Οι τραπεζικές υπηρεσίες παρέχονται ολοένα και περισσότερο μέσω διαδικτύου, γεγονός που έχει οδηγήσει στην ανάδυση πλήρως ψηφιακών τραπεζών – χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν αποκλειστικά online, χωρίς φυσικά καταστήματα.
Αυτές οι ψηφιακές τράπεζες αποτελούν τη φυσική εξέλιξη του ψηφιακού μετασχηματισμού των παραδοσιακών τραπεζών, οι οποίες μειώνουν διαρκώς το φυσικό τους δίκτυο, αφού η πλειονότητα των συναλλαγών πραγματοποιείται πλέον μέσω web ή mobile banking. Η μετάβαση αυτή μειώνει τα λειτουργικά τους έξοδα και προσφέρει μεγαλύτερη ευκολία στους πελάτες.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), στο τέλος του 2024 υπήρχαν 60 πλήρως ψηφιακές τράπεζες στην Ευρωζώνη, από τις οποίες οι 7 αποτελούν θυγατρικές παραδοσιακών τραπεζών. Το μερίδιό τους στο συνολικό ενεργητικό του τραπεζικού συστήματος είναι ακόμη περιορισμένο, αλλά αυξάνεται – από 3,1% το 2019 σε 3,9% το 2024.
Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα των ψηφιακών τραπεζών είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού, προς όφελος των καταναλωτών, αφού προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων. Το 80% της χρηματοδότησής τους προέρχεται από μικροκαταθέσεις, οι οποίες κατά 90% προστατεύονται από εθνικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων. Η συμμετοχή εταιρικών καταθέσεων και διατραπεζικού δανεισμού είναι μικρή.
Οι ανεξάρτητες ψηφιακές τράπεζες προσφέρουν κατά μέσο όρο επιτόκιο 2,5%, έναντι 1,5% που προσφέρουν οι θυγατρικές των παραδοσιακών τραπεζών και 1% από τις συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης – ανταμείβοντας σημαντικά τους καταθέτες.
Ωστόσο, η εξάρτησή τους από μικροκαταθέτες τις καθιστά ευάλωτες σε μαζική απόσυρση κεφαλαίων (bank run). Για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου, διατηρούν υψηλά αποθέματα ρευστότητας και ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια.
Διακρίνονται δύο κύρια επιχειρηματικά μοντέλα:
- Παραδοσιακό μοντέλο δανεισμού – οι ψηφιακές τράπεζες χρησιμοποιούν τις καταθέσεις για τη χορήγηση δανείων (συνήθως εξειδικευμένα σε συγκεκριμένες κατηγορίες).
- Συντηρητικό μοντέλο ρευστότητας – χρησιμοποιούν μικρό μέρος των καταθέσεων για δανεισμό και διατηρούν το υπόλοιπο σε διαθέσιμα στην κεντρική τράπεζα ή άλλα ρευστά στοιχεία.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν φυσικά καταστήματα, οι ψηφιακές τράπεζες εμφανίζουν περιορισμένη κερδοφορία, λόγω:
- υψηλότερου κόστους προσέλκυσης καταθέσεων,
- σημαντικών επενδύσεων σε ψηφιακά συστήματα, και
- αυξημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων που περιορίζουν τις αποδόσεις.
Συνολικά, οι ψηφιακές τράπεζες ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα του τραπεζικού τομέα, αλλά συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα, τη ρευστότητα και την κερδοφορία τους.