Στο αρχείο έθεσε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης τις νέες μηνύσεις που είχαν καταθέσει για τις τηλεφωνικές υποκλοπές ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής Νίκος Ανδρουλάκης και ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης.
Και οι δύο, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των παρακολουθήσεων και από την πρώτη στιγμή είχαν στραφεί στη Δικαιοσύνη ζητώντας την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης των υποκλοπών που αφορά πέρα από τις ποινικές της διαστάσεις τη λειτουργία του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, μετά την αρχειοθέτηση της κύριας δικογραφίας, επανήλθαν στρεφόμενοι σε βάρος του προσώπου εκείνου (κρεοπώλη στο επάγγελμά) του οποίου η προπληρωμένη κάρτα φέρεται να χρησιμοποιήθηκε για την αποστολή των «μολυσμένων» μηνυμάτων.
Κατά τον εισαγγελέα δεν συντρέχει εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού κώδικα που επικαλούνται οι μηνυτές για τα αδικήματα της κατασκοπίας αλλά και της παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικών επικοινωνιών σε βαθμό κακουργήματος.
Σημειώνει δε χαρακτηριστικά ότι αναγκαία προϋπόθεση είναι να προκληθεί πράγματι κίνδυνος και την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή για την εθνική ασφάλεια κάτι που αναντίρρητα δεν προέκυψε από το πλούσιο αποδεικτικό υλικό της προκαταρκτικής εξέτασης παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους μηνυτές.
Αναλυτικά, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης, ο οποίος εξέτασε ως μάρτυρα το μηνυόμενο πρόσωπο, στο πολυσέλιδο πόρισμά του, με το οποίο αρχειοθετεί τις μηνύσεις, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ένας υπάλληλος σούπερ μάρκετ, που κατά την κρίση του «δεν έχει ουδεμία σχέση με τα καταγγελλόμενα, αφού τρίτος έκανε χρήση της κάρτας και δη τη φόρτισε».
Επίσης, ο ανώτατος εισαγγελέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μηνυόμενο πρόσωπο δεν προέκυψε να έχει καμία σχέση με τις εταιρείες Ιntelexa και Krikel, για τους εκπροσώπους των οποίων εκκρεμούν κατηγορίες για παραβίαση απορρήτου τηλεφωνιών αλλά ούτε και κάποια σχέση (αυτού του προσώπου) με οποιοδήποτε πρόσωπο στην ΕΥΠ.
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας που διηνήργησε ο αντεισαγγελέας, μετά από τις μηνύσεις του Νίκου Ανδρουλάκη και του Θανάση Κουκάκη, εξετάστηκαν μάρτυρες τραπεζικοί υπάλληλοι αλλά και άλλα πρόσωπα.
Σύμφωνα με όσα προέκυψαν από την έρευνα που έκανε αρμόδιος υπάλληλος της τράπεζας στο σύστημα καρτών, η φόρτιση της συγκεκριμένης κάρτας με το ποσό των 500 ευρώ έγινε σε ΑΤΜ στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής.
Από το ηλεκτρονικό σύστημα της τράπεζας προέκυψε ότι έγινε με χρήση pin και όχι μεταφορά χρημάτων από καταθετικό λογαριασμό του κατόχου. Σύμφωνα με τον μάρτυρα, ο καταθέτης είναι άγνωστο πρόσωπο, εκτός εάν υπήρχε βιντεοληπτικό υλικό που θα απεικόνιζε τον ίδιο, την ημερομηνία και την ώρα κατάθεσης, το οποίο, όμως, μετά από δύο μήνες καταστρέφεται. Μάλιστα, επικαλούμενος την εμπειρία του από άλλες περιπτώσεις, δεν είναι εφικτή η αναγνώριση αυτών των προσώπων καθώς καλύπτουν το πρόσωπό τους.
Ακόμη, ο μηνυόμενος, όπως προέκυψε, παρέλαβε την κάρτα που είχε χάσει μέσα σε κλειστό φάκελο και αυτή ήταν ανενεργή και δεν είχε κωδικό pin. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, όπως ανέφερε, γιατί δεν τον ενδιέφερε, ενώ δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η δική του προπληρωμένη κάρτα χρησιμοποιήθηκε από τρίτο πρόσωπο που προφανώς την ενεργοποίησε με δικό του pin. Στη συνέχεια έβαλε και το δικό του επώνυμο για να τον εμπλέξει. Όπως ισχυρίστηκε, δεν έχει καμία σχέση και δεν γνωρίζει ούτε ποιος κατέθεσε το παραπάνω ποσό ούτε ποιος απέστειλε τα σχετικά μηνύματα.
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, σε άλλο σημείο του πορίσματός του, επισημαίνει ότι όλα τα θύματα των υποκλοπών ειδοποιήθηκαν με συστημένη επιστολή από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και εναπόκειται στη δική τους διακριτική ευχέρεια να υποβάλουν ή όχι εγκλήσεις, αφού επρόκειτο κυρίως για προσβολές του ατομικού απορρήτου και της επικοινωνίας τους και παράνομη πρόσβαση σε συστήματα πληροφοριών ή σε δεδομένα τους.
