Όταν η Πρωτοχρονιά άγγιζε τις ψυχές των ανθρώπων του κάμπου της Θεσσαλίας – Η συμβολή της Καραγκούνας γυναίκας

Τεράστια επιρροή ασκούσε στους Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας η γιορτή της Πρωτοχρονιάς. Το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων επιχειρεί ένα ταξίδι στο παρελθόν συνομιλώντας με την Καρδιτσιώτισσα εκπαιδευτικό-συγγραφέα-ερευνήτρια τοπικής ιστορίας Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά, η οποία κατάφερε να καταγράψει και να διασώσει πολλά ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία. Πολλά απ’ αυτά περιλαμβάνονται στα βιβλία της που διαχρονικά παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό.

Την Πρωτοχρονιά οι νοικοκυρές σηκώνονταν, πριν ακόμα χαράξει, για να ζυμώσουν τη βασιλοκ’λούρα, μια μπουγάτσα μεγάλη με αλεύρι φαρίνα, την οποία καλοζύμωναν και μέσα έβαζαν σύκα, σταφίδες και μια κουταλιά μέλι. Μόλις την έβαζαν στο ταψί, άρχιζε η ιεροτελεστία του στολισμού της επάνω επιφάνειας. Με το πιρούνι κεντούσαν διάφορα λουλούδια και με το κομμάτι της ζύμης που κρατούσαν έφτιαχναν τον τσομπάνη με την κάπα και την γκλίτσα, ένα τσαμπί σταφύλι, έναν σταυρό κ. ά. Μέσα έβαζαν ένα νόμισμα, ένα κλωναράκι από κορομηλιά ή κληματαριά, ένα σπυρί σιταριού ή καλαμποκιού, μια τρίχα από αγελάδα, που το καθένα συμβόλιζε την προσδοκία για εξασφάλιση της σοδειάς και της ευημερίας της οικογένειας. Μαζί με την βασιλοκ’λούρα ζύμωναν και κουλούρες για τα ζώα τους, τις οποίες έσπαζαν στην πλάτη μιας αγελάδας ή ενός προβάτου ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και έδιναν μερικά κομμάτια να τα φάνε, για να είναι γερά τα ζωντανά.

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια πήγαινε με τα γιορτινά ρούχα στην εκκλησία. Όταν σχολούσε η εκκλησία, μικροί και μεγάλοι, γυναίκες και άνδρες, μέσα και έξω στην εκκλησία έλεγαν χρόνια πολλά. Πολλές γυναίκες μοίραζαν κομμάτια βασιλοκ’λούρας και τυρί στο εκκλησίασμα. Οι μικρότεροι φιλούσαν τα χέρια των μεγαλυτέρων, του παπά και της παπαδιάς, οι οποίοι θεωρούνταν σεβάσμια πρόσωπα. Συχνά-πυκνά έρχονται στο μυαλό μου η μορφή του παπα-Βαγγέλη και της παπαδιάς, η οποία καλοντυμένη και πρόσχαρη στεκόταν δίπλα του και το εκκλησίασμα περνούσε και τους φίλαγε το χέρι. Την Πρωτοχρονιά οι άνδρες με τους γκράδες ντουφεκούσαν, για να διώξουν τα κακά πνεύματα.

Σαν έφθανε το μεσημέρι, μας λέει η κ. Κοζιού, όλα τα μέλη της οικογένειας ήταν καθισμένα γύρω από την τάβλα και περίμεναν με αγωνία το κόψιμο της βασιλόπιτας και το τυχερό κομμάτι. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, αφού τη σταύρωνε τρεις φορές με το μαχαίρι, έβγαζε τόσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας συν ένα για τον Χριστό. Όποιος πετύχαινε τους σπόρους θα είχε μεγάλη σοδειά και θα ήταν καλός γεωργός. Αν κάποιος πετύχαινε το κλωναράκι του δέντρου, θα είχε πολλά δέντρα και αμπέλια. Όποιος πετύχαινε την τρίχα θα είχε πολλά ζώα. Αυτός όμως, που θα πετύχαινε το φλουρί θα ήταν ο μεγάλος τυχερός, αφού εξασφάλιζε τη χαρά και την ευτυχία για όλη τη χρονιά. Στη συνέχεια, έτρωγαν την παραγεμιστή κότα, την πρασοτηγανιά και την αετόπιτα. Αν κάποια οικογένεια είχε ένα ξενιτεμένο μέλος ή στον στρατό απαραίτητα έβαζαν στο τραπέζι ένα επιπλέον πιάτο, ποτήρι, πιρούνι και κουτάλι. Πριν ξεκινήσουν να τρώνε, έκαναν όλοι τον σταυρό τους και, αν είχαν νιόπαντρη νύφη, προσκυνούσε τρεις φορές και μετά ξεκινούσαν το φαγητό.

