Η πρωτοφανής αποχή στις ευρωεκλογές οδηγεί σε ένα πολιτικό σύστημα με πολλούς “ηγέτες”, αλλά κανένα ισχυρό κόμμα όπου η πολιτική αποδυναμώνεται και η οικονομική ολιγαρχία που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης μπορεί να επιλέγει ως πρωθυπουργό τον “καταλληλότερο” για τα συμφέροντά της.
Του Νίκου Λακόπουλου
Καθώς η ζωή του ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται ανοιχτά σε ρεάλιτι σόου με καταγγελίες για μπούλιγκ και βασικό το ερώτημα ποιος θα αποχωρήσει από το σπίτι εντυπωσιάζει η συζήτηση στην Πολιτική Γραμματεία του κόμματος πως ο πρόεδρος του κόμματος πρέπει να έχει… καθαρό ποινικό μητρώο!
Σύμφωνα με πληροφορίες -της Αυγής- κατά τη συνεδρίαση της ΠΓ σε σχέση με τα κριτήρια, από την πλευρά των «100» προτάθηκε οι υποψήφιοι-ες για την προεδρία του κόμματος να δεσμευθούν ότι θα σέβονται το καταστατικό και τις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων, θα έχουν λευκό ποινικό μητρώο, θα έχουν προχωρήσει σε κατάθεση πόθεν έσχες και η ύπαρξη μη οφειλών προς το Δημόσιο.
Τελικά αποφασίστηκε τίποτε να μην αλλάξει και το κόμμα πάει σε ανάδειξη νέου προέδρου -πιθανόν και… δύο προέδρων δύο κομμάτων με βασικό ερώτημα ποιος θα πάρει τα κλειδιά της Κουμουνδούρου σε ένα αγώνα κληρονόμων για την περιουσία ενός κόμματος που δεν υπάρχει πλέον.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ πολλοί πρωταγωνιστές έχουν αποχωρήσει και το ερώτημα που πλανάται πλέον -καθώς το φάντασμα ενός νέου φορέα πλανάται- είναι αν όλοι αυτοί που αποτέλεσαν τον ΣΥΡΙΖΑ της “Μεγάλης Αριστεράς” μπορούν να βρεθούν ξανά μαζί.
Η Νέα Δημοκρατία έχει φθορά, το ΠΑΣΟΚ δεν ωφελείται και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υπαρξιακό πρόβλημα καθώς αναζητώντας έναν ηγέτη έχει να αντιμετωπίσει το ερώτημα “ποιοι” μαζί με το “πόσοι είμαστε”. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί στην τρίτη θέση, αν όχι στην τέταρτη, η ψυχολογία των μελών του κόμματος θα οδηγήσει σε νέες αποχωρήσεις και νέα διάσπαση.
Μια δημοσκόπηση της MRB στην ερώτηση «ποια ιδεολογική κατεύθυνση πρέπει να πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ» δείχνει ένα κόμμα με πρόβλημα ταυτότητας καθώς το 44,6% απάντησε πως πρέπει να κινηθεί προς την Κεντροαριστερά, το 21,3% προς την Αριστερά, ενώ ένα ποσοστό 34% δεν πήρε κάποια θέση στο ερώτημα.
Ένα τεράστιο ποσοστό πολιτών έχει πάει σπίτι του, δεν εκφράζεται από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε από το ΠΑΣΟΚ και τα δυο κόμματα αθροιζόμενα δεν συγκεντρώνουν ούτε το 23% στην πρόθεση ψήφου.
Η Ελλάδα αλλάζει, τα κόμματα όχι
Το τέλος της κρίσης διαμορφώνει ένα νέο πολιτικό σκηνικό, όπου δεν έχουν θέση άταφα νεκρά της μεταπολίτευσης. Η πολιτική ζωή διαμορφώνεται από την οικονομία και τα κόμματα αντανακλούν την ελληνική κοινωνία- με τη νέα ταξική της σύνθεση μετά την κρίση.
Από αυτή την πλευρά όσοι στριμώχνονται για την διαθήκη της 3ης Σεπτέμβρη, σε εκδηλώσεις που μοιάζουν με κηδείες, μάλλον έχουν χάσει το τρένο. Η Ελλάδα αλλάζει, πάει μπροστά κι ο αγώνας ανάμεσα στο παλιό και το προοδευτικό δεν έχει να κάνει με κομματικές ταμπέλες.
Δυο φαντάσματα πλανώνται από την πολιτική ζωή: ένα μεγάλο ακροδεξιό κόμμα που θα ενώσει τα πολλά κόμματα και κομματίδια και ένας νέος πολιτικός φορέας που θα απαντήσει στην αδυναμία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσουν μια πρόταση εξουσίας.
