Στοιχεία μελαγχολίας είχε η αποχαιρετιστήρια επίσκεψη της Μέρκελ στην Τουρκία από την πλευρά του προέδρου Ερντογάν, σύμφωνα με τα όσα κατέγραψε ο ανταποκριτής της αριστερής εφημερίδας TAZ στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ερντογάν μάλιστα δεν έκρυψε ότι από τη διάδοχη κυβέρνηση συνασπισμού τριών κομμάτων στο Βερολίνο δεν περιμένει την ίδια ανταπόκριση, όπως αυτή που πήρε από την απερχόμενη καγκελάριο. “Κατά τα άλλα, στη συνέντευξη τύπου, ούτε λέξη για τις συγκρίσεις με τους Ναζί και την απροκάλυπτη επιθετικότητα του Ερντογάν κάθε φορά που, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, τα πράγματα δεν κυλούσαν όπως ο ίδιος τα φαντάζονταν” επισημαίνει ο γερμανός δημοσιογράφος. “Περασμένα ξεχασμένα, αυτή ήταν πάντα η στάση της Μέρκελ απέναντι στον Ερντογάν. Μόνο ένας δημοσιογράφος του δημόσιου καναλιού ARD υπενθύμισε σε ερώτησή του, ότι συνεχίζουν να υπάρχουν Γερμανοί πολίτες, με τουρκικές και κουρδικές ρίζες που βρίσκονται στη φυλακή, επειδή εξέφρασαν τις απόψεις τους ή απαγορεύεται να εγκαταλείψουν τη χώρα και ότι σε αυτό το πεδίο τίποτα δεν έχει βελτιωθεί”.
“Ο Ερντογάν χάνει την πιο σημαντική σύμμαχό του”
Ο αρθρογράφος της Frankfurter Allgemeine Zeitung αναφέρεται στις στενές σχέσεις των δύο ηγετών, όπως διαμορφώθηκαν τα τελευταία 16 χρόνια. “12 φορές βρέθηκε η Μέρκελ στην Τουρκία” υπενθυμίζει. “Τις περισσότερες φορές στην Κωνσταντινούπολη, όπου η γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας γίνεται σαφής με πιο εντυπωσιακό τρόπο από ό,τι στην Άγκυρα, με τον κολοσσιαίο προεδρικό μέγαρο του Ερντογάν. Ακόμη κι αν οι προσφωνήσεις ήταν διαφοροποιημένες – ο Ερντογάν την αποκάλεσε “ακριβή καγκελάριο”, ενώ εκείνη απλά πρόεδρο – έγινε αισθητό ότι έχουν συνομιλήσει πολλές φορές, έχουν μιλήσει στο τηλέφωνο και ότι γνωρίζονται καλά…Ο Ερντογάν επαίνεσε τη Μέρκελ όσο σπάνια, αποκαλώντας την νηφάλια, προσανατολισμένη στην εύρεση λύσεων, η οποία με θετική προσέγγιση καταφέρνει να υπερβαίνει τεταμένες καταστάσεις. Από την πλευρά της η απερχόμενη καγκελάριος τόνισε ότι μόνο με διάλογο και επαφές μπορεί να ξεπερνά κανείς τις πιο διαφορετικές θέσεις, κάτι που μερικές φορές διαρκεί τόσο πολύ, ώστε ακόμη και 16 χρόνια δεν φτάνουν”, όπως σημείωσε.
Η ελβετική Neue Zürcher Zeitung καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τουρκική πολιτική της Μέρκελ είναι πλέον ξεπερασμένη. “Με την συγκρατημένη της στάση έδωσε την εντύπωση στον Τούρκο πρόεδρο ότι εξαρτάται από αυτόν” υποστηρίζει ο αρθρογράφος της. “Αλλά η Τουρκία χρειάζεται πιο πολύ τη Γερμανία και την ΕΕ, από ό,τι το αντίθετο… Η νέα κυβέρνηση του Βερολίνου θα πρέπει να κάνει σαφές στον Ερντογάν ότι ναι μεν ενδιαφέρεται να συνεργαστεί μαζί του στη μεταναστευτική πολιτική, αλλά συνέχεια στις στενές οικονομικές σχέσεις μπορεί να υπάρξει μόνο όταν εγκαταλείψει τους εκβιασμούς και τις προκλήσεις. Ωστόσο και η χορήγηση νέων όπλων θα πρέπει να εξαρτηθεί από την εγκατάλειψη βίας στην πολιτική Ερντογάν απέναντι στους Κούρδους όπως και στη διαμάχη για τα αποθέματα φυσικού αερίου με την Ελλάδα. Και σε ότι αφορά στην πρώτη επίσκεψη στην Άγκυρα, ο μελλοντικός καγκελάριος θα μπορούσε να αφήσει να περάσει χρόνος”.
