Χαμός στα ΜΜΕ του Βαγγέλη Μαρινάκη
Στις φιλοκυβερνητικές απόψεις του Γιάννη Πρετεντέρη, που χθες από τη στήλη του στα Νέα άσκησε κριτική…στα Νέα για την κάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών, ενώ μιλά για συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από την κριτική κατά της κυβέρνησης, απάντησε χθες το βράδυ ο διευθυντής του in.gr Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος. Στο άρθρο του, ο τελευταίος αντικρούει σημείο προς σημείο τις απόψεις Πρετεντέρη και τελειώνει ειρωνικά με ένα στίχο του Κώστα Πρετεντέρη.
Στο άρθρο του στα Νέα που έχει τίτλο «Πίσω στα βασικά», ο Γ. Πρετεντέρης υποστηρίζει σε γενικές γραμμές ότι είναι η εκλεγμένη κυβέρνηση που αποφασίζει, ασκώντας κριτική και στην εφημερίδα του, γιατί «αγανακτεί κάποιους η παραδοχή της νομιμότητας των παρακολουθήσεων»:
«Είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, η κυβέρνηση είναι εκείνη που κυβερνά στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, όσο διαθέτει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου. Δεν κυβερνά με ρεφενέ, ούτε ‘’με του βοηθού το χέρι’’…Η Δικαιοσύνη από την άλλη είναι εκείνη που αποφασίζει αν υπάρχει κάτι μεμπτό με τις υποκλοπές, ποιοι φταίνε για τη δολοφονία του Καραϊβάζ ή αν είναι ένοχη η Πισπιρίγκου. Χωρίς να ρωτάει τους περαστικούς».
Στη συνέχεια αναφέρεται σε συμφέροντα αντίθετα με την κυβέρνηση και χρησιμοποιούν διάφορα θέματα για να την πολεμήσουν. Στα θέματα στα οποία αναφέρεται, τα μέσα ενημέρωσης του συγκροτήματος Μαρινάκη έχουν συχνά ασκήσει σκληρή κριτική. Και υπονοεί σαφώς ότι η κριτική γίνεται για λόγους συμφερόντων:
«Η αντιπολίτευση και διάφορα συμφέροντα που δεν γουστάρουν την κυβέρνηση θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τον Covid, τις υποκλοπές, τις πυρκαγιές ή τα Τέμπη για να κοντύνουν την κυβέρνηση.
Με γειά τους και χαρά τους.
Η κυβέρνηση προσπάθησε από την πλευρά της να αποφύγει την αποσταθεροποίησή της και προσέφυγε όπως ήταν φυσιολογικό στη Δικαιοσύνη.
Πού να προσφύγει κάποιος για ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα ή τη φωτιά στον Βαρνάβα; Στην ΟΥΕΦΑ;
..Η Δικαιοσύνη έκανε τη δική της δουλειά κι έκρινε κατά περίπτωση. Σωστά ή λάθος, έτσι έκρινε.
..Μετά έρχεται η αντιπολίτευση με διαφόρους νομικούς, συγγενείς, χορηγούς, βουλευτές, δημοσιογράφους που κάνουν τους πράκτορες ή πράκτορες που κάνουν τους δημοσιογράφους και φωνάζει επειδή οι άλλοι δεν κάθισαν να χάσουν».
Η απάντηση Χαραλαμπόπουλου
Στο άρθρο του με τίτλο «Πίσω στα θρανία- Κάποιοι πρέπει να μάθουν από την αρχή την αλφαβήτα της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της δημοσιογραφίας», ο Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος γράφει:
«Δημοκρατία δεν είναι να κυβερνά η πολιτική παράταξη που απλώς έχει την πιο ισχυρή μειοψηφία σε εκλογές με μεγάλη αποχή και η οποία αρνείται οποιοδήποτε διάλογο όχι μόνο με την αντιπολίτευση αλλά και με την ίδια την κοινωνία, θεωρώντας ότι αρκούν 150+1 βουλευτές για να αποφασίζεις οτιδήποτε θες χωρίς καμιά λογοδοσία.
..Δημοκρατία δεν είναι το ‘’μετά από την απομάκρυνση από την κάλπη, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται’’, λες και οι πολίτες μετά από κάθε εκλογική διαδικασία οφείλουν να μπαίνουν σε πολιτική χειμερία νάρκη και να αποδέχονται αδιαμαρτύρητα κάθε κυβερνητική επιλογή».
