Τη «μάχη της Αθήνας» δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακτήσει το χαμένο έδαφος στις μεγάλες λαϊκές συνοικίες του λεκανοπεδίου, όπου υπέστη θεαματική καθίζηση.
Ο Αλέξης Τσίπρας μετά την Κοκκινιά, απ’ όπου εγκαινίασε τη νέα εκλογική του προσπάθεια δίνοντας το σύνθημα «Θα ματώσουμε, αν χρειαστεί, για να κερδίσουμε τη μάχη για την ανατροπή», βρέθηκε χθες στο Κερατσίνι. Κατά την επίσκεψή του σε εγκαταστάσεις της ΕΥΔΑΠ και τη συζήτησή του με εργαζομένους της Επιχείρησης ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έφερε σε πρώτο πλάνο το θέμα του νερού, το οποίο, όπως υπογράμμισε, θέλει να μετατρέψει από δημόσιο αγαθό σε ιδιωτικό, κερδοσκοπικό προϊόν ο Κ. Μητσοτάκης.
Στις δεύτερες κάλπες, που είναι οι πιο κρίσιμες, τόνισε ότι «δεν κρίνονται κόμματα και πρόσωπα, αλλά κρίνονται οι ζωές μας. Το ποιο κόμμα θα κυβερνήσει έχει να κάνει με ποιο πρόγραμμα και ποιο σχέδιο θα κυβερνήσει».
Στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε πως «δεν είναι ιδεοληψία της Αριστεράς η διατήρηση των δημόσιων αγαθών», καθόσον αφορά το σύνολο των πολιτών. «Αυτό είναι μία βασική διαφορά στα προγράμματα του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ., ότι εμείς πιστεύουμε πως υπάρχουν κάποια αγαθά που πρέπει να είναι υπό δημόσιο έλεγχο, δεν πουλιούνται και δεν αγοράζονται όλα σε αυτή τη ζωή. Αντίθετα, άποψη του πολιτικού μας αντιπάλου, του κυρίου Μητσοτάκη, είναι ότι ακόμα και το νερό μπορεί να είναι αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, μπορεί να πουλιέται και να αγοράζεται, στη λογική του κέρδους» είπε χαρακτηριστικά.
Υπενθύμισε, δε, ότι μετά το έγκλημα των Τεμπών ο Κ. Μητσοτάκης πέρασε στη Βουλή προς ψήφιση τη δημιουργία ρυθμιστικής Αρχής για το νερό, «που ήταν το πρώτο βήμα για την ιδιωτικοποίησή του», την ώρα που, όπως τόνισε, το πείραμα αυτό διεθνώς έχει αποτύχει. Αναφερθείς στα εργασιακά, δήλωσε: «Θέλουμε να επαναφέρουμε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τον αιτιολογημένο λόγο απόλυσης, το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, ώστε να αισθάνεται ο εργαζόμενος ότι έχει την Πολιτεία ως αποκούμπι».
Κλείνοντας αναφέρθηκε στο «κρίσιμο διακύβευμα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης», σημειώνοντας πως «η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει αυξήσει την έμμεση φορολογία, διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα τον ΦΠΑ και τον ΕΦΚ». Οπως είπε, «τους ισχυρούς πρέπει να φορολογήσουμε εκτάκτως, όχι τις επιχειρήσεις, που προσπαθούν με υγιείς μεθόδους σε μια δύσκολη συνθήκη ανταγωνισμού να έχουν κάποια κέρδη».