Ο Μανώλης Κοττάκης καταγράφει σκηνές από την παρέλαση των «Ελευθερίων» στην Κομοτηνή και αποκαλύπτει τον αυθόρμητο διάλογο δύο ένστολων, που αποτυπώνει την βαθιά απογοήτευση για τη διαφθορά, την υποκρισία της εξουσίας και τη διάρρηξη εμπιστοσύνης σε ένα πολιτικό σύστημα που μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται τη ραγδαία κοινωνική μεταστροφή
Του Μανώλη Κοττάκη
Μεσημέρι Τετάρτης. Η παρέλαση για τον εορτασμό των «Ελευθερίων» της Θράκης στην Κομοτηνή έχει μόλις ολοκληρωθεί και οι πολίτες ύστερα από μιάμιση ώρα εκθέσεώς τους στον ήλιο σπεύδουν στα καφέ της πλατείας Ειρήνης, κάτω από τα εντυπωσιακά πλατάνια. Στο κέντρο της πλατείας μια ορχήστρα με παραδοσιακά μουσικά όργανα παίζει «ζωναράδικους» και «μπαϊντούσκες», που είναι θρακικοί χοροί. Καμιά τριανταριά νέοι και νέες έχουν ανέβει στην «πίστα», έχουν πιαστεί με τα χέρια διαγώνια σε σχήμα «Χ» και χορεύουν (ωραία και ανεπάντεχη έκπληξη), ενώ στα τραπεζάκια οι φρέντο και οι καπουτσίνο πάνε κι έρχονται.
Μερικοί έχουν κέφι να σχολιάσουν όσα είδαν στην παρέλαση: Τα δακρυσμένα μάτια του εθνοφύλακα ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου «Δημόκριτος» Τάκη Δολιανίτη, του επονομαζόμενου και «Καρχαρία», που παρήλασε, τους εβδομηντάρηδες παππούδες των ποντιακών και των ηπειρωτικών συλλόγων, που επίσης παρήλασαν, τα γαλάζια πουλόβερ που φορούσαν οι μαθητές των μειονοτικών σχολείων («λες να παραπέμπουν στη “Γαλάζια Πατρίδα”»; – «μην είσαι ανόητος, γαλάζια είναι τα χρώματα της σημαίας μας), τον εντυπωσιακό τρόπο που κρατούσε το ξίφος ο έχων το γενικό πρόσταγμα της παρέλασης αξιωματικός, τους βουλευτές χριστιανούς και μουσουλμάνους (Στυλιανίδης, Ιλχάν και Οζγκιούρ, που κατέθεσαν στεφάνι για την ενσωμάτωση της Θράκης στον εθνικό μας κορμό το 1920 με τη Συνθήκη της Λωζάννης) κ.λπ. Μερικοί όμως έχουν κέφι και για πολιτική.
Καθόμαστε στο Theatro του παλαιού φίλου Βαγγέλη Παπάζογλου και πίσω μας ευρίσκονται δύο ένστολοι με τις οικογένειές τους και απολαμβάνουν την τοπική αργία. Δεν θα πω αν είναι των Ενόπλων Δυνάμεων, της Πυροσβεστικής ή της Αστυνομίας, γιατί το «καθεστώς» παραμονεύει, ένστολοι πάντως φρουροί της πατρίδας. Είμαστε πίσω τους, δεν νομίζω ότι μας έχουν δει, αλλά είμαι βέβαιος και πως να μας έχουν δει, δεν μας έχουν αναγνωρίσει. Μιλάνε λοιπόν αμέριμνοι και με πάθος. Κι εμείς υποχρεωτικά, και όχι επειδή έχουμε βιονικό αυτί, τους ακούμε. Ο διάλογος, σημειωτέον, γίνεται ώρες πριν γίνει γνωστό το περιεχόμενο της (ν)τροπολογίας Φλωρίδη, ο οποίος αναγνωρίζει σε συζύγους πολιτικών το δικαίωμα να αποκτούν εξωχώριες εταιρίες.
Λέει λοιπόν ο ένας αξιωματικός στον άλλον, έμπλεος αγανακτήσεως: «Μα είναι δημοκρατία αυτή που έχουμε, φίλε μου! Πλουτίζουν, πληρώνουν, κερδίζουν! Η διαφθορά έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Νομίζουν ότι επειδή ελέγχουν τη Δικαιοσύνη, δεν μαθαίνουμε και δεν ξέρουμε τι γίνεται;» Ο άλλος κουνά το κεφάλι του με απογοήτευση και συνεχίζει: «Τι κακό και αυτό με τις ηγεσίες μας. Νομίζουν ότι πρέπει να έχουν τα δικαιώματα και τα προνόμια των βασιλέων της Μέσης Ανατολής, όπου αν δεν πληρώσεις τον Μεγαλειότατο, τίποτε δεν προχωρά!». Φουντωμένος ο πρώτος συνεχίζει: «Τι είναι αυτό που ζούμε; Δύο ολόκληρα χρόνια συζητάμε μόνο για τα Τέμπη. Οι ζωές μας; Σήμερα μας είπαν, φίλε, ότι για τη φωτιά φταίνε τα έλαια σιλικόνης. Ε, άμα πήρε φωτιά από τα έλαια, τότε γιατί μπαζώσανε τον χώρο; Θα μας το πει κανείς;»
Σηκωθήκαμε, σηκώθηκα από το τραπέζι προβληματισμένος. Οχι μόνο για την ευστοχία αυτών που άκουγα σε συμπυκνωμένη και ακατέργαστη λαϊκή σοφία, αλλά και από ποιους τα άκουγα. Από ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους που συγκροτούν μαζί με άλλους τον σκληρό πυρήνα του κράτους. Οταν και ο συνήθως συντηρητικός σκληρός πυρήνας του κράτους είναι στα κάγκελα, κάνει θεσμική «αντιπολίτευση» στο σύστημα και διερωτάται τι δημοκρατία είναι αυτή που έχουμε, διερωτώμεθα με τη σειρά μας κι εμείς τι μετράνε, ποιους μετράνε και τι βρίσκουν οι εταιρίες δημοσκοπήσεων. Η ισχυρότατη κοινωνική διεργασία που βρίσκεται σε εξέλιξη στα πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας δεν βρίσκεται σε αντιστοίχιση με την πολιτική. Και μάλλον δεν καταγράφεται! Μήπως αντί να κάνουν τηλέφωνα οι εταιρίες μας, να στήνουν και κανένα αυτί στις πλατείες; Το σίγουρο είναι ένα: Δεν είναι αυτό που φαίνεται. Οσο πιο γρήγορα το εμπεδώσουμε τόσο ολιγότερο θα εκπλαγούμε.