Στη συνέχεια αναφέρεται στο ρόλο της δημοσιογραφίας να ελέγχει την εξουσία, αντί να αναπαράγει την κυβερνητική προπαγάνδα:
«Και η ευημερία του λαού σημαίνει να λογοδοτούν όσοι ασκούν εξουσία, είτε αυτό αφορά τα Τέμπη, είτε αυτό αφορά τις υποκλοπές. Γιατί και ασφάλεια στις συγκοινωνίες χρειαζόμαστε και φραγμό στην δυνατότητα της εξουσίας να παρακολουθεί αξιωματούχους, δημοσιογράφους και πολιτικούς για να τους εκβιάζει.
..Και η δημοκρατία (αλλά και η λογοδοσία) απαιτούν να υπάρχουν Μέσα Ενημέρωσης και Δημοσιογραφία που κάνουν τη δουλειά τους. Και δουλειά των δημοσιογράφων δεν είναι να αναπαράγουν αυτά που λέει η εκάστοτε κυβέρνηση, ούτε βεβαίως να προσπαθούν να πείσουν την κοινωνία ότι δεν έχει δικαίωμα να αντιδρά και να διαμαρτύρεται.
..Και σίγουρα οι δημοσιογράφοι που ψάχνουν, βρίσκουν στοιχεία, εντοπίζουν συσχετίσεις και υποδεικνύουν πού πρέπει να στραφούν και οι διωκτικές αρχές, δεν είναι ούτε δημοσιογράφοι που κάνουν τους πράκτορες, ούτε πολύ περισσότερο πράκτορες που κάνουν τους δημοσιογράφους. Στην πραγματικότητα είναι δημοσιογράφοι που κάνουν τη δουλειά τους».
Ο διευθυντής του in.gr ασκεί δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση «που εμφανώς πια έχει πρόβλημα νομιμοποίησης» και αποδομεί προσωπικά τον Γ. Πρετεντέρη. Οι υπογραμμίσεις είναι του άρθρου:
«Όλα αυτά είναι αναγκαίες υπενθυμίσεις γιατί όντως κάποιοι από όσους φαντασιώνονται ότι είναι ‘’διαμορφωτές της κοινής γνώμης’’, πρέπει να ξαναγυρίσουν στα θρανία. Για να μάθουν τα βασικά. Την αλφαβήτα της δημοκρατίας, της πολιτικής και της δικαιοσύνης.
..Μόνο που αυτό που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι αποτελούν ιδιότυπα ιστορικά απολιθώματα. Η πραγματική τους απήχηση είναι ολοένα και μικρότερη. Ολόκληρες γενιές ούτε καν ασχολούνται μαζί τους. Νομίζουν ότι είναι στην ‘’κορυφή του κόσμου’’, αλλά στην πραγματικότητα ο άνεμος της ιστορίας τους έχει ήδη σπρώξει στο περιθώριο.
Γι’ αυτό και καλό είναι να φέρονται ανάλογα με την πραγματική τους θέση. Γιατί διαφορετικά ισχύει και για αυτούς αυτό που εύστοχα επισημαίνει ένα παλιό τραγούδι, τους στίχους του οποίου έγραψε ο Κώστας Πρετεντέρης:
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη / τρεις και την κακή του μέρα,
βλέπε – βλέπε στον καθρέφτη / το μυαλό σου πήρε αέρα.
Ολόκληρα τα δύο άρθρα
Πίσω στα βασικά
Του Ι.Κ. Πρετεντέρη
Πάντα εκπλήσσομαι όταν διαπιστώνω ότι ξοδέψαμε πενήντα χρόνια πλήρους δημοκρατίας για να επιστρέφουμε ακατάπαυστα στα βασικά.
Και κυρίως να επιστρέφουμε για αστείους λόγους και με αδιανόητες αφορμές.
Πάμε λοιπόν άλλη μια φορά από την αρχή.
Στη σύγχρονη δημοκρατία, τον τελευταίο λόγο στην πολιτική έχει ο λαός.
Εκείνος επιλέγει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση που θέλει. Κι εκείνος τους αλλάζει.
