Αντιμέτωπες με τον «εφιάλτη» της ακρίβειας σε βασικά και κρίσιμα για τη λειτουργία τους αγαθά βρίσκονται οι ελληνικές βιομηχανίες και επιχειρήσεις, κάτι που φυσικά αναμένεται να επηρεάσει άμεσα και τα μηνιαία έξοδα των ελληνικών νοικοκυριών.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται εν πολλοίς ως αποτέλεσμα του σφοδρότατου διεθνούς κύματος ανατιμήσεων σε βασικά ενεργειακά προϊόντα όπως το φυσικό αέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα αλλά και σε κρίσιμες πρώτες ύλες για την παγκόσμια ανάπτυξη όπως το αργό πετρέλαιο, τα λιπάσματα, ο καφές, το αλεύρι, τα δημητριακά και πολλά άλλα.
Έτσι η ελληνική οικονομία, εκτός από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού στον τουρισμό αλλά και σε άλλους κρίσιμους κλάδους, όπως η εστίαση και το εμπόριο, θα έχει πολύ σύντομα να αντιμετωπίσει την απότομη όσο και έντονη εμφάνιση της ακρίβειας, η οποία, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, αναμένεται να σαρώσει τους ήδη πιεσμένους προϋπολογισμούς βιομηχανιών, επιχειρήσεων και φυσικά νοικοκυριών.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι, ενώ οι αρχικές εκτιμήσεις προέβλεπαν εξομάλυνση της κατάστασης προς τα τέλη του φθινοπώρου, τώρα «μιλούν» για επαναφορά στην κανονικότητα το νωρίτερο στα μέσα του 2022.
Έκρηξη τιμών στην ενέργεια
Το σοβαρό πρόβλημα που έχει προκύψει παρακολουθεί στενά η κυβέρνηση και τα αρμόδια υπουργεία δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους για τον πληθωρισμό, που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Μια γενικευμένη ακρίβεια μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην αναθέρμανση της κατανάλωσης, η οποία αποτελεί βασικό ζητούμενο την επόμενη περίοδο.
Σε ό,τι αφορά τα περισσότερο πληττόμενα από το κύμα ακρίβειας προϊόντα, πρώτα στη λίστα έρχονται τα βιομηχανικά με 9,3%, ενώ τεράστιες αυξήσεις καταγράφονται στο κόστος ενέργειας μέσω φυσικού αερίου (αύξηση 80%), πετρελαίου 40% και ρεύματος 30%.
Οι εκτιμήσεις θέλουν την τελική επιβάρυνση των καταναλωτών στα τιμολόγια να φθάνει τελικά το 50%. Το γεγονός αυτό, μαζί με την ετήσια αύξηση 72% που είχαν τα τιμολόγια του φυσικού αερίου σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ, αναμένεται να τινάξουν στον αέρα τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ο οποίος παράλληλα έχει να αντιμετωπίσει και το αυξημένο κόστος στα καύσιμα, με τη μέση τιμή της βενζίνης να εμφανίζει αύξηση από πέρυσι της τάξεως του 16,8% και του πετρελαίου κίνησης 20,25%.
Ακολουθούν οι πρώτες ύλες, ακόμα και ο καφές με 60%, ενώ παίρνουν σειρά τα εγχώρια προϊόντα και κυρίως τρόφιμα, όπως αρνί και κατσίκι με 13%, οπωροκηπευτικά με 8%, νωπά ψάρια με 7%, φρούτα με 5%, τυριά και λάδι με 3%.
Στα ύψη τα είδη διατροφής
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι από όλες τις βιομηχανίες χτύπησαν πρώτες «το καμπανάκι» του κινδύνου αυτές των τροφίμων, που επισημαίνουν πως παρατηρούνται ανοδικές τάσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής, από τα δημητριακά και το γάλα μέχρι τα υλικά συσκευασίας. Αντίστοιχα έμποροι του κλάδου αναφέρουν πως λαμβάνουν μηνύματα από τους μεγάλους προμηθευτές τους ότι δεν αναμένεται υποχώρηση των τιμών από τα σημερινά επίπεδα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΕΒΕΠ, οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, που αναπόφευκτα πέρασαν και το κατώφλι της ελληνικής αγοράς, προβληματίζουν παραγωγούς, εισαγωγείς και εμπόρους. Οι ανατιμήσεις πηγάζουν, κυρίως, από το κόστος των πρώτων υλών, λόγω της μειωμένης αποδοτικότητας στις μεγάλες παραγωγικές χώρες, την αύξηση της ζήτησης από την Ασία και τη συρρίκνωση των αποθεμάτων παγκοσμίως. Σημαντικός παράγοντας είναι, βεβαίως, και η ετήσια αύξηση των ναύλων μεταφοράς container από 350% έως και 485%.
Τα λοκντάουν στα λιμάνια δημιούργησαν κύμα ελλείψεων και ανατιμήσεων στην παγκόσμια αγορά, από πρώτες ύλες μέχρι προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τα προβλήματα στην παραγωγή και η μεγάλη αύξηση στα ναυτιλιακά κόστη λόγω της πανδημίας έχουν, επίσης, προκαλέσει τεράστιες στρεβλώσεις στις μεταφορές, στις πωλήσεις και στις τιμές προϊόντων, ειδικά από την Ασία προς την Ευρώπη. Το «σύνδρομο της Κίνας» στην παγκόσμια οικονομία ίσως χρειαστεί ένα με δύο χρόνια να ξεπεραστεί μέχρι η προσφορά να καλύψει πλήρως τη ζήτηση.
Στον καταναλωτή το κόστος
Σύμφωνα με το Γραφείο Έρευνας Αγοράς IRI και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στις τιμές φυτικής και ζωικής παραγωγής και γενικά σε 10 κατηγορίες τροφίμων καταγράφηκε τον Αύγουστο του 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του 2020, αύξηση 4,6%. Το ανησυχητικό είναι πως πολλά ακόμη προϊόντα ετοιμάζονται να ακολουθήσουν το «ράλι τιμών» που καταγράφεται εδώ και 20 εβδομάδες, δεδομένου ότι οι αντοχές των προμηθευτών για απορρόφηση του επιπλέον κόστους που υφίστανται είναι περιορισμένες.
Οι διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις, που οφείλονται στην αύξηση των τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου, λιπασμάτων, αγροτικής παραγωγής, βασικών αγαθών και παροχής υπηρεσιών ηλεκτρικού ρεύματος δύσκολα αντιμετωπίζονται σε εθνικό επίπεδο εκτός, βεβαίως, εάν η εκτίναξη του πληθωρισμού αποδειχθεί παροδικό φαινόμενο, που οφείλεται στις επιπτώσεις της πανδημίας και στο μεγάλο χρονικό διάστημα διακοπής της παραγωγής.
Πάντως, οι δείκτες δεν δείχνουν προοπτική αποκλιμάκωσης αλλά το αντίθετο: ο δείκτης του ΟΗΕ για το παγκόσμιο κόστος των τροφίμων αυξάνεται τον Αύγουστο για 15ο συνεχόμενο μήνα και οι τιμές σκαρφαλώνουν στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Επιπρόσθετα, ο δείκτης Commodity Food and Beverage Monthly Price Index των πρώτων υλών τροφίμων και ποτών του ΔΝΤ παρουσίασε, σε έναν μόλις χρόνο, αύξηση 30%.