Με φόντο τις συζητήσεις για τη δημιουργία νέου ενιαίου φορέα της προοδευτική παράταξης οι εκλογές στο ΠΑΣΟΚ αποχτούν ιδιαίτερη σημασία καθώς όποιος και αν εκλεγεί θα εκφράζει ένα μέρος του κόμματος που εμφανίζει κρίση ταυτότητας.
Μια νέα διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ -που είναι αναπόφευκτη- θα οδηγήσει σε εξελίξεις για ένα νέο φορέα που μπορεί να έχει την μορφή νέου σχήματος κι όχι εκλογικής συνεργασίας -που άλλωστε είναι δύσκολη έως αδύνατη.
Μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως και το ΠΑΣΟΚ με το θάνατο της Φώφης Γεννηματά αντιμετώπισαν τα προβλήματα ταυτότητας που έχουν ως πρόβλημα ηγεσίας.
Η εκλογική εμπειρία στην Ελλάδα δείχνει πως ένα μικρό κόμμα ή μεγαλώνει και παίρνει την κυβέρνηση ή εξαφανίζεται. Η ασάφεια, η αόριστη «ενότητα» και η πολιτική «ουδετερότητα» δεν οδηγεί στην εξουσία- για την οποία χρειάζεται ένα κόμμα με ιδεολογία, με σαφήνεια και βέβαια έναν ηγέτη που να υπερβαίνει τα στενά του όρια του κόμματος, να προκαλεί τομές και ρήξεις- νάρχεται από μέλλον -εκτός από το να χαμογελάει και να κουνάει τα χέρια σα μαριονέτα.
Πίσω από τους ηγέτες υπήρχαν κινήματα και πολιτικά οράματα που εκφράσανε τόσο ο Ανδρέας Παπανδρέου, όσο και ο Αλέξης Τσίπρας. Το ερώτημα είναι τι εκφράζει ο Στέφανος Κασσελάκης -πέρα από το προσωπικό του όνειρο να γίνει πρωθυπουργός ή ένας άλλος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.
Οι πολιτικές φούσκες και η “Κεντροαριστερά”
Το πρόβλημα με την λεγόμενη Κεντροαριστερά δεν είναι ότι δεν έχει ηγέτη, αλλά ότι δεν έχει κανένα όραμα, δεν έχει να προσφέρει κάτι στη χώρα, αν προσέφερε κάτι- πέρα από μια αυτοτροφοδοτούμενη πολιτικής μάχης για τη “δημοκρατία” που σήμαινε απλώς την συμμετοχή στη νομή της εξουσίας.
Δεν υπάρχει εδώ χώρος για Αριστερά. Ο κόσμος ψήφισε τον “Αλέξη” όταν βεβαιώθηκε ότι δεν θάσκιζε τα μνημόνια, δεν θα διατάρασσε την κοινωνική τάξη, θα επαγγελλόταν την “σταθερότητα”. Ίσως να φορολογούσε τους εφοπλιστές -που όπως παρατήρησε ακόμα και ο …Σόιμπλε δεν το έκανε-προτιμώντας να ρίξει τα βάρη στους συνταξιούχους.
Η ιδέα της επιστροφής στην κυβέρνηση ενός κόμματος που είχε ήδη αποδοκιμασθεί στις εκλογές του 2019 καταδικάστηκε το 2023 μαζί με την θεωρία της “κυβερνώσας αριστεράς”. Με φόντο την άνοδο της Ακροδεξιάς στις επόμενες εκλογές θα κατέβουν πολιτικά κόμματα με ομοιόμορφα προγράμματα με τον φόβο μην χαρακτηρισθούν αριστερά.
Ο χώρος της ακρο-παλαιο-δεξιάς μπορεί να είναι ήδη πρώτη πολιτική δύναμη. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να είναι κοινοβουλευτικά κυρίαρχη, αλλά εκπροσωπεί μια μειοψηφία που δεν θα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς τη συνεργασία ίσως όχι ενός, αλλά δύο άλλων κομμάτων.
Με αυτοαναφορικό, ξύλινο και κενό πολιτικό λόγο έχουμε στις εκλογές ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ αρκετούς έτοιμους πρωθυπουργούς -που ωστόσο δεν έχουν κυβερνητικό κόμμα -και δεν έχουν πλειοψηφία ούτε στο κόμμα τους.
Η πρωτοφανής αποχή στις ευρωεκλογές οδηγεί σε ένα πολιτικό σύστημα με πολλούς “ηγέτες”, αλλά κανένα ισχυρό κόμμα όπου η πολιτική αποδυναμώνεται και η οικονομική ολιγαρχία που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης μπορεί να επιλέγει ως πρωθυπουργό τον “καταλληλότερο” για τα συμφέροντά της.