Στη σύγχρονη δημοκρατία, τον τελευταίο λόγο στη Δικαιοσύνη έχει η Δικαιοσύνη.
Εκείνη εφαρμόζει τον νόμο σε διάφορα επίπεδα ή βαθμίδες, κρίνει το νόμιμο και το παράνομο σε κάθε υπόθεση που οδηγείται ενώπιον της.
Καλώς ‘Ή κακώς έτσι λειτουργεί η δημοκρατία εδώ και δυόμισι αιώνες όπου υπάρχει δημοκρατία στον πλανήτη. Στη Νέα Σμύρνη, τη Νέα Ορλεάνη ή το Ουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας.
Κρίνονται οι αποφάσεις της κυβέρνησης και της Δικαιοσύνης; Προφανώς. Ολα κρίνονται. Κι από όλους. Αν μάλιστα όσοι κρίνουν έχουν και στοιχειώδη γνώση όσων κρίνουν, ακόμη καλύτερα για τα καφενεία που τους ακούν.
Μπορεί, ας πούμε, να αγανακτεί κάποιους «η παραδοχή της νομιμότητας των παρακολουθήσεων» («ΤΑ ΝΕΑ», 30/7).
Μόνο που η νομιμότητα αυτή ισχύει σε όλες τις δημοκρατίες του πλανήτη, φυσικά και στην Ελλάδα με νόμο από το… 1994. Τριάντα χρόνια είναι μάλλον ετεροχρονισμένη αγανάκτηση.
Η περιλάλητη ΑΔΑΕ άλλωστε ελέγχει τη νομιμότητα, όχι τη σκοπιμότητα της άρσης απορρήτου. Ουδείς της έχει αναθέσει την επιτήρηση των υπηρεσιών πληροφοριών ή της «εθνικής ασφάλειας» (Χρ. Ράμμος, Syntagmawatch, 5/8).
Η βασική αλήθεια είναι λοιπόν ότι ο καθένας έχει έναν ρόλο να επιτελέσει στη δημοκρατία.
Είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, η κυβέρνηση είναι εκείνη που κυβερνά στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, όσο διαθέτει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου. Δεν κυβερνά με ρεφενέ, ούτε «με του βοηθού το χέρι».
Η Δικαιοσύνη από την άλλη είναι εκείνη που αποφασίζει αν υπάρχει κάτι μεμπτό με τις υποκλοπές, ποιοι φταίνε για τη δολοφονία του Καραϊβάζ ή αν είναι ένοχη η Πισπιρίγκου. Χωρίς να ρωτάει τους περαστικούς.
Διότι οι δημοκρατίες δεν είναι καφενεία. Η Βουλή δεν αποτελεί δικαστήριο. Ούτε ο Αρειος Πάγος υποκαθιστά τη Βασιλική Χωροφυλακή. Και φυσικά οι θεσμοί δεν λειτουργούν σε καθεστώς ασίγαστης έξαψης.
Οσο λοιπόν ο καθένας κάνει τη δουλειά του, κανένα πρόβλημα. Η δουλειά της δημοκρατίας άλλωστε δεν είναι μία και δεν είναι ίδια. Ολοι οι καλοί χωρούν.
Ο Τραμπ καταδικάστηκε πρόσφατα για 34 αδικήματα και είναι υποψήφιος για την Προεδρία των ΗΠΑ. Οι δικαστές έκριναν αλλά οι ψηφοφόροι είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Μπορεί να τον βγάλουν Πρόεδρο σε λίγες εβδομάδες.
Στην Ελλάδα, η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» ζητούσε να κληθεί η ηγεσία του Αρείου Πάγου στη Βουλή να ελεγχθεί επειδή ένα πόρισμά της δεν άρεσε στην αντιπολίτευση (2/8).
Είναι η στιγμή που το παραλήρημα συναντάει τη γελοιότητα. Και ευτυχώς που η συνάντησή τους κατέληξε σε φιάσκο. Διαφορετικά ακόμη κι ο Τραμπ θα έπεφτε στα νύχια της Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Στην πραγματικότητα λοιπόν έχουμε δύο ανεξάρτητες εξουσίες που η καθεμία κάνει τη δουλειά της.
Η επίκληση ενός αυτονόητου σεβασμού από τη μία ή την άλλη πλευρά δεν προϋποθέτει σύμπτωση ή συμφωνία. Κάθε άλλο. Σέβεσαι κυρίως όταν διαφωνείς και είναι θεμιτό να διαφωνείς. Δημοκρατία έχουμε.
Ακόμη περισσότερο που στη δημοκρατία ο Αρειος Πάγος δεν καθοδηγείται από το υπουργικό συμβούλιο, την «Ηνωμένη Αντιπολίτευση» ή από διάφορους συγγενείς θυμάτων.
Ούτε φυσικά το Μέγαρο Μαξίμου, η αντιπολίτευση κι οι συγγενείς είναι απαραίτητο να συμφωνούν με τον Αρειο Πάγο για να τον σέβονται.
Ξέρετε γιατί; Επειδή ο σεβασμός στη Δικαιοσύνη δεν υπόκειται σε προϋποθέσεις. Είναι αυτονόητος.
Δεν τη σεβόμαστε δηλαδή επειδή μας αρέσουν ή μας βολεύουν οι αποφάσεις της. Τη σεβόμαστε επειδή η κοινωνία μας δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτήν, όποιες κι αν είναι οι αποφάσεις της.
Και τη σεβόμαστε ακόμη περισσότερο όταν μια θορυβώδης οχλαγωγία την επικρίνει. Οχι επειδή η Δικαιοσύνη έχει απαραιτήτως και πάντα δίκιο. Αλλά επειδή οφείλει να μην υποτάσσεται στον θόρυβο.
Σε κανέναν θόρυβο. Από όπου κι αν προέρχεται αυτός. Από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση. Από τον «λαό» ή την «εξουσία».
Σε τελευταία ανάλυση στη δημοκρατία μας ούτε η διακυβέρνηση ασκείται, ούτε η δικαιοσύνη απονέμεται από τους «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα» και το Citizen Lab. Εχουμε άλλους για τη δουλειά.
Με δεδομένο μάλιστα πως η Δικαιοσύνη εξ ορισμού δεν αποτελεί κολυμβήθρα της κυβέρνησης, ούτε φυσικά πολιορκητικό κριό της αντιπολίτευσης.
Αυτά είναι απλώς κουτοπονηριές για τυχοδιώκτες. Με κοντά ποδάρια.
Αν θέλουμε λοιπόν να συνοψίσουμε με λίγα λόγια την υπόθεση έχουμε το εξής σκηνικό.
Η αντιπολίτευση και διάφορα συμφέροντα που δεν γουστάρουν την κυβέρνηση θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τον Covid, τις υποκλοπές, τις πυρκαγιές ή τα Τέμπη για να κοντύνουν την κυβέρνηση.
Με γεια τους και χαρά τους.
Η κυβέρνηση προσπάθησε από την πλευρά της να αποφύγει την αποσταθεροποίησή της και προσέφυγε όπως ήταν φυσιολογικό στη Δικαιοσύνη.
Πού να προσφύγει κάποιος για ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα ή τη φωτιά στον Βαρνάβα; Στην ΟΥΕΦΑ;
Η Δικαιοσύνη έκανε τη δική της δουλειά κι έκρινε κατά περίπτωση. Σωστά ή λάθος, έτσι έκρινε.
Μετά έρχεται η αντιπολίτευση με διαφόρους νομικούς, συγγενείς, χορηγούς, βουλευτές, δημοσιογράφους που κάνουν τους πράκτορες ή πράκτορες που κάνουν τους δημοσιογράφους και φωνάζει επειδή οι άλλοι δεν κάθισαν να χάσουν.
Δεν χρειάζεται να πω τελικά ποιος πήρε το επάνω χέρι, όλοι έχουμε μάτια και μυαλό.
Αλλά η εξήγηση είναι απλή. Λέγεται «δημοκρατία».
To άρθρο του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου
Πίσω στα θρανία
Κάποιοι πρέπει να μάθουν από την αρχή την αλφαβήτα της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της δημοσιογραφίας
Δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου η εξουσία πηγάζει από το λαό, ασκείται από τον λαό – έστω και μέσω αιρετών εκπροσώπων – και υπηρετεί τον λαό. Έτσι διαμορφώθηκε στην Αρχαία Αθήνα, έτσι ορίστηκε στις μεγάλες επαναστάσεις της νεότερης εποχής, την Αμερικανική και τη Γαλλική, έτσι ενσωματώνεται από τον 19ο αιώνα στη συνταγματική τάξη των σύγχρονων δημοκρατιών. Και μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά και προς όφελος των κοινωνιών.
