Έξι χρόνια μετά την έξοδο από την εξουσία και αφού το πολιτικό κεφάλαιο του ΣΥΡΙΖΑ έχει σχεδόν εξατμιστεί, εμφανίζονται τώρα οι «μεταρρυθμισμένοι» πρώην υπουργοί του κόμματος για να κάνουν απολογισμό. Όχι με θάρρος. Όχι με ειλικρίνεια. Αλλά με ένα μείγμα πολιτικής δειλίας, επιλεκτικής μνήμης και αβυσσαλέας υποκρισίας. Πρώτοι και καλύτεροι, οι Σκουρλέτης, Τσακαλώτος, Βούτσης και Φίλης.
Αν κάποιος παρακολούθησε την πρόσφατη τριήμερη συζήτηση της περιθωριακής – δήθεν Αριστερής εφημερίδας Η Εποχή για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ταραγμένη περίοδο 2015-2019, ίσως νόμιζε πως βρισκόταν μπροστά σε ένα θεατρικό αυτομαστιγώματος — εκεί όπου οι πρωταγωνιστές της «Πρώτης Φοράς Αριστεράς» έδερναν τον εαυτό τους, αλλά πάντα με τρόπο προσεκτικά σκηνοθετημένο ώστε να μη λερωθούν οι ίδιοι.
Στο στόχαστρό τους, βολικά και καθυστερημένα, ο Γιάνης Βαρουφάκης. Ο μόνος που –σωστός ή λάθος– είπε από την πρώτη μέρα τι πιστεύει, τι διαπραγματεύεται και τι επιδιώκει. Ο μόνος που, όσο χαοτικός κι αν ήταν, δεν έκρυψε πίσω από γενικόλογες δικαιολογίες και συνεννοήσεις πίσω από κλειστές πόρτες τη δική του ευθύνη. Και τώρα, τον «αδειάζουν» αυτοί που τότε κάθονταν στο ίδιο τραπέζι, έβαζαν υπογραφές και ενέκριναν πολιτικές, κάνοντας πως δεν ήξεραν.
Ο Σκουρλέτης, σε ρόλο καθυστερημένου τιμητή, κατηγορεί τον Βαρουφάκη ότι «τα έδωσε όλα στα εργασιακά». Ξέχασε όμως να μας πει πού ήταν ο ίδιος εκείνες τις κρίσιμες μέρες. Υπουργός Εργασίας ήταν – και σήμερα παριστάνει τον παρατηρητή. Αν θεωρούσε τις υποχωρήσεις «ξεπούλημα», γιατί δεν παραιτήθηκε τότε;
Ο Τσακαλώτος, από την πλευρά του, κάνει τον θεωρητικό της «ταξικής πολιτικής» και υπερασπίζεται τα πεπραγμένα, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι το κόμμα εξαϋλώθηκε μέσα στην κυβέρνηση. Δηλαδή ήταν εκεί, το έβλεπε, συμμετείχε, αλλά… το κατάλαβε μετά; Ή απλώς ήθελε να κρατήσει την καρέκλα και τώρα βολεύεται με έναν κομψό αναστοχασμό;
Και φυσικά ο Βούτσης. Με την κλασική του «βαθυστόχαστη» ρητορική, παραδέχεται πως πίστεψαν σε ουτοπίες, μιλούσαν για BRICS και Κινέζους επενδυτές – και το παρουσιάζει σαν αθώα πλάνη, λες και δεν κυβερνούσαν χώρα αλλά φοιτητικό σύλλογο.
Ο Νίκος Φίλης, με το γνωστό του ύφος πνευματικού τιμητή, κατηγόρησε τον Τσίπρα για τη συνάντηση με τον Τραμπ και τον εναγκαλισμό με τον Νετανιάχου, ξεχνώντας φυσικά ότι ο ίδιος ήταν υπουργός Παιδείας την ίδια περίοδο και δεν έδειξε καμία πρόθεση αποχώρησης ή διαφωνίας τότε. Τώρα θυμήθηκε την ιδεολογία του, όταν η «realpolitik» δεν τον αφορά πια.
«Όταν η Τασία Χριστοδουλοπούλου δηλώνει “ήμασταν απροετοίμαστοι” και το παρουσιάζει ως αυτογνωσία, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να κλείνει το μάτι στη συλλογική αμνησία. Ποια κυβέρνηση εκλέγεται για να εκπαιδευτεί εν μέσω κρίσης; Ποιος δίνει εντολή διακυβέρνησης σε ανθρώπους που ομολογούν πως δεν ήξεραν πού πατούν και πού βρίσκονται; Και αντί να απολογηθεί, ανακυκλώνει τον θρύλο του αντιμνημονιακού ρομαντισμού που πλήρωσε η κοινωνία.
Ο δε Γιάννης Δραγασάκης, σαν “σοφός παππούς του συμβιβασμού”, προσπαθεί να ντύσει τη συνθηκολόγηση με το ιερό ένδυμα της “διεύρυνσης του εφικτού”. Αν αυτό είναι επιτυχία, τότε και το τρίτο μνημόνιο ήταν κοινωνική πολιτική. Μιλά για ‘θετικό αποτύπωμα’, ξεχνώντας πως το αποτύπωμα γράφτηκε στις πλάτες των πιο αδύναμων. Οι μετεκλογικοί ήρωες του λόγου δεν ξεπλένουν την ευθύνη όσων σώπασαν όταν έπρεπε να φωνάξουν.»