Όπως και τα Χριστούγεννα, έτσι και την Πρωτοχρονιά το τραπέζι ήταν όλη τη μέρα στρωμένο. Επίσης, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έκοβαν για το καλό τα νύχια των μικρών παιδιών και κούρευαν λίγα από τα μαλλιά τους. Επίσης, κλάδευαν ή φύτευαν ένα δέντρο και πετούσαν τις στάχτες στον κήπο. Πολλές νοικοκυρές τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς πήγαιναν στη βρύση και την άλειφαν με λίπα λέγοντας: «Όπως τρέχ’, βρυσούλα μ’ το νιρό σ’, έτσι να τρέχ’ και το βιος μ’. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς παλαιότερα, και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα τελευταία χρόνια, τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια για να πουν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα αναγγέλλοντας τον ερχομό του νέου χρόνου. Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε από τους χριστιανούς σε αντικατάσταση των καλενδών. Συμπίπτει δε με τον θάνατο του Αγίου Βασιλείου, την 1η Ιανουαρίου του 379 μ. Χ..

Το τραγούδι που έλεγαν συνήθως στην Κρανιά Καρδίτσας, ήταν το παρακάτω:

Άγιος Βασίλης έρχετι, Γινάρης ξημιρώνει.

-Βασίλη μ’ πούθι έρχισι κι πούθι κατιβαίνεις;

-Από τη μάνα μ ‘ έρχουμι, στο δάσκαλου πηγαίνου.

-Κι αν έρχισι απ’ τον δάσκαλου, πες μας την αλφαβήτα.

Στην πατιρίτσα ακούμπησα να πω την αλφαβήτα

κι η πατιρίτσα ήταν χλουριά κι αμπόλιασι κλουνάρια,

κλουνάρια χρυσουκλούναρα, χρυσουκουμπουδιασμένα,

που τα κουμπόδιασι ο Χριστός μι το διξί το χέρι,

μι το δεξί μι το ζιρβί μι τ’ άγιο το βαγγέλι(ο).

Κι τ’ χρόν’!

Οι στίχοι που αναφέρονται στην πατερίτσα, στην οποία ακούμπησε ο Άγιος Βασίλειος και απόλυσε κλωνάρια, έρχονται σίγουρα και αυτοί από την αρχαιότητα και συμβολίζουν την αναγέννηση μέσα από τη σοφία, τη γνώση και τα γράμματα, στοιχεία που χαρακτήριζαν και τον Άγιο Βασίλειο.

Διαβάστε οπωσδήποτε

google news svg icon

Ακουλούθησε το Periodista.gr στο Google News για να μαθαίνεις όσα δεν τολμούν ή δεν θέλουν να γράψουν οι άλλοι.

Περισσότερα

Άρθρα
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

«Υπάρχω» – Κριτική στην ταινία-αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη (vid)

Από στο stelioskazantzidis.blogspot.comΠαρακολουθήσαμε κι εμείς την πολυαναμενόμενη ταινία-αφιέρωμα στον...

Ο Μητσοτάκης «τελειώνει» τον πρώην υπουργό του μετά το σάλο για το ροζ σκάνδαλο που απειλεί να ρίξει ακόμη και την κυβέρνηση

Η Πυθία αποκαλύπτει Αναγνώστριες και αναγνώστες μου. Συντρόφισσες και σύντροφοι. Οι...

Ιστορίες μικροδιαπλοκής: Γιατί επιχειρηματικά συμφέροντα χρηματοδοτούν ή αγοράζουν ιστοσελίδες που (ή για να) στηρίζουν Τσίπρα;

Η Πυθία αποκαλύπτειΑναγνώστριες και αναγνώστες μου. Συντρόφισσες και σύντροφοι.Ιστορίες...