Το Ταμείο προβλέπει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, μείωση χρέους και συγκρατημένες δαπάνες – Προειδοποιεί για εκρηκτική αύξηση του παγκόσμιου χρέους και νέους δημοσιονομικούς κινδύνους
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Fiscal Monitor), η Ελλάδα αναμένεται να καταγράψει διαδοχικά πρωτογενή πλεονάσματα και συνεχή μείωση του δημόσιου χρέους μέχρι το 2030, επιβεβαιώνοντας τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά από μία δεκαετία κρίσεων και προσαρμογής.
Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται στο 3,2% του ΑΕΠ το 2025 και στο 2,3% το 2026, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μία από τις ελάχιστες χώρες της Ευρωζώνης που θα διατηρούν σταθερά θετικά δημοσιονομικά ισοζύγια.
Αν συνυπολογιστούν οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους, το συνολικό ισοζύγιο προβλέπεται ισοσκελισμένο το 2025, ενώ για το 2026 αναμένεται έλλειμμα μόλις 0,8% του ΑΕΠ — ένα επίπεδο που θεωρείται δημοσιονομικά ασφαλές και συμβατό με τους ευρωπαϊκούς κανόνες σταθερότητας.
Σημαντική αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους
Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της Ελλάδας, που παραμένει υψηλό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναμένεται να μειωθεί από 154,8% του ΑΕΠ το 2024 σε 146,7% φέτος και 141,9% το 2026, με προοπτική περαιτέρω πτώσης στο 130,2% έως το 2030.
Η σταδιακή μείωση αποδίδεται στη συνδυασμένη επίδραση της ανάπτυξης, των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και της συγκρατημένης δημοσιονομικής πολιτικής. Η έκθεση του ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι η ελληνική δημοσιονομική πορεία είναι «υποδειγματική» μεταξύ των χωρών της περιφέρειας, ενώ χαρακτηρίζει το χρέος «διαχειρίσιμο μεσοπρόθεσμα», υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται η πειθαρχία στις δαπάνες.
Δημόσια έσοδα και δαπάνες: Μια ισορροπία υπό διαρκή πίεση
Τα δημόσια έσοδα αναμένεται να αυξηθούν από 49,3% του ΑΕΠ το 2024 στο 49,8% το 2025 και στο 50% το 2026, πριν υποχωρήσουν στα 46,8% το 2030. Παράλληλα, οι δημόσιες δαπάνες θα κινηθούν από 48% του ΑΕΠ το 2024 σε 49,8% το 2025 και 50,8% το 2026, πριν επανέλθουν στο 48,2% του ΑΕΠ το 2030.
Το Ταμείο επισημαίνει ότι η δημοσιονομική σταθερότητα της Ελλάδας θα εξαρτηθεί από τη συνέπεια στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, την αποφυγή προεκλογικών παροχών και τη συνέχιση της επενδυτικής ώθησης μέσω των ευρωπαϊκών πόρων.
Παγκόσμιο χρέος: πάνω από το 100% του ΑΕΠ το 2029
Η ίδια έκθεση προειδοποιεί για εκρηκτική αύξηση του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, το οποίο εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ έως το 2029, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το 1948.
Η τάση αυτή αποδίδεται στην παρατεταμένη αύξηση των επιτοκίων, τις αμυντικές δαπάνες, το δημογραφικό κόστος και την έλλειψη πολιτικής βούλησης για περιορισμό των ελλειμμάτων.
Το Ταμείο αναφέρει ότι οι μεγάλες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Καναδάς και Κίνα θα διατηρήσουν χρέη άνω του 100% του ΑΕΠ, χωρίς άμεσο κίνδυνο, λόγω ρευστών αγορών ομολόγων και ισχυρής θεσμικής αξιοπιστίας. Αντίθετα, οι αναδυόμενες οικονομίες και οι χώρες χαμηλού εισοδήματος αντιμετωπίζουν πολλαπλάσιους κινδύνους, ακόμη και με μικρότερο χρέος.
Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι και η “παγίδα των ελλειμμάτων”
Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι, με τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες, τις δαπάνες για φυσικές καταστροφές και το δημογραφικό κόστος, οι κυβερνήσεις καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα σε κοινωνικές πιέσεις και δημοσιονομικά όρια.
Ωστόσο, οι πολιτικές “κόκκινες γραμμές” κατά της αύξησης φόρων και η χαμηλή δημόσια συνειδητοποίηση των δημοσιονομικών κινδύνων καθιστούν αυτή την ισορροπία εξαιρετικά εύθραυστη.
Το Ταμείο τονίζει χαρακτηριστικά:
«Το συμπέρασμα είναι αναπόδραστο: ξεκινώντας από υπερβολικά υψηλά ελλείμματα και χρέη, η επιμονή σε δαπάνες μεγαλύτερες από τα φορολογικά έσοδα θα ωθεί το δημόσιο χρέος σε όλο και υψηλότερα επίπεδα, απειλώντας τη βιωσιμότητα και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα».