνικοφ,
- αντιαρματικούς σωλήνες και βλήματα.
Παράλληλα, η επικείμενη συμφωνία με το Ισραήλ για νέα αντιαεροπορικά συστήματα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πιθανή μεταβίβαση ή πώληση των γηρασμένων OSA-AK, τα οποία είχαν αποκτηθεί από τα αποθέματα της Ανατολικής Γερμανίας.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε σημείο πίεσης, εντός ενός πλαισίου όπου οι ΗΠΑ έχουν θέσει την ενίσχυση του PURL ως υψηλή διπλωματική προτεραιότητα. Η Αθήνα αναγνωρίζει τη στρατηγική σημασία της σχέσης Ελλάδας–ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα καλείται να σταθμίσει δημοσιονομικές δεσμεύσεις, εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες και το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Το επόμενο διάστημα αναμένεται να φανεί:
– αν η Ελλάδα θα δεσμευτεί πολιτικά μέσω της GFA,
– ποιο ύψος συνεισφοράς θα εξεταστεί,
– και πώς θα τοποθετηθεί δημοσίως σε μια υπόθεση που λαμβάνει πλέον χαρακτήρα κομβικής ελληνοαμερικανικής διαπραγμάτευσης.