Δημοκρατία δεν είναι να κυβερνά η πολιτική παράταξη που απλώς έχει την πιο ισχυρή μειοψηφία σε εκλογές με μεγάλη αποχή και η οποία αρνείται οποιοδήποτε διάλογο όχι μόνο με την αντιπολίτευση αλλά και με την ίδια την κοινωνία, θεωρώντας ότι αρκούν 150+1 βουλευτές για να αποφασίζεις οτιδήποτε θες χωρίς καμιά λογοδοσία.
Δημοκρατία δεν είναι το «μετά από την απομάκρυνση από την κάλπη, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται», λες και οι πολίτες μετά από κάθε εκλογική διαδικασία οφείλουν να μπαίνουν σε πολιτική χειμερία νάρκη και να αποδέχονται αδιαμαρτύρητα κάθε κυβερνητική επιλογή.
Δημοκρατία δεν είναι οι μόνο οι κάλπες. Είναι και οι διαδηλώσεις (και γι’ αυτό τα Συντάγματα αναγνωρίζουν το δικαίωμα στο συνέρχεσθαι) είναι και οι διαμαρτυρίες είναι η δημόσια συζήτηση και κριτική σε κάθε επίπεδο. Είναι οτιδήποτε αποτυπώνει την έκφραση της λαϊκής βούλησης, την οποία οφείλει να σέβεται και να υπηρετεί οποιαδήποτε κυβέρνηση. Γι’ αυτό και το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος ρητά αναφέρει ότι η τήρησή του επαφίεται στον «πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
«Δικαιούνται και υποχρεούνται» οι πολίτες και να διαμαρτύρονται και να αντιστέκονται όταν βλέπουν την αδικία.
Η δημοκρατία έχει όντως θεμέλιο την τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου και ακρογωνιαίος λίθος του κράτους δικαίου είναι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Μόνο που ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν σημαίνει ούτε ασυλία της δικαιοσύνης ούτε ακόμη χειρότερα ασυδοσία της δικαιοσύνης. Και οι κριτές κρίνονται και σε τελική ανάλυση γι’ αυτό έχουμε και δεύτερο και τρίτο βαθμό απονομής δικαιοσύνης.
Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι «salus populi suprema lex esto», δηλαδή «η ευημερία του λαού είναι ο υπέρτατος νόμος».
Και η ευημερία του λαού σημαίνει να λογοδοτούν όσοι ασκούν εξουσία, είτε αυτό αφορά τα Τέμπη, είτε αυτό αφορά τις υποκλοπές. Γιατί και ασφάλεια στις συγκοινωνίες χρειαζόμαστε και φραγμό στην δυνατότητα της εξουσίας να παρακολουθεί αξιωματούχους, δημοσιογράφους και πολιτικούς για να τους εκβιάζει. Και όταν η δικαιοσύνη δεν στέκεται στο ύψος αυτής της προσταγής, τότε έχει κάθε λόγο η κοινωνία να απαιτεί λογοδοσία από τους εκπροσώπους της κοινωνίας.
Και η δημοκρατία (αλλά και η λογοδοσία) απαιτούν να υπάρχουν Μέσα Ενημέρωσης και Δημοσιογραφία που κάνουν τη δουλειά τους. Και δουλειά των δημοσιογράφων δεν είναι να αναπαράγουν αυτά που λέει η εκάστοτε κυβέρνηση, ούτε βεβαίως να προσπαθούν να πείσουν την κοινωνία ότι δεν έχει δικαίωμα να αντιδρά και να διαμαρτύρεται.
Και σίγουρα οι δημοσιογράφοι που ψάχνουν, βρίσκουν στοιχεία, εντοπίζουν συσχετίσεις και υποδεικνύουν πού πρέπει να στραφούν και οι διωκτικές αρχές, δεν είναι ούτε δημοσιογράφοι που κάνουν τους πράκτορες, ούτε πολύ περισσότερο πράκτορες που κάνουν τους δημοσιογράφους. Στην πραγματικότητα είναι δημοσιογράφοι που κάνουν τη δουλειά τους.
