«Ένας θεόρατος υγρός όγκος κυλάει γρήγορα και απειλητικά. Ο υπόκωφος αχός που τον συνοδεύει δημιουργεί αίσθημα φρίκης. Χρόνος για σκέψεις, υπολογισμούς και συλλογισμούς δεν υπάρχει. Ο καθένας αντιδράει ακαριαία, όπως ακαριαία καταφτάνει και η καταστροφή. Οι γυναίκες έντρομες πηδάνε από τη σκεπή και τρέχουν για να σωθούν. Εγώ φωνάζω την Όλια να σώσουμε τη μάνα της και πεθερά μου, που ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι. Μα η Όλια το έχει βάλει στα πόδια, ενώ εγώ πηδάω σαν ζαρκάδι προς την κατεύθυνση του σπιτιού μας. Μπαίνω μέσα αλαφιασμένος ουρλιάζοντας: «Γρήγορα έξω, βοηθήστε να πάρουμε και την Άννα!».
Τις παραπάνω σκηνές αλλοφροσύνης θα μπορούσαν να τις έχουν βιώσει οι κάτοικοι της Κάχοβκα και της ευρύτερης περιοχής στη Χερσώνα της Ουκρανίας, που δοκιμάζονται σκληρά από τις καταστροφικές πλημμύρες που προκάλεσε η ανατίναξη του φράγματος του ποταμού Δνείπερου. Όμως, οι σκηνές αυτές έρχονται από το παρελθόν, από μια άλλη, παλαιότερη καταστροφική πλημμύρα, που προκάλεσε η κατάρρευση φράγματος του Δνείπερου, λόγω λανθασμένων εντολών της σοβιετικής ηγεσίας, στην περιοχή Κουρενιόφκα, στις παρυφές της πόλης του Κιέβου.
Εικόνες από εκείνη την καταστροφή περιγράφει με γλαφυρό τρόπο, στο βιβλίο του «Κομμουνισμός, η μεγάλη ουτοπία» ο Γιάννης Εύδος, φοιτητής τότε στο Κίεβο. Ο ίδιος δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή αφού απεβίωσε πριν από μερικά χρόνια, στην Ελλάδα, όμως το βιβλίο του έμεινε για να (υπεν)θυμίζει εκείνη την καταστροφή που έχει καταγραφεί στην ιστορία.
Ήταν 13 Μαρτίου του 1961, όταν στη χαράδρα του Μπάμπι Γιάρ, που είναι ιστορικά συνδεδεμένη με τις μαζικές εκτελέσεις σοβιετικών πολιτών, Εβραίων στην πλειοψηφία, το εκεί φράγμα έσπασε υπό την πίεση των νερών, στα χωμάτινα τείχη του, και χιλιάδες κυβικά μέτρα νερού ξεχυθήκαν στην πεδιάδα σαρώνοντας τα πάντα. «Ήταν ημέρα Δευτέρα, μόλις είχαμε συμπληρώσει μισό μήνα του μέλιτος. Ήταν πρωί ακόμα, μα στον διάδρομο ακουγόταν ένας ασυνήθιστος θόρυβος και ποδοβολητό που μου προκαλούσε ανησυχία. Η ώρα ήταν περίπου εννιά το πρωί. Σηκώθηκα, φόρεσα παπούτσια και με τις πιτζάμες, όπως ήμουν, βγήκα στον διάδρομο. Η γειτόνισσα από το υπόγειο με τα παιδιά της είχαν ήδη κουβαλήσει στο δωμάτιο της Άννας (σ.σ. αδελφή της πεθεράς του) κάποια πράγματα από το φτωχικό τους. Έκπληκτος πληροφορήθηκα ότι στο διαμέρισμά τους τρέχουν νερά, και προσπαθούσαν να περισώσουν, ό,τι μπορούσαν. Κανείς δεν ήξερε τι γίνεται και από πού προέρχονταν τα νερά. Προθυμοποιήθηκα να τους βοηθήσω. Μου έδωσαν ένα ζευγάρι λαστιχένιες μπότες και ανέλαβα δράση, μα όταν η στάθμη άρχισε να ανεβαίνει επικίνδυνα, τους απέτρεψα από άλλη εξόρμηση. Κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει από πού προέρχονταν αυτά τα λασπόνερα. Ξαναβγήκα να δω τι γίνεται. Στο απέναντι σπιτάκι, στη σκεπή, μερικές γυναίκες- μαζί και η Όλια, ατένιζαν προς τη μεριά από την οποία ερχόταν το λασπόνερο και υποπτεύθηκα ότι κάποιος αγωγός είχε σπάσει. Το νερό έτρεχε ακατάπαυστα πάνω από δύο ώρες και κανένας δεν ήξερε τι γίνεται, δεν υπήρχε καμία ενημέρωση. Με ένα σάλτο ανέβηκα στον φράκτη, που χώριζε το σπίτι μας από το διπλανό, και από ‘κει, με άλλο ένα σάλτο, βρέθηκα στη στέγη. Τα σπιτάκια, χαμηλά, καλύπτονταν από πισσόχαρτο. Μόλις ανέβηκα και πριν καλά καλά στραφώ προς την πλευρά από την οποία ερχόταν το λασπόνερο, οι γυναίκες που ήταν στη σκεπή, έντρομες άρχιζαν να ουρλιάζουν. Γύρισα και είδα μια τεράστια χυλωμένη καφετιά μάζα, σε απόσταση περίπου 300 μέτρων, να κινείται απειλητικά προς τη μεριά μας», περιγράφει στο βιβλίο του ο Γιάννης Εύδος, ο οποίος κατάφερε να σώσει την παράλυτη Άννα παρά τις παραινέσεις εκείνης να φύγει και να σωθεί. «Στην κατάσταση που ήμουν καταλάβαινα ότι οι αντοχές μου εξαντλούνταν. Έκανα ό,τι μπορούσα και ό,τι θεώρησα καθήκον μου», αναφέρει.
