Του Βασίλη Σκουρή
Με τον κωδικό «κάντο όπως ο πατέρας σου το 1989-90» πορεύεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις προσεχείς εκλογές, θέτοντας τα εκβιαστικά διλήμματα για αυτοδυναμία και διπλές κάλπες με τη συνέντευξή του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1989-90 (Αντιγράφουμε από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ):
Οι εκλογές του Ιουνίου του 1989 και η κυβέρνηση Τζανετάκη
-Οι βουλευτικές εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989 που διεξήχθησαν από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου έφεραν στην πρώτη θέση το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αλλά χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έτσι, ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι τις 2 Ιουλίου 1989, οπότε η Νέα Δημοκρατία και ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου αποφάσισαν τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαννετάκη. Ειδικότερα, η Νέα Δημοκρατία με 44,28% των ψήφων έλαβε 145 έδρες, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα με 39,13% 125 έδρες, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου με 13,13% 28 έδρες και από 1 έδρα κατέλαβαν η Δημοκρατική Ανανέωση με 1,01% και ο ανεξάρτητος Μουσουλμάνος με 0,52%.
Η κυβέρνηση Τζαννετάκη, με την αφύσικη σύμπραξη Δεξιάς και Αριστεράς που είχε διακηρυγμένο στόχο την παραπομπή των υπευθύνων για την υπόθεση Κοσκωτά δεν μακροημέρευσε, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές το Νοέμβριο.
Οι εκλογές διεξήχθησαν με το νόμο 1847/1989 (παραλλαγή της απλής αναλογικής) που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση Παπανδρέου λίγους μήνες πριν. Ο νόμος αυτός αποκλήθηκε «νόμος Κουτσόγιωργα», αλλά στην πραγματικότητα προετοιμάστηκε από μια ομάδα πολιτικών επιστημόνων κοντά στον Ανδρέα Παπανδρέου, με προεξάρχοντα τον σύμβουλο του πρωθυπουργού Γιώργο Κίσσονα.
Οι εκλογές έγιναν με το σκάνδαλο Κοσκωτά να απασχολεί σχεδόν αποκλειστικά την επικαιρότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το φθινόπωρο του 1988 οι εφημερίδες «Έθνος», «Βήμα», «Νέα» και «Ελευθεροτυπία», που μέχρι τότε υποστήριζαν το ΠΑΣΟΚ, άρχισαν σκληρές προσωπικές επιθέσεις στον Ανδρέα Παπανδρέου και σε όσους υπουργούς θεωρούσαν συνεργάτες του Κοσκωτά, σε καθημερινή βάση. Επίσης, από το Νοέμβριο του 1988 η δεξιά εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», που εξέδιδε ο Άρης Βουδούρης (πρώην οπαδός του Παπανδρέου που μεταβλήθηκε σε πολέμιό του) είχε κατακτήσει την πρώτη θέση στην κυκλοφορία, με συνεχείς επιθέσεις σε πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του πρωθυπουργού, όπως η ερωμένη του Δήμητρα Λιάνη και ο επιχειρηματίας και επιστήθιος φίλος του Γιώργος Λούβαρης.
Δωδεκάμισι χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2001, ο στενός συνεργάτης του Μητσοτάκη, απόστρατος αντιστράτηγος Νίκος Γρυλλάκης, ισχυρίστηκε σε βιβλίο του ότι η αμερικανική κυβέρνηση μέσω της CIA είχε βοηθήσει την Νέα Δημοκρατία να φθείρει τον Ανδρέα Παπανδρέου διοχετεύοντας ή και χαλκεύοντας επιβαρυντικά στοιχεία για το σκάνδαλο Κοσκωτά και δημιουργώντας αντικυβερνητική ατμόσφαιρα μέσω των επιρροών της στα διεθνή ΜΜΕ και στην εγχώρια ελληνική ελίτ. Η συμφωνία CIA-ΝΔ έγινε τον Ιανουάριο του 1989 στην Νέα Υόρκη (κατά τον Γρυλλάκη) με πρωτοβουλία της αμερικανικής πλευράς η οποία διαβλέποντας τον εμφανή κλονισμό των Ανατολικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών καθεστώτων «σχεδίαζε την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στις ανατολικές χώρες. Με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την αριστερή πτέρυγα να ασκεί πιέσεις για συμπαράσταση στα ετοιμόρροπα τότε σοσιαλιστικά κόμματα θα δημιουργούνταν προβλήματα στην ταχεία αποσύνθεση του κομμουνισμού».
Οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1989 και η Οικουμενική με Ζολώτα
Οι βουλευτικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989 ήταν οι δεύτερες που έγιναν στην «σημαδιακή, από κάθε άποψη» χρονιά του 1989. Διεξήχθησαν από υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάννη Γρίβα και έφεραν στην πρώτη θέση το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αλλά, και πάλι, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν με ένα σύστημα παραλλαγής της απλής αναλογικής (εκλογικός νόμος 1847/1989) που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου την άνοιξη του 1989.
Η Νέα Δημοκρατία ανέβασε το ποσοστό της σε 46,19%, από το 44,28% που είχε λάβει τον Ιούνιο, χωρίς όμως και πάλι να μπορέσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, καθώς έλαβε 148 έδρες. Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα του Ανδρέα Παπανδρέου αναδείχθηκε στον πραγματικό νικητή των εκλογών (σε επίπεδο συμβολισμών και εντυπώσεων) αφού ανέβασε το ποσοστό του σε 40,67% από το 39,13% του Ιουνίου με τον αρχηγό του υπόδικο και άρρωστο, λαμβάνοντας 128 έδρες, και διαψεύδοντας όλες τις δημοσκοπήσεις. Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου ήταν ο μεγάλος χαμένος των εκλογών, καθώς είδε το ποσοστό του να πέφτει στο 10,97% από το 13,13% του Ιουνίου, ενώ έλαβε 21 έδρες.
Οι δεύτερες αυτές εκλογές μέσα στην ίδια χρονιά υπήρξαν αποτέλεσμα των πολιτικών εξελίξεων που είχαν δρομολογηθεί το «καυτό καλοκαίρι» του 1989, όταν, μετά το αδιέξοδο των εκλογών της 18ης Ιουνίου, η Νέα Δημοκρατία και ο εναίος Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου είχαν σχηματίσει, στις 2 Ιουλίου, κυβέρνηση συνεργασίας (κυβέρνηση Τζαννετάκη) με διακηρηγμένο στόχο την παραπομπή των υπευθύνων για την υπόθεση Κοσκωτά ενώπιον του κινδύνου παραγραφής. Η κυβέρνηση αυτή, αφού ολοκλήρωσε την διαδικασία των παραπομπών, παραιτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου, και την ίδια μέρα παρέδωσε την εξουσία στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Γρίβα.
Η περίοδος ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, από τον Ιούνιο μέχρι τον Νοέμβριο του 1989, υπήρξε εξαιρετικά πυκνή σε συνταρακτικά γεγονότα και ανατροπές, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς (το 1989 θεωρείται το σημαντικότερο έτος στις μεταπολεμικές διεθνείς σχέσεις), καθώς ολόκληρη η παγκόσμια ψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων κατέρρεε, σε όλα τα επίπεδα. Στην Ελλάδα, η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη στο Κολωνάκι στις 26 Σεπτεμβρίου και η απόπειρα δολοφονίας του ίδιου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην Μυτιλήνη την νύχτα της 21ης προς 22 Οκτωβρίου αποτέλεσαν το απόγειο της επιρροής των τρομοκρατικών οργανώσεων, αλλά και της «τρομοκρατολογίας» στην δημόσια ζωή.
Το γεγονός ότι ο Μπακογιάννης δολοφονήθηκε από την 17 Νοέμβρη την ημέρα που επρόκειτο να συζητηθεί η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στην Βουλή (της οποίας ο ίδιος ήταν ο βασικός εμπνευστής, αλλά και κοινοβουλευτικός εισηγητής της ΝΔ) και ότι ο άνθρωπος που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Μητσοτάκη, ο Μιχάλης Παυλής, ήταν ανθυπασπιστής της Πολεμικής Αεροπορίας που επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ υπηρετούσε στην ΕΥΠ, οδήγησε το σύνολο σχεδόν του δεξιού Τύπου να κατηγορήσει το ΠΑΣΟΚ ότι «ελέγχει και κατευθύνει» την τρομοκρατία στην Ελλάδα, ψευδώς όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, μετά την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη το 2002.
Ως αποτέλεσμα των εκλογών αυτών, συγκροτήθηκε, στις 23 Νοεμβρίου, η οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα, με στήριξη από την Νέα Δημοκρατία, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και το Συνασπισμό (στον οποίο μετείχε τότε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας), δηλαδή περίπου από το 98% των Ελλήνων οι οποίοι ψήφισαν τα 3 αυτά κόμματα.
Οι εκλογές του 1990 και η οριακή πλειοψηφία
Οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές του 1990 διεξήχθησαν στις 8 Απριλίου. Ήταν πρόωρες εκλογές οι οποίες προκλήθηκαν από την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, και σύμφωνα με το σύνταγμα έπειτα από 3 ψηφοφορίες πρέπει να διαλυθεί η Βουλή και να προκηρυχθούν εκλογές.
Πρώτο κόμμα ήλθε η Νέα Δημοκρατία με 46,89% και 150 έδρες, δεύτερο κόμμα το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα με 38,61% και 123 έδρες, τρίτο κόμμα ο Συνασπισμός με 10,28% και 19 έδρες. Τέταρτο ο Συνδυασμός ΠΑΣΟΚ – Συνασπισμού (κοινοί υποψήφιοι στις μονοεδρικές περιφέρειες) με 1,02% και 4 έδρες, πέμπτο οι Οικολόγοι Εναλλακτικοί με 0,77% και 1 έδρα, έκτο η Εμπιστοσύνη Πεπρωμένο με 0,70% 2 έδρες, έβδομο και τελευταίο η Δημοκρατική Ανανέωση με 0,67% και 1 έδρα.
Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα σχηματίστηκε η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη 1990, ύστερα από συμφωνία του Κωστή Στεφανόπουλου, προέδρου της ΔΗ.ΑΝΑ., με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για παραχώρηση της μιας έδρας ώστε να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ότι είχε γίνει λάθος στην κατανομή των εδρών της Νέας Δημοκρατίας και στερούνταν μιας έδρας, οπότε στη Νέα Δημοκρατία δόθηκε μια επιπλέον έδρα και πλέον η κυβέρνηση βρέθηκε με 152 έδρες στη Βουλή.
Η αρχική ιδέα που οδήγησε στο σχηματισμό της οικουμενικής κυβέρνησης ήταν να διαρκέσει μέχρι τον Απρίλιο του 1990, οπότε το κοινοβούλιο θα έπρεπε να εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η συγκεκριμένη ιδέα υλοποιήθηκε εν μέρει, δεδομένου ότι η Βουλή δεν μπορούσε να εκλέξει νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας αφού δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των κομμάτων για κοινό υποψήφιο. Η διάλυση της Βουλής ήταν αναπόφευκτη και η πιο πιθανή ερμηνεία για τους λόγους διάλυσής της έχει σχέση με τη στρατηγική της ΝΔ: Ο Κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ θεωρούσαν ότι το κόμμα είχε το προβάδισμα και ότι σε περίπτωση νέων εκλογών θα μπορούσε να εξασφαλίσει οριακά την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο».
Η απώλεια της δεδηλωμένης, οι εκλογές του 1993 και η επάνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου
Οι πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 που προκλήθηκαν από την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους (απώλεια της δεδηλωμένης και διάλυση της Βουλής μετά την δήλωση ανεξαρτητοποίησης του βουλευτή Κιλκίς της ΝΔ Γιώργου Συμπιλίδη) κερδήθηκαν με ευρεία πλειοψηφία (46,88%) από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος επέστρεψε στην εξουσία και σχημάτισε την τρίτη και τελευταία κυβέρνησή του.
Οι εκλογές έγιναν με τον Εκλογικό Νόμο 1907/1990 που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δηλαδή ενισχυμένη αναλογική με τις ρήτρες του +1 και του 3%.