Και εάν μπορούν οι δημοσιογράφοι να «ξεθάψουν» περισσότερα στοιχεία από τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τότε το πρόβλημα δεν είναι των δημοσιογράφων, είναι της δικαιοσύνης που δεν κάνει τη δουλειά της.
Δουλειά της δικαιοσύνης, επίσης, σίγουρα δεν είναι να εξυπηρετεί την κυβέρνηση. Γιατί ναι, μια κυβέρνηση δεν θα πάει στην… UEFA (παρότι παρεμπιπτόντως σίγουρα μια κυβέρνηση δεν κάνει καλά τη δουλειά της στον αθλητισμό άμα την εγκαλεί η UEFA), αλλά στη δικαιοσύνη, όμως έχουμε πρόβλημα εάν πηγαίνει στη δικαιοσύνη γιατί ξέρει ότι θα εξασφαλίσει ασυλία.
Η δημοκρατία προφανώς σημαίνει να υπάρχει και αντιπολίτευση και δουλειά της αντιπολίτευσης είναι να διαμαρτύρεται, να φωνάζει και να αξιοποιεί κάθε μέσο που της δίνει το Σύνταγμα και ο νόμος, ώστε να μην είναι ανεξέλεγκτη η εκάστοτε κυβέρνηση. Γι’ αυτό και υπάρχουν οι διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου και γι’ αυτό είναι πάντα κατακριτέα μια κυβέρνηση που τις εμποδίζει στην πράξη να λειτουργήσουν, π.χ. με το να μην ικανοποιεί αιτήματα για ακρόαση φορέων στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής.
Και ναι, η δημοκρατία θέλει πάθος και έξαψη, για το δίκιο και την ελευθερία. Δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς πολίτες που να νοιάζονται πραγματικά, που να αγανακτούν, που να κινητοποιούνται. Θέλει ενεργούς δρώντες και όχι παθητικούς τηλεθεατές, πολίτες και όχι υπηκόους. Και ας ενοχλεί αυτούς που απλώς δεν θέλουν να «κλείνουν οι δρόμοι», γιατί θέλουν να πάνε σε ένα ακριβό κέντρο να απολαύσουν το ποτό τους «στην υγειά των κορόιδων».
Όλα αυτά είναι αναγκαίες υπενθυμίσεις γιατί όντως κάποιοι από όσους φαντασιώνονται ότι είναι «διαμορφωτές της κοινής γνώμης», πρέπει να ξαναγυρίσουν στα θρανία. Για να μάθουν τα βασικά. Την αλφαβήτα της δημοκρατίας, της πολιτικής και της δικαιοσύνης.
Γιατί σήμερα είμαστε σε μια κρίσιμη καμπή. Την χώρα κυβερνά μια κυβέρνηση, αυτή της Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που εμφανώς πια έχει πρόβλημα νομιμοποίησης. Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έδειξαν πολύ μεγάλη φθορά σε σχέση με τις εκλογές του 2023 παρά το γεγονός ότι η αντιπολίτευση είναι σε βαθιά κρίση. Είναι εκ των πραγμάτων μια κυβέρνηση μειοψηφίας, με όρους πραγματικής απήχησης.
Είναι ταυτόχρονα μια κυβέρνηση που αυτή τη στιγμή έχει αρνητικό απολογισμό. Δεν έχει αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ακρίβειας, όχι μόνο δεν έχει στηρίξει αλλά σε ορισμένες πλευρές έχει υπονομεύσει το δημόσιο σύστημα υγείας, δεν ήταν προετοιμασμένη για τις δασικές πυρκαγιές και πέραν του νεοφιλελεύθερου τυφλοσούρτη για ακόμη περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις δεν έχει κάποιο άλλο όραμα. Την ίδια ώρα χρεώνεται αντικειμενικά το σκάνδαλο των υποκλοπών και την άρνηση ανάληψης πολιτικής ευθύνης για το έγκλημα των Τεμπών. Ακόμη περισσότερο έχει αναπτύξει ένα αντανακλαστικό αλαζονείας της εξουσίας όπου οι υπουργοί φτάνουν στο σημείο να λένε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι καλό είναι οι πολίτες στην επαρχία να αποφεύγουν τα εμφράγματα τα Σαββατοκύριακα γιατί μπορεί να μη βρεθούν γιατροί.