Σύμφωνα με τα επίσημο πόρισμα, στην τραγωδία της Κουρινιόφκα το σύστημα αποστράγγισης των κατώτερων τμημάτων δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την εισροή νερού, υπήρξε υπερχείλιση και στη συνέχεια το κυρίως φράγμα κατέρρευσε, με αποτέλεσμα μέσα σε δυο ώρες να χυθούν, με ορμητική ταχύτητα, τόνοι λάσπης. «Τώρα πια δεν ήταν το λασπωμένο νερό που έτρεχε στην αρχή, ήταν παχύρρευστη λάσπη, που με ανεξέλεγκτη ορμή έπεφτε πάνω μου», γράφει και εξιστορεί πώς πρόλαβε να αγκαλιάσει ένα δέντρο που υπήρχε μπροστά του- ένα δέντρο που ποτέ στο παρελθόν δεν είχε προσέξει. «Η λάσπη έπεφτε επάνω μου με ορμή και καθώς παρέσερνε τα πάντα- ιδιαίτερα σανίδες, ξύλινους φράχτες, ξύλινα πατώματα, ξύλινες οροφές, όλα σε συντρίμμια- αυτά στοιβάζονταν πάνω μου, ενώ η στάθμη της λάσπης είχε πια φτάσει μέχρι την πλάτη μου. Η πίεση που δεχόμουν ήταν τεράστια. Αισθανόμουν πλέον να με συνθλίβει… Κρατήθηκα σφιχτά από τον κορμό με το αριστερό μου χέρι, ενώ με το δεξί προσπάθησα απεγνωσμένα να φτάσω το πρώτο κλαδί για να ανέβω στο δέντρο. Χτύπησα τα πόδια μου, μα το μόνο που κατάφερα είναι να φύγουν οι μπότες και το παντελόνι της πιτζάμας μου. Η πίεση όλο και μεγάλωνε και η στάθμη της λάσπης ανέβαινε θανάσιμα. Και εγώ εκεί, καθηλωμένος, να μην μπορώ να φτάσω το πρώτο κλαδί. Η στάθμη ανέβαινε και, καθώς ακόμη πάλευα, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί και έχοντας το κεφάλι ανασηκωμένο λες και ικέτευα το κλαδί να κατέβει, ένας μαύρος πηκτός καπνός σκέπασε τον ουρανό», αφηγείται στο βιβλίο του ο Γιάννης Εύδος.
Κάποια στιγμή, οι δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν. «Βρισκόμουν σε μια στιγμή που ο εγκέφαλος λειτουργούσε πολύ περίεργα και όσο κι αν φαίνεται αστείο, εκείνη τη στιγμή φαντάστηκα ότι κάποιο ηφαίστειο εξερράγη και αμέσως μετά διερωτήθηκα, αν συντελείται η Δευτέρα Παρουσία! Κρεμασμένος, χτύπησα απεγνωσμένα τα πόδια μου, με το χέρι μου να παλεύει να πιάσει το κλαδί, που μου φαινόταν απρόσιτο. Η στάθμη της λάσπης ανέβαινε και έφτασε στο πηγούνι. Μύριζε απαίσια. Αισθανόμουν τον θάνατο να πλησιάζει. Είχα παραισθήσεις. Είδα την κηδεία μου, με μαυροφορεμένους ανθρώπους να προσπαθούν να παρηγορήσουν την καψερή τη μάνα μου στην Καστοριά. Ξάφνου η στάθμη υποχώρησε κατά λίγα εκατοστά, ο λαιμός απελευθερώθηκε από τον θανάσιμο βρόγχο που με έπνιγε. Ακαριαία συνήλθα και σιγά σιγά συνειδητοποίησα, ότι οι σανίδες δεν με πίεζαν πια, ξαναβρήκα τον χαμένο μου εαυτό και αντέδρασα δυναμικά.
Στο βιβλίο, ο συγγραφέας και πρωταγωνιστής-ήρωας εξηγεί και τα αίτια της τραγωδίας που έζησε: «Μα τι είχε συμβεί, πώς έγινε μια τέτοια ολική καταστροφή εκεί στους λοφίσκους και το ρέμα του Μπάμπι Γιάρ; Ήταν το Μπάμπι Γιάρ, ο τόπος όπου Γερμανοί δολοφόνησαν μερικές δεκάδες χιλιάδες Εβραίους. Μετά τον πόλεμο, οι αρχές αποφάσισαν να το σβήσουν από τον χάρτη- ίσως και από τις μνήμες. Έτσι, στην έξοδο του ρέματος έκτισαν ένα μεγάλο φράγμα το 1950 και το γέμισαν με λασπόνερα. Λέγεται ότι κάποιες ρωγμές στο φράγμα είχαν εμφανιστεί από το Σάββατο 11 Μαρτίου, μα κανείς αρμόδιος δεν έδωσε σημασία. Το νερό ήταν θολό. Σιγά σιγά