Θετικές οι προοπτικές, αλλά εντοπίζονται εστίες ανησυχίας στην αγορά ακινήτων και στα επιχειρηματικά δάνεια
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στέλνει διπλό μήνυμα: από τη μία πλευρά επιβεβαιώνει ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει κεφαλαιακά εύρωστο και λειτουργικά σταθερό, από την άλλη όμως κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για αρχόμενη συσσώρευση κυκλικών κινδύνων σε επιμέρους τομείς της οικονομίας.
Η Έκθεση κάνει λόγο για πιθανές εστίες ανισορροπίας στη χρηματοδότηση μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, στις τιμές των οικιστικών ακινήτων και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, επισημαίνοντας ότι αυτά τα σημεία μπορεί να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές ρίσκου αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα.
Για τον λόγο αυτό, η ΤτΕ αποφάσισε την αύξηση του ποσοστού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας κατά 0,25%, ανεβάζοντάς το στο 0,5%, προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος.
Θεμελιώδη μεγέθη σε υψηλό επίπεδο – Θετικές οι προβλέψεις για ΑΕΠ και δημοσιονομικά
Σύμφωνα με την Έκθεση, «οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα και του χρηματοπιστωτικού συστήματος παραμένουν θετικές, παρά την αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον».
Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σήμερα σε σαφώς καλύτερη θέση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, διαθέτοντας ισχυρά κεφάλαια, σταθερή ρευστότητα και επαρκή αποθέματα έναντι κινδύνων.
Στο μακροοικονομικό επίπεδο, η ΤτΕ εκτιμά ότι:
- Το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά 2,2% το 2025, σχεδόν διπλάσιος ρυθμός από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
- Ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 3,1%.
- Η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και η συνεχιζόμενη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ ενισχύουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της χώρας.
Ισχυρή κερδοφορία και ενίσχυση κεφαλαιακής επάρκειας
Για το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν καθαρά κέρδη ύψους 2,5 δισ. ευρώ, έναντι 2,4 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2024.
Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στα καθαρά έσοδα από προμήθειες και χρηματοοικονομικές πράξεις, ενώ αρνητικά επηρέασαν τα αυξημένα λειτουργικά έξοδα και οι προβλέψεις για πιστωτικό κίνδυνο.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν σε επίπεδα άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου:
- Ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (CET1) διαμορφώθηκε στο 15,8% (από 16% τον Δεκέμβριο 2024).
- Ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (TCR) ενισχύθηκε σε 20,4% (από 19,8%), κοντά στον μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών της ΕΕ.
Ιστορικά χαμηλό ποσοστό «κόκκινων» δανείων
Η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων παρουσιάζει σημαντική βελτίωση.
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) υποχώρησε στο 3,6% τον Ιούνιο 2025, από 3,8% τον Δεκέμβριο 2024 — το χαμηλότερο επίπεδο από την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ.
Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει ότι η πολιτική εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών έχει αποδώσει, αν και η ΤτΕ προειδοποιεί πως η διατήρηση αυτής της τάσης απαιτεί πειθαρχία, προληπτική εποπτεία και περιορισμό υπερδανεισμού.
Οι κίνδυνοι και η ανάγκη εγρήγορσης
Παρά τη σταθεροποίηση, η Έκθεση τονίζει ότι η διεθνής αβεβαιότητα και οι πιθανές αναταράξεις στις αγορές αποτελούν τον βασικότερο κίνδυνο για τις ελληνικές τράπεζες.
Ειδικότερα, μια ενδεχόμενη επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών θα μπορούσε να επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα, τη ρευστότητα και την ποιότητα των δανείων.
Για τον λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί σε συνεχή εγρήγορση όλους τους εμπλεκόμενους φορείς — από τα πιστωτικά ιδρύματα έως τους ρυθμιστικούς μηχανισμούς — προκειμένου να θωρακιστεί περαιτέρω το τραπεζικό σύστημα.