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων μετέβη στο Ζάππειο Μέγαρο, και δήλωσε:
«Η εκλογή κρίθηκε. Ο ελληνικός λαός επέλεξε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο θα έχει την δυνατότητα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με άνετη πλειοψηφία στη Βουλή. Η ΝΔ τα τριάμισι χρόνια διακυβέρνησής της ακολούθησε τον σωστό δρόμο και πήρε δύσκολες αλλά αναγκαίες για το μέλλον της Ελλάδας αποφάσεις και πλήρωσε το ανάλογο πολιτικό κόστος. Σέβομαι την κρίση του ελληνικού λαού και εύχομαι στην καινούργια κυβέρνηση να επιτύχει».
Από την βίλα του στην Εκάλη, ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβη στην εξής δήλωση το βράδυ των εκλογών, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων:
«Ο λαός εμίλησε. Καταδίκασε τον κακέκτυπο νεοφιλελευθερισμό της Νέας Δημοκρατίας. Είπε το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την έξοδο από την κρίση και την ανασυγκρότηση της πατρίδας μας. Για μια πολιτική εθνικά υπερήφανη που να αναστηλώνει το κύρος της χώρας μας. Για μια οικονομική πολιτική που θα εξασφαλίζει την οικονομική σταθερότητα, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία. Όπως γνωρίζετε, κληρονομήσαμε πολύπλοκα και δύσκολα προβλήματα. Γι’ αυτό και καλούμε όλο τον ελληνικό λαό σε συστράτευση, για να αντιμετωπίσουμε μαζί τις προκλήσεις των καιρών μας.
Θέλω να ευχαριστήσω τον λαό από τα βάθη της καρδιάς μου για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Με ετίμησε ξανά με την εμπιστοσύνη του.
Ευχαριστώ τους συνεργάτες μου, για την συμβολή τους στο έργο μας.
Ευχαριστώ την Δήμητρα, η συμβολή της οποίας στην ζωή μου και στον αγώνα μου, είναι ανεκτίμητη.
Γεια σας και θα προχωρήσουμε όλοι μαζί στρατευμένοι στον βωμό μιας νέας, αναγεννημένης Ελλάδας!»
Η επανάληψη της ιστορίας-Οι διαφορές και οι ομοιότητες
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τα διλήμματα που έθεσε στη ΔΕΘ, ακολουθεί την ίδια στρατηγική με αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη το 1989, θέτοντας ισχυρά διλήμματα με στόχο την αυτοδυναμία, με κατασυκοφάντηση του αντιπάλου και ελπίζοντας ότι με συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις και ποντάροντας στην κόπωση των πολιτών, ελπίζει να μην επικρατήσει η χαλαρή ψήφος, που θα τον φέρει σε πολύ δύσκολη θέση.
Έτσι:
- Θέτει ως στόχο την αυτοδυναμία, δηλώνοντας πως δεν πρόκειται να συνεργαστεί με κανένα κόμμα και πως συνομιλεί μόνο με τους πολίτες και την κοινωνία!
- Διαμηνύει ουσιαστικά ότι δεν προτίθεται να χρησιμοποιήσει τη διερευνητική εντολή που θα λάβει από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις κάλπες που θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής!
- Γνωρίζει πως ακόμα και με τις σημερινές δημοσκοπήσεις των πιο σοβαρών εταιρειών, ακόμα και αν υπήρχε περίπτωση να μην αλλάξουν οι συσχετισμοί των δυνάμεων, το πολύ να ελάμβανε στις δεύτερες εκλογές οριακή αυτοδυναμία!
Ταυτόχρονα:
- Από τη ΔΕΘ διεμήνυσε πως με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει η δυνατότητα ούτε συνομιλίας, συνεπώς απέκλεισε κάθε δυνατότητα οικουμενικού σχήματος-εν αντιθέσει με την περίοδο 1989 που είχαμε τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα.
- Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν ήταν τότε πρωθυπουργός, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης τώρα είναι, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη φθορά του ιδίου και του κόμματός του.
Το ερώτημα, με τις παρούσες συνθήκες, είναι πάντως εάν η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η αλήθεια είναι πως τα πάντα είναι ανοιχτά, αν και η ιστορία επαναλαμβάνεται συχνά είτε ως φάρσα είτε ως τραγωδία!