Ο Βαρουφάκης πλήρωσε πολιτικά το κόστος των επιλογών του. Τις υπερασπίστηκε, τις εξήγησε, διαφώνησε δημόσια και έφυγε όταν διαφώνησε. Αυτοί που έμειναν και έβαλαν την υπογραφή τους στα πάντα, πού ακριβώς βρίσκουν το θράσος να τον υποδεικνύουν σήμερα ως αποδιοπομπαίο τράγο;
Ο πραγματικός «διαπραγματευτής» δεν είναι αυτός που απέτυχε. Είναι αυτός που παρίστανε πως δεν είχε γνώση. Και αυτοί που σήμερα κάνουν απολογισμό, δεν κάνουν αυτοκριτική. Κάνουν ξέπλυμα. Όχι στον Βαρουφάκη – αλλά στους εαυτούς τους.
Το ανομολόγητο ρήγμα της “Πρώτης Φοράς” και οι σιωπές που κόστισαν
Οι πρωταγωνιστές της περιόδου 2015-2019 δεν είχαν, εδώ και χρόνια, την ευκαιρία να αποτιμήσουν συλλογικά και με ειλικρίνεια τη διακυβέρνηση εκείνης της ταραγμένης τετραετίας. Μεγάλο μερίδιο γι’ αυτό φέρει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά και η ηγετική πλειοψηφία που διαμορφώθηκε στην Κουμουνδούρου μετά την ήττα του 2019. Η έλλειψη ουσιαστικού απολογισμού αποτέλεσε διαρκές τραύμα για το κόμμα και την αριστερά ευρύτερα.
Η πρόσφατη συζήτηση, ωστόσο, άφησε μια συνολική εντύπωση σκληρής, σχεδόν ισοπεδωτικής, αυτοκριτικής. Ακόμη και πρόσωπα που δεν έδειξαν ποτέ πολιτική συμπάθεια προς την «Πρώτη Φορά Αριστερά» αναγνώρισαν τον βαρύ, αυτοτιμωρητικό χαρακτήρα του απολογισμού.
Με αφορμή την περιβόητη συμφωνία του Φεβρουαρίου 2015, ο Πάνος Σκουρλέτης έριξε ευθείες βολές κατά του Γιάνη Βαρουφάκη, λέγοντας πως επρόκειτο για μνημόνιο χωρίς χρηματοδότηση, το οποίο υπονομεύτηκε από τις ίδιες του τις παραδοχές περί «70% καλών και 30% κακών» όρων. Ο τότε Υπουργός Εργασίας, μάλιστα, υποστήριξε ότι «ο επικεφαλής τα είχε δώσει όλα στα εργασιακά» — έναν τομέα που η κυβέρνηση έλεγε πως ιεραρχούσε ψηλά.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε πιο συναινετικό τόνο, υπερασπίστηκε κεντρικές κυβερνητικές επιλογές και μίλησε για πραγματικές ταξικές πολιτικές, ωστόσο αναγνώρισε την ήττα του κομματικού μηχανισμού από τον κυβερνητισμό: η επιτροπή που θα εξισορροπούσε κόμμα, κυβέρνηση και Κ.Ο. απαξιώθηκε από την ίδια την ηγεσία, όταν ο Τσίπρας επέλεξε να αγνοήσει την ομόφωνη απόφασή της.
Ακόμη πιο απογυμνωμένος φάνηκε ο μηχανισμός στρατηγικού σχεδιασμού. Ο Νίκος Βούτσης υπενθύμισε τις ανεδαφικές σκέψεις περί Brics και Πούτιν, αποκαλύπτοντας ότι “οι κεντρικές σκέψεις” της ηγεσίας δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η Τασία Χριστοδουλοπούλου, με τον τόνο μιας πικρής ομολογίας, παραδέχτηκε απερίφραστα ότι «ήμασταν απροετοίμαστοι». Ούτε πολιτικά, ούτε οργανωτικά, ούτε επικοινωνιακά προετοιμάστηκε η κοινωνία ή ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ για το τι επρόκειτο να συμβεί μετά το 2015.
Ο Νίκος Φίλης άσκησε τη σφοδρότερη ιδεολογική κριτική, κατηγορώντας την ηγεσία για τις επιλογές της στην εξωτερική πολιτική — με αιχμές για τις σχέσεις με ΗΠΑ και Ισραήλ — υπονοώντας ότι εγκαταλείφθηκαν σταδιακά θεμελιώδεις αρχές της αριστεράς.
Ο Γιώργος Σταθάκης πήγε πιο πίσω, ως το 2014, και έθεσε το θέμα της πρόωρης ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία μέσω της μη εκλογής ΠτΔ. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «είχαμε την επιλογή να μην ρίξουμε τον Σαμαρά» — κάτι που ελάχιστοι στο εσωτερικό του κόμματος στήριξαν.
Ο Γιάννης Δραγασάκης, τέλος, επιχείρησε μια θετική αποτίμηση, κάνοντας λόγο για «επώδυνο συμβιβασμό», αλλά και για «διεύρυνση των ορίων του εφικτού». Η αποστροφή αυτή, ωστόσο, περισσότερο ήχησε ως τεχνοκρατική επιβεβαίωση ήπιας διαχείρισης παρά ως πολιτική παρακαταθήκη.
Εκεί όπου όλοι συμφωνούν —άλλοι φωναχτά, άλλοι υπαινικτικά— είναι στο ότι η κυβέρνηση εκείνης της περιόδου απέτυχε να καταθέσει έναν ειλικρινή και συλλογικό απολογισμό όταν έπρεπε. Και ότι το κόστος το πληρώνει ακόμη.