Ακρίβεια, πληθωρισμός και χαμηλότερη ανάπτυξη για τις οικονομίες, ειδικότερα, μάλιστα, για την ευάλωτη ελληνική οικονομία είναι οι οικονομικές απειλές που φέρνει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ήδη, η τιμή των καυσίμων, πρώτων υλών και γεωργικών προϊόντων έχει ξεφύγει από το προηγούμενο διάστημα και ο πόλεμος στην Ουκρανία, όπως και οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας, θα επιδεινώσουν τα φαινόμενα αυτά.
Πλέον, εκφράζονται ευθέως φόβοι για στασιμοπληθωρισμό. Για το δυσάρεστο οικονομικό φαινόμενο της ταυτόχρονης αύξησης των τιμών, παράλληλα με στασιμότητα και μικρή ανάπτυξη, το οποίο δεν υποχωρεί εύκολα κι απλά με παρεμβάσεις στη νομισματική πολιτική και αφήνει μία δύσκολη κληρονομιά για τη συνέχεια.
Οι επιπτώσεις του πολέμου έχουν ήδη χτυπήσει το εισόδημα των καταναλωτών. Θα είναι αισθητές σε κάθε νοικοκυριό, θα δυσκολέψουν τις επιχειρήσεις και θα αλλάξουν εκ των πραγμάτων τα μεγέθη στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης που από μήνες δεν ισορροπούσαν σωστά.
Με δεδομένους τους φόβους για εκτροχιασμό του προϋπολογισμού το προηγούμενο διάστημα λόγω των μεγάλων αυξήσεων στις ενεργειακές τιμές, γίνονται τώρα οι πρώτες εκτιμήσεις για το κόστος που θα έχει η κλιμάκωση του πολέμου, χωρίς να υπάρχουν ακόμα συγκεκριμένα στοιχεία, για τη συνέχεια και επάρκεια του ενεργειακού ανεφοδιασμού της χώρας.
Οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022, κυμαίνονταν μεταξύ του συντηρητικότερου 4% και του πιο αισιόδοξου 4,5%. Πλέον η αύξηση του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι μικρότερη και ότι ο πόλεμος μπορεί να κοστίσει από 1,5 έως 2,5 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ της χώρας.
Ένας άλλος παράγοντας είναι η διάρκεια. Όσο λιγότερο διαρκέσουν τα προβλήματα, τόσο μικρότερη θα είναι η επίπτωση σε αυτούς τους βασικούς παράγοντες, της ανάπτυξης και του πληθωρισμού. Υπενθυμίζεται ότι ήδη ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί στο 5,5% και η ανησυχία είναι εύλογη.
Ξεκινώντας όμως από τα πρακτικά προβλήματα πρέπει να εξασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια, για να λειτουργήσουν υποδομές και βιομηχανίες. Την Κυριακή τα διεθνή μέσα ανέφεραν ότι συνεχίστηκε η ροή φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, αλλά δεν είναι γνωστό πως θα λειτουργήσουν οι περιορισμοί με την έξοδο της Ρωσίας από το SWIFT (πλην καυσίμων) και πως θα απαντήσει ο Πούτιν.
Η κυβέρνηση όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις και ήδη τρίβουν τα χέρια τους για τα ανέλπιστα κέρδη οι παραγωγοί ακριβότερου φυσικού αερίου, σε Νορβηγία και Κατάρ, ενώ είναι σαφές ότι η Ελλάδα θα επιχειρήσει να κάνει νέες συμφωνίες και να αυξήσει όσο μπορεί τον εφοδιασμό από το Αλγέρι και την Αίγυπτο.
Σε κυβερνητικό επίπεδο οι σχεδιασμοί αλλάζουν. Το πρωτογενές έλλειμμα κάτω από 1,5% είναι πρακτικά αδύνατον να επιτευχθεί.
Οι επιχειρήσεις πρέπει να βρουν τρόπους εφοδιασμού όχι μόνο σε ενέργεια αλλά και σε πρώτες ύλες. Από τις επιχειρήσεις προμήθειας αερίου, μέχρι τις μεταλλουργίες και κυρίως τις αλευροβιομηχανίες που επηρεάζονται και θα πρέπει να εφοδιαστούν από αλλού με ακριβότερα δημητριακά.
Τα νοικοκυριά ως τελικός αποδέκτης των πιέσεων θα αντιμετωπίσουν ακριβότερες τιμές στα τιμολόγια και ανατροπές των οικογενειακών προϋπολογισμών με αύξηση των δαπανών, στη θέρμανση, τον ηλεκτρισμό και τις μετακινήσεις, αλλά και στις τιμές των σούπερ μάρκετ.