Τέλος, σύμφωνα με την κυριακάτικη έκδοση της Welt ο Ερντογάν χάνει την πιο σημαντική σύμμαχό του. “Η Άγκελα Μέρκελ δεν επέλεξε αυτόν τον σταθμό στην αποχαιρετιστήρια περιοδεία της από προσωπική προτίμηση … οι πολλές διενέξεις στη μακρά κοινή τους θητεία δεν έχουν ξεχαστεί … οι επισκέψεις της Μέρκελ στην Τουρκία γίνονταν ανέκαθεν από ρεαλισμό, μία ιδιότητα που την συνδέει με τον Ερντογάν. Μετά το γεύμα και οι δυο εμφανίστηκαν ασυνήθιστα συμφιλιωτικοί … αλλά πίσω από την εξωτερική εικόνα κρύβονταν δύσκολα θέματα, όπως η προσφυγική συμφωνία Τουρκίας – ΕΕ ύψους 6 δις ευρώ. Κι αυτήν τη φορά φαίνεται να ίσχυσε μια απλή φόρμουλα: Η Μέρκελ θέλει να περάσουν τα σύνορα προς την Ευρώπη όσο πιο λίγοι πρόσφυγες και μετανάστες, ο Ερντογάν θέλει γι αυτό οικονομική στήριξη”.
Ανάσα για την Ελλάδα από το υπό αναθεώρηση Σύμφωνο Σταθερότητας;
Παραμένουμε στην ίδια εφημερίδα, την Welt, η οποία στις σελίδες της σήμερα φιλοξενεί άρθρο με τον τίτλο “Αγωνία για τα χρέη της Ευρώπης”. Πρόκειται για τη διαδικασία αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που ξεκινά επίσημα αύριο και θα γίνει αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων τους επόμενους μήνες. “Η υπόθεση είναι τόσο ευαίσθητη, ώστε οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες επεξεργάζονται υπό πλήρη μυστικότητα τα βασικά σημεία των συζητήσεων που θα παρουσιάσουν αύριο στο Στρασβούργο ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόφσκι και ο Επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι. Το κείμενο δεν θα περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις μεταρρυθμίσεων και θα είναι τελείως ισχνό”. Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος της εφημερίδας η Κομισιόν θέλει να δώσει χρόνο για να αμβλυνθούν τα επίμαχα σημεία. Συγκεκριμένες προτάσεις θα υπάρχουν μάλλον προς το τέλος της επόμενης χρονιάς, όπως πληροφορήθηκε η εφημερίδα από κύκλους της Επιτροπής, για να δοθεί χρόνος στη Γερμανία και τη Γαλλία να βρουν κοινές θέσεις.
“Κυκλοφορούν δύο μεγάλες μεταρρυθμιστικές προτάσεις” συνεχίζει η εφημερίδα. “Η πρώτη αφορά σε ορισμένες επενδύσεις κυρίως για την προστασία του κλίματος, που προτείνεται να μην λαμβάνονται καθόλου ή ελάχιστα υπόψη στον υπολογισμό των ελλειμμάτων. Η Γαλλία και η Ιταλία επιμένουν σε αυτό, επικριτές όμως φοβούνται ότι τυχόν εξαιρέσεις για επενδύσεις θα ανοίξουν παραθυράκια που θα οδηγήσουν στο τέλος τη Συνθήκη του Μάαστριχτ… Η δεύτερη μεγάλη μεταρρυθμιστική πρόταση από τις Βρυξέλλες προβλέπει ότι μελλοντικά για υπερχρεωμένες χώρες-μέλη θα προβλέπονται προσαρμοσμένα σχέδια για τη μείωση των χρεών τους, αντί των γενικών που θα ισχύουν για όλους. Σε χώρες με μεγάλα ελλείμματα, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να δίνεται περισσότερος χρόνος για να μειώνονται τα ελλείμματα. Το προβλεπόμενο από τη Συνθήκη ανώτατο όριο δημόσιου χρέους μέχρι το 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να παραμείνει, αλλά ως απώτερος στόχος. Ειδάλλως χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία έχει χρέος πάνω από το 205% του ΑΕΠ της, ή η Ιταλία με χρέος 155%, θα πρέπει να παραμείνουν σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για πολλά χρόνια. Αντ’ αυτού θα πρέπει να συμφωνηθούν μεμονωμένοι για καθεμία χώρα στόχοι συνολικού χρέους και να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για την ελάφρυνσή του. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφευχθούν λάθη από την κρίση του ευρώ, όταν η οικονομική ανάκαμψη καθυστέρησε εξ αιτίας των πολύ φιλόδοξων προγραμμάτων λιτότητας, με αποτέλεσμα να δηλητηριαστεί η ατμόσφαιρα στην ΕΕ”.