Είναι πλέον απόλυτα ξεκάθαρη η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη Νέα Δημοκρατία. Υπάρχει η παρέα του Μαξίμου, που κανονίζει τα οικονομικά και τα επιχειρηματικά, τα οποία ενδιαφέρουν πρωτίστως τον Κ. Μητσοτάκη. Και υπάρχει και όλο το υπόλοιπο πεδίο της πολιτικής, το οποίο έχει αφεθεί στην Ακροδεξιά.
Στο Μαξίμου κανονίζονται οι σημαντικές δουλειές. Το δεκάωρο, οι επικουρικές, η ΔΕΗ και ο ΑΔΜΗΕ, ο ΟΛΠ. Το μπλόκο στους εισακτέους των ΑΕΙ και το πώς θα φαγωθούν τα αναδρομικά. Οι φοροαπαλλαγές στους πλούσιους. Η μοιρασιά του ταμείου ανάκαμψης σε τράπεζες και μεγαλοεπιχειρηματίες.
Όλα αυτά, διανθισμένα με 9 ευρώ έκπτωση στο ρεύμα, αύξηση και 13 ευρώ του κατώτατου μισθού και 50 γιγαμπάιτ, προβάλλονται ως οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Σε όλα τα υπόλοιπα πολιτική κάνουν οι Μπογδάνοι, οι Συρίγοι και οι Αδώνηδες. Γιατί ο κόσμος καταλαβαίνει την κοροϊδία, τα ποσοστά κατρακυλάνε και οι Σκέρτσοι δεν μπορούν να συσπειρώσουν την παράταξη. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Μητσοτάκης δεν ντρέπεται να έχει τρεις ακροδεξιούς στην κυβέρνηση και μάλιστα σε πολύ κρίσιμα πόστα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες η αποκατάσταση της νομιμότητας στο ΕΠΑ.Λ. Σταυρούπολης δεν θα ήταν ποτέ κυβερνητική επιλογή, γιατί θα θεωρείτο ιδεολογική παραχώρηση στην Αριστερά. Θα κακοφαινόταν στον κορμό της παράταξης που, 70 χρόνια μετά τον εμφύλιο, εξακολουθεί να θεωρεί τους φασίστες πατριώτες και τους κομμουνιστές προδότες.
Περισσότερο κέρδος λοιπόν είχε από το να ξεπλύνει τους νεοναζί της Σταυρούπολης είτε κάνοντας ότι δεν τους βλέπει είτε με την κλασική πρακτική των ίσων αποστάσεων: δεν είδαμε, δεν ξέρουμε, και οι άλλοι τα ίδια κάνουν. Και έτσι επαναλαμβάνεται το χαϊδολόγημα του 2012 στη Χρυσή Αυγή, το οποίο όλοι είδαμε πού κατέληξε.
Και κάπως έτσι θα πάμε και στις εκλογές. Ο αγώνας δεν είναι θα είναι μόνο για την οικονομία. Θα είναι και για τη δημοκρατία και την πολιτική αξιοπρέπεια.