Του Νίκου Λακόπουλου
Λίγο πριν αλλάξει η χρονιά μια δημοσκόπηση δείχνει πως για το 61,3% των Ελλήνων το 2024 ήταν μια «καλή» και «μάλλον καλή» χρονιά, αν και σε ό,τι αφορά τις προσωπικές υποσχέσεις για το 2024, μόλις το 15,9% δήλωσε ότι τις εκπλήρωσε στο μεγαλύτερο ποσοστό.
Το 39,6% κατάφερε να υλοποιήσει κάποιες από αυτές και το 15,7% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι σχεδόν καμία από τις υποσχέσεις του δεν έγινε πραγματικότητα. Οι Έλληνες υποδέχονται το νέο έτος με το 48,1% να δηλώνει ότι νιώθει ελπίδα για το 2025, αν και μόνο το 18,7% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι τα πράγματα θα πάνε μάλλον καλύτερα και το 41,7% εκφράζει ανησυχία και το 6,7% φόβο.
Δεν έχει περάσει καιρός αφότου σημειώθηκε ο πολιτικός σεισμός των ευρωεκλογών και η Νέα Δημοκρατία έχασε 800.000 ψηφοφόρους, ο ΣΥΡΙΖΑ 700.000 και πλέον το πολιτικό σύστημα δεν διαθέτει ούτε ένα κυρίαρχο κόμμα, κανένα πολιτικό ηγέτη που να εκφράζει την σχετική -έστω -πλειοψηφία με πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης.
Το νέο “φρούτο” από το μέλλον είναι η Αφροδίτη Λατινοπούλου που ανησυχεί για τους λαθρομετανάστες, τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, τη ασφάλεια και τον κίνδυνο για την πατρίδα, την θρησκεία και την οικογένεια.
Ο μεγάλος ηττημένος στις εκλογές είναι η Νέα Αριστερά, ένα κόμμα νοσταλγίας που προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ που μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ εξέφραζε το 40% -με την Έφη Αχτσιόγλου- αλλά εκτός παίρνει 1-2,5% -ποσοστό μικρότερο από το ανθεκτικό Mέρα 25 του Γιάνη Βαρουφάκη.
Ο Στέφανος Κασσελάκης που μπήκε στην πολιτική ζωή κάνοντας ακροβατικά με δικό του κόμμα πλέον εκτός ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως θα μπει στη Βουλή με νέα πολιτική πλατφόρμα πέρα από την Αριστερά και τη Δεξιά -σε μια πορεία που θυμίζει πολύ το “Ποτάμι”.
Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Η Νέα Δημοκρατία μαζί με την δημοτικότητα του Μητσοτάκη καταρρέει, ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά δεν εξαϋλώνεται, αλλά ανακάμπτει και το ΠΑΣΟΚ πανηγυρίζει καθώς φαντασιώνεται μια επιστροφή στην κυβέρνηση αφού είναι το μόνο κόμμα που αργά, αλλά σταθερά ανεβαίνει.
Με την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα ένας ιστορικός κύκλος που άρχισε το 2012 έκλεισε καθώς όλα τα πρόσωπα που υπήρξαν πρωθυπουργοί της εποχής των μνημονίων έχουν βγει από το κάδρο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίσθηκε ως ηγέτης του αντι-Σύριζα μετώπου και μετά από δύο εκλογικές νίκες οδήγησε τον αντιπαλό του σε παραίτηση και το κόμμα του σε διάλυση.
Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ωστόσο δεν έδωσε στη Νέα Δημοκρατία πολύ μεγαλύτερο ποσοστό και αριθμό ψήφων, ούτε στο ΠΑΣΟΚ το ισχυρό διψήφιο ποσοστό που ζητούσε. Τα ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μαζί που άλλοτε πλησίαζαν το 40% τώρα πια δεν φτάνουν ούτε το 30%. Αυτό σημαίνει πως ακόμα και αν θα μπορούσαν ποτέ να συνεργασθούν ή αν το ένα κατασπαράξει το άλλο δεν έχουν καμμιά ελπίδα να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Η διάσπαση της «δημοκρατικής παράταξης» επέτρεψε στον Κυριάκο Μητσοτάκη να ξαναγίνει αυτοδύναμη κυβέρνηση καθώς ο Αλέξης Τσίπρας ξιφομαχούσε με κάποιον που τελικά δεν υπήρχε ή δεν ήταν αυτός που νόμιζε και ο Μητσοτάκης έφτασε στα τείχη της Κεντροαριστεράς κι αναπλήρωσε ψήφους που έχανε από τα δεξιά του.
