Σαν να ρωτάς κάποιον «πόσο πιθανό είναι να αγοράσεις βάρκα;» και μετά να ανακοινώνεις ότι ο στόλος φουσκωτών της χώρας διπλασιάστηκε
Η Πυθία αποκαλύπτει
Από χθες, μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων κάποιων δημοσκοπήσεων, κυκλοφορεί το αφήγημα ότι το κόμμα Τσίπρα «παίρνει τα πάνω του». Ότι, λέει, εκτοξεύθηκε τέσσερις μονάδες από τις προηγούμενες μετρήσεις. Ότι το πολιτικό σκηνικό «ανατρέπεται». Και φυσικά, τα γνωστά κέντρα σπεύδουν να το αναπαράγουν σαν να πρόκειται για τετελεσμένο γεγονός.
Μόνο που υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: κανείς δεν δείχνει τα πραγματικά νούμερα.
Ψάχνεις την πρόθεση ψήφου; Πουθενά.
Ψάχνεις την εκτίμηση; Άφαντη.
Ούτε ένα πραγματικό ποσοστό που να συνδέεται με κάλπη, ψηφοδέλτιο ή άμεση επιλογή.
Όλη η εντυπωσιακή «άνοδος» προκύπτει από ένα τελείως διαφορετικό ερώτημα:
«Πόσο πιθανό είναι κάποια στιγμή να ψηφίσετε το κόμμα Τσίπρα;»
Αυτό το «πόσο πιθανό» γίνεται ξαφνικά πρωτοσέλιδο, καμουφλάρεται ως δυναμική, παρουσιάζεται ως δημοσκοπικό άλμα. Κι έτσι, το 20% ή το 24% που γράφουν με μεγάλα γράμματα δεν αφορά πραγματική πρόθεση ψήφου, αλλά μια υποθετική απάντηση σε μια ερώτηση που δεν μετρά εκλογικό σώμα — μετρά ενδεχόμενο.
Σαν να ρωτάς κάποιον «πόσο πιθανό είναι να αγοράσεις βάρκα;» και μετά να ανακοινώνεις ότι ο στόλος φουσκωτών της χώρας διπλασιάστηκε.
Αυτό δεν είναι λάθος. Είναι κατασκευή εντυπώσεων.
Και γίνεται συνειδητά.
Γιατί; Διότι συγκεκριμένα συμφέροντα θέλουν να «ζεστάνουν» ένα αφήγημα που δεν επιβεβαιώνεται από καμία πραγματική μέτρηση: ότι ο Τσίπρας αποκτά ξανά ρεύμα. Ότι «ανεβαίνει». Ότι «επιστρέφει».
Όχι επειδή συμβαίνει — αλλά επειδή κάποιοι θέλουν να το πιστέψει ο κόσμος.
Και καθώς αυτό το πολιτικό project στηρίζεται περισσότερο στο μάρκετινγκ παρά στην κοινωνία, χρειάζεται απεγνωσμένα μια εικόνα δυναμικής. Έστω και δανεική. Έστω και φτιαγμένη.
Όμως η πραγματικότητα είναι πεισματάρα:
στην πρόθεση ψήφου δεν κουνιέται φύλλο.
Όλα τα υπόλοιπα είναι επικοινωνιακή οπτασία. Και μάλιστα κακοφτιαγμένη.