Είναι ταυτόχρονα μια κυβέρνηση συνηθισμένη να έχει είτε ΜΜΕ καταναγκαστικά φιλικά προς αυτήν, έτοιμα να αναπαράγουν και το τελευταίο non paper που τους στέλνει, είτε ΜΜΕ παραταξιακά και εξ ορισμού εχθρικά και αντίπαλα.
Γι’ αυτό και τη μεγαλύτερη δυσανεξία τη δείχνει απέναντι σε ΜΜΕ που είναι θεσμικά. Που δεν έχουν παραταξιακή πολεμική, ούτε παρουσιάζουν το μαύρο άσπρο, αλλά εντοπίζουν πραγματικά προβλήματα και φέρνουν στο φως τα «κακώς κείμενα».
Γι’ αυτό και πάντα θέλει να συκοφαντήσει τέτοια θεσμικά ΜΜΕ και να τα παρουσιάσει ως ενεργούμενα «συμφερόντων», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσει την κοινωνία ότι δεν γράφουν την αλήθεια, αλλά απλώς ό,τι τους υπαγορεύουν οι «χορηγοί». Μόνο που δεν καταλαβαίνουν ότι η αλήθεια δεν χρειάζεται χορηγούς, ίσως μόνο για να μην ειπωθεί. Απλώς επίγνωση του θεσμικού ρόλου που παίζει η δημοσιογραφία.
Έναν θεσμικό ρόλο που τον έχουν ξεχάσει ορισμένοι «διαμορφωτές κοινής γνώμης» που επιμένουν να αναπαράγουν τον πυρήνα του κυβερνητικού αφηγήματος, δηλαδή τη θεωρία ότι δημοκρατία σημαίνει ασυδοσία της πλειοψηφίας, ότι η δικαιοσύνη και κάθε θεσμός είναι στο απυρόβλητο και «υπεράνω κριτικής», ότι οι δημοσιογράφοι που δεν χειροκροτούν την κυβέρνηση είναι υποκινούμενοι και «χορηγούμενοι», ότι η αντιπολίτευση θα πρέπει να σιωπά μέχρι τις επόμενες εκλογές. Ξεχνώντας και πού δουλεύουν και ποια είναι η δουλειά τους και πάνω από όλο ποιος είναι ο ρόλος και η ευθύνη τους.
Στην πραγματικότητα αναπαράγουν τη χειρότερη αριστοκρατική αντίληψη που αντιμετωπίζει την κοινωνία ως μια κατώτερη μάζα που ποτέ δεν θα πρέπει να της δοθεί πραγματικά η εξουσία και που το μόνο δικαίωμα που έχει είναι χειραγωγούμενη να ψηφίσει «αυτό που πρέπει» κάθε φορά. Γι’ αυτό και στάζουν δηλητήριο όποτε η κοινωνία αγανακτεί, διαμαρτύρεται, αγωνίζεται, διεκδικεί και αμφισβητεί. Γι’ αυτό στο τέλος του δρόμου η αντίληψή τους για τη δημοσιογραφία δεν είναι ούτε η αλήθεια ούτε η τεκμηρίωση, αλλά η εξασφάλιση ότι είναι αυτά που γράφονται τα «παραδοτέα» που επιθυμεί η εκάστοτε εξουσία.
Μόνο που αυτό που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι αποτελούν ιδιότυπα ιστορικά απολιθώματα. Η πραγματική τους απήχηση είναι ολοένα και μικρότερη. Ολόκληρες γενιές ούτε καν ασχολούνται μαζί τους. Νομίζουν ότι είναι στην «κορυφή του κόσμου», αλλά στην πραγματικότητα ο άνεμος της ιστορίας τους έχει ήδη σπρώξει στο περιθώριο.
Γι’ αυτό και καλό είναι να φέρονται ανάλογα με την πραγματική τους θέση. Γιατί διαφορετικά ισχύει και για αυτούς αυτό που εύστοχα επισημαίνει ένα παλιό τραγούδι, τους στίχους του οποίου έγραψε ο Κώστας Πρετεντέρης:
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη,
τρεις και την κακή του μέρα,