Η Έλενα Ακρίτα καταψήφισε τη 4η Belharra, σπάζοντας τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Σωκράτης Φάμελλος καλείται να αποφασίσει: θα τη διαγράψει ή θα ανεχθεί τη διαφοροποίηση;
Η Έλενα Ακρίτα βρέθηκε στο επίκεντρο του πολιτικού σκηνικού, καθώς καταψήφισε την αγορά της 4ης φρεγάτας Belharra κόντρα στη συλλογική απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, προκαλώντας σεισμό στην Κουμουνδούρου. Η διαφοροποίησή της ήταν ξεκάθαρη και απολύτως αιτιολογημένη:
«Δεν είναι δυνατόν να δίνουμε εκατομμύρια για φρεγάτες, όταν στις 10 του μήνα τελειώνουν μισθοί και συντάξεις. Και δεύτερον, μετά τα σκάνδαλα, ΟΠΕΚΕΠΕ κ.α., δεν εμπιστεύομαι αυτήν την κυβέρνηση».
Με αυτή τη δήλωση, η Ακρίτα τάχθηκε απέναντι όχι μόνο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και στη γραμμή της δικής της κοινοβουλευτικής ομάδας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε αμηχανία
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, και ειδικότερα ο Σωκράτης Φάμελλος, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Ενώ το κόμμα αποφάσισε συλλογικά να υπερψηφίσει την αγορά της φρεγάτας, η Ακρίτα δεν δίστασε να διαφοροποιηθεί.
Πηγές της Κουμουνδούρου παραδέχονται ότι η απόφασή της θεωρείται «λάθος» και «ασυμβίβαστη με τη συλλογικότητα», ωστόσο προσθέτουν ότι «δεν τίθεται θέμα διαγραφής».
Το δίλημμα Φάμελλου
Ο Σωκράτης Φάμελλος καλείται τώρα να ισορροπήσει σε τεντωμένο σχοινί:
- Αν προχωρήσει σε διαγραφή, θα δώσει την εικόνα ενός ΣΥΡΙΖΑ που δεν αντέχει τη διαφορετική άποψη και οδηγείται σε εσωκομματικές εκκαθαρίσεις.
- Αν την αφήσει στο απυρόβλητο, θα ενισχυθεί η εικόνα διχασμού και έλλειψης πειθαρχίας στο εσωτερικό του κόμματος.
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση της Ακρίτα φέρνει τον Φάμελλο αντιμέτωπο με μια κρίσιμη απόφαση που θα καθορίσει το πώς θα αντιληφθεί η κοινωνία την αξιοπιστία της νέας ηγεσίας.
Το πολιτικό ρίσκο
Η Ακρίτα, γνωστή για την ανεξάρτητη στάση και το αιχμηρό της ύφος, δείχνει ότι δεν φοβάται το πολιτικό κόστος. Αντιθέτως, φαίνεται να εκφράζει ένα κομμάτι της κοινωνικής βάσης που εξοργίζεται με τις εξοπλιστικές δαπάνες, την ώρα που η πλειοψηφία των πολιτών δυσκολεύεται να επιβιώσει.
Η στάση της αναδεικνύει το κενό ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την κοινωνία, φέρνοντας τον Φάμελλο μπροστά σε ένα δίλημμα με τεράστιες συνέπειες: θα κρατήσει τη γραμμή της «σιωπής και υπακοής» ή θα ανεχθεί τις «φωνές διαμαρτυρίας» εντός κόμματος;