Ωστόσο η επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη μέσα από την συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ -που μπορεί να έχει και συνέχεια- και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να επιστρέψει δημιουργεί ένα πολιτικό κενό και νέες ανάγκες για ένα πολιτικό πληθυσμό που δεν ψήφισε Δεξιά, δεν (ξανα)ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και δεν επιστρέφει στο ΠΑΣΟΚ.
Η δημοκρατική παράταξη παίρνει χαμηλότερα ποσοστά από την δεξιά, η δύναμη της Νέας Δημοκρατίας υπερβαίνει το άθροισμα των ψήφων ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ και μια νέα δεξιά αντιπολίτευση δημιουργεί την αίσθηση πως η μάχη θα δοθεί πλέον ανάμεσα στη Κεντροδεξιά και την ανερχόμενη Ακρο-παλαιο-νεο-δεξιά.
Τελικά τον αγώνα για την εκπροσώπηση του «Κέντρου» κέρδισε ο Μητσοτάκης, πιο δημοφιλής από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Νίκο Ανδρουλάκη στον χώρο που άλλοτε ψήφιζε Ανδρέα Παπανδρέου. Το νέο φαινόμενο να κερδίζει ψήφους το ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι ο πρόεδρός του καθιστά τον Μητσοτάκη κυρίαρχο με το ΠΑΣΟΚ δορυφόρο του.
Οι νέες συνθήκες απαιτούν νέες πολιτικές
Ο Μητσοτάκης κέρδισε το παιχνίδι όταν με το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια και ο ΣΥΡΙΖΑ το έχασε με την εμμονή του για κρατικά πανεπιστήμια ή επανακρατικοποίηση δημόσιων φορέων -ένα μοντέλο «κρατικού σοσιαλισμού», ιδεολογικού αναχρονισμού με παλαιολιθικές ιδέες και σκουριασμένα συνθήματα.
Οι νέες συνθήκες απαιτούν νέες πολιτικές και νέα πολιτικά κόμματα με νέες ιδέες και νέα πρόσωπα καθώς δεν ηττήθηκε η στρατηγική, ούτε η τακτική ενός κόμματος: η ήττα της δημοκρατικής παράταξης και βασικά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολιτική και ιδεολογική.
Η Ελλάδα -και η Αριστερά- χρειάζεται ένα νέο πολιτικό φορέα που δεν θα επιχειρεί να δικαιώσει το παρελθόν, αλλά να σχεδιάσει το μέλλον. Όχι λίγο αριστερό και λίγο κεντροαριστερό με δεξιές ανταύγειες και πάντα σάλτσα οικολογίας που θα το παγιδεύσουν σε μια πολιτική ομοιομορφία που ευνοεί πάντα μια ανανεωμένη δεξιά που λατρεύει το «Κέντρο».
Ο Αλέξης Τσίπρας υποσχέθηκε ένα νέο σύγχρονο αριστερό και ριζοσπαστικό κόμμα που δεν έκανε και τιμωρήθηκε γι΄ αυτό αφού δεν μπόρεσε να χειραφετηθεί από την κομματική του γραφειοκρατία και την ιδεολογία του κρατικού σοσιαλισμού.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης εμφανέστατα ανεπαρκής ως ηγέτης όχι μόνο της δημοκρατικής παράταξης, αλλά και του ΠΑΣΟΚ με την “παραγωγική αντιπολίτευση” μπορεί να κερδίσει μερικές υπουργικές θέσεις σε μια συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία -που αν υπάρξει θα οδηγήσει τα πράγματα στο να ξαναρχίσουν από την αρχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τέλειωσε, ο Μητσοτάκης καταρρέει και το ΠΑΣΟΚ δεν ανεβαίνει. Το 63,6% των πολιτών εκτιμά ότι το 2025 θα δημιουργηθούν νέα πολιτικά κόμματα -αφού και τα τρία μεγαλύτερα κόμματα μπορεί να είναι ήδη “ληγμένα”.
Θα είναι το 2025 χρονιά πολιτικής ακινησίας ή ανατροπής;