Όσο κι αν επιχειρείται να σβηστεί η εικόνα στενών σχέσεων, οι μαρτυρίες για παρεμβάσεις, εξυπηρετήσεις και «πλάτες» δείχνουν ένα περιβάλλον όπου η ισχύς δεν ασκείται θεσμικά αλλά δια μέσω προσώπων – Γιατί ο Μητσοτάκης τρέμει τις αποκαλύψεις;
Η επίμονη προσπάθεια του Μεγάρου Μαξίμου να αρνηθεί οποιαδήποτε σχέση, συγγένεια ή κουμπαριά με τον άνθρωπο που έχει μείνει πλέον γνωστός ως «Φραπές» δεν είναι τυχαία. Είναι ενδεικτική φόβου. Φόβου ότι η δημόσια συζήτηση μπορεί να αποκαλύψει κάτι που το κυβερνητικό επιτελείο προσπαθεί απεγνωσμένα να θάψει: την εικόνα ενός προσώπου που κινείται με άνεση στην καρδιά του κρατικού μηχανισμού, απαιτεί, πιέζει και παρεμβαίνει, όχι λόγω θεσμικής ιδιότητας, αλλά λόγω «πλάτης».
Κι εδώ βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα. Δεν είναι μόνο οι φωτογραφίες, οι κοινωνικές περιστάσεις ή η προσωπική γνωριμία. Είναι το πρότυπο εξουσίας που αυτές οι επαφές αποκαλύπτουν. Όταν κάποιος εμφανίζεται να ζητά από υπουργούς και γενικούς γραμματείς διευθετήσεις, ξεμπλοκάρισμα ΑΦΜ συγγενών του, προώθηση υποθέσεων, αναιρέσεις ελέγχων και μάλιστα να το κάνει «ευθαρσώς», τότε η σκιά που πέφτει πάνω από το κυβερνητικό περιβάλλον είναι βαριά.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η περιγραφή ενός ανθρώπου που λέει ότι θα «μιλήσει με το Μαξίμου» για να σταματήσουν οι έλεγχοι ή ότι θα μεσολαβήσει ώστε να απομακρυνθεί συγκεκριμένη εισαγγελέας από θέση εποπτείας ευρωπαϊκών υποθέσεων. Αυτό δεν είναι απλό θράσος. Είναι η στάση κάποιου που γνωρίζει πως η ισχύς του δεν θα αμφισβητηθεί, γιατί αισθάνεται ότι προστατεύεται. Κι ένας άνθρωπος που αισθάνεται προστατευμένος, σπανίως προστατεύεται χωρίς λόγο.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν υπάρχει κουμπαριά. Το ερώτημα είναι: γιατί το Μαξίμου επιμένει τόσο ανήσυχα να την αρνηθεί;
Τι είναι αυτό που κάνει τη σχέση τόσο επικίνδυνη, ώστε να χρειάζεται πολιτική αποστείρωση;
Η εικόνα που αναδύεται δεν αφορά μια μεμονωμένη γνωριμία, αλλά ένα παράλληλο δίκτυο επιρροής με πρόσβαση σε καίρια σημεία του κράτους. Ένα δίκτυο που διαπραγματεύεται, απαιτεί και δρα σαν να διαθέτει θεσμική εξουσία χωρίς να την έχει. Οι αναφορές σε ραντεβού με υψηλόβαθμους αξιωματούχους, σε «κανονίσματα» και σε προσωπικές πιέσεις δείχνουν έναν μηχανισμό που λειτουργεί στο ημίφως, έξω από κάθε λογοδοσία.
Σε μια ώριμη δημοκρατία, τέτοια ερωτήματα θα είχαν ήδη απαντηθεί με διαφάνεια. Εδώ όμως, η απάντηση είναι πανικός και άρνηση. Και όσο αυτό συνεχίζεται, τόσο ενισχύεται η εντύπωση ότι πίσω από τις λέξεις, υπάρχει κάτι μεγαλύτερο, πιο δομικό και πολύ πιο ανησυχητικό από μια απλή «κουμπαριά».