ΠΑΣΟΚ: «Άλλος ένας κρίκος στην αλυσίδα της συγκάλυψης του σκανδάλου των υποκλοπών»
Στο άκουσμα της είδησης, το ΠΑΣΟΚ αντέδρας, αναφέροντας πως η απόφαση αποτελεί «έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα της συγκάλυψης»
«Η απόφαση του Αρείου Πάγου να αρχειοθετήσει την υπόθεση της προπληρωμένης κάρτας που χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή των μολυσμένων με Predator μηνυμάτων, αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα της συγκάλυψης» αναφέρει αρχικά και συνεχίζει:
«Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αχιλλέας Ζήσης, υιοθέτησε το ευφάνταστο σενάριο ότι η κάρτα ενεργοποιήθηκε από έναν «άγνωστο», χωρίς τον κωδικό PIN, και τη χρησιμοποίησε εν άγνοια του κατόχου της για να αγοράσει μηνύματα μολυσμένα με το κατασκοπευτικό λογισμικό Ρredator, που στάλθηκαν στον πρώην Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και Υπουργούς της κυβέρνησης. Το αποδέχθηκε μάλιστα χωρίς καμία τεχνική ή τραπεζική ανάλυση.
Ο κ. Μητσοτάκης που επί πρωθυπουργίας του οι θεσμοί και το κράτος δικαίου καταρρακώθηκαν, ελπίζουμε στην αποψινή του συνέντευξη –μεταξύ των πολλών για τα οποία θα απολογηθεί- να μην κρυφτεί ξανά για το σκάνδαλο των υποκλοπών».
ΣΥΡΙΖΑ: Ο Άρειος Πάγος απαλλάσσει το πρόσωπο κλειδί του σκανδάλου των υποκλοπών με Predator
Η πρώτη αντίδραση ήρθε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο ο οποίος τονίζει μεταξύ άλλων ότι δεν θα «επιτρέψει την παραγραφή αυτού του εγκλήματος».
Η ανακοίνωση:
«Η απόφαση του Αρείου Πάγου να θέσει στο αρχείο τις μηνύσεις που, είχαν κατατεθεί σε βάρος του προσώπου ιδιοκτήτη της προπληρωμένης κάρτας που χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή των μολυσμένων με Predator μηνυμάτων, αποτελεί μία ακόμη πράξη συγκάλυψης της δυσώδους υπόθεσης των υποκλοπών. Η δικαστική εξουσία, οφείλει να υπηρετεί την αλήθεια και τη διαφάνεια.
Γιατί δεν απαντήθηκε το αυτονόητο; Πώς ενεργοποιήθηκε μια προπληρωμένη κάρτα χωρίς το PIN, που αποστέλλεται αποκλειστικά στον νόμιμο κάτοχό της; Πώς είναι δυνατόν η Δικαιοσύνη να αποδέχεται, χωρίς καμία περαιτέρω διερεύνηση, ότι η κάρτα χρησιμοποιήθηκε από κάποιον άγνωστο τρίτο, αφού πρώτα χάθηκε (!) χωρίς να ελέγχει ποιος είχε πρόσβαση και ποιος πραγματοποίησε τη συναλλαγή;
Ακόμα πιο εξοργιστικό είναι ότι ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αρνήθηκε να διερευνήσει αυτεπάγγελτα τα αυταπόδεικτα εγκλήματα της κατασκοπείας και της υπονόμευσης του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Το Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθούσε υπουργούς, πολιτικούς, δημοσιογράφους, ακόμα και κορυφαίους κρατικούς αξιωματούχους, και η Δικαιοσύνη θεωρεί ότι δεν συντρέχει λόγος αυτεπάγγελτης παρέμβασης;
Αντί να πράξει το αυτονόητο και να διερευνήσει εις βάθος το μεγαλύτερο σκάνδαλο υποκλοπών στη χώρα, η εισαγγελική αρχή ζητά από τα ίδια τα θύματα να καταθέσουν μηνύσεις – τα ίδια θύματα που είχαν ήδη δηλώσει ότι ανέμεναν αυτεπάγγελτη παρέμβαση της Δικαιοσύνης!
Πρόκειται για ανοιχτή συγκάλυψη και για ακόμη μία απόδειξη ότι η κυβέρνηση με παρεμβάσεις της επιθυμεί Δικαιοσύνη, μηχανισμό ασυλίας των ενόχων και διευκόλυνσης της ατιμωρησίας των ημετέρων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δεν θα επιτρέψει την παραγραφή αυτού του εγκλήματος. Θα αξιοποιήσουμε κάθε θεσμικό και νομικό εργαλείο, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ώστε οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν.
Η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργεί υπό καθεστώς υποκλοπών και συγκάλυψης. Η Δικαιοσύνη πρέπει να επιστρέψει στον ρόλο της και όχι να λειτουργεί ως μηχανισμός εξυπηρέτησης της εξουσίας.
Όλα τα παραπάνω ενισχύουν τις εύλογες ανησυχίες της κοινωνίας ότι όσα έχουν συμβεί στο σκέλος της Δικαιοσύνης με την υπόθεση των υποκλοπών, θα επαναληφθούν και στη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης των Τεμπών. Ωστόσο, ό,τι κι αν κάνει η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, η αλήθεια θα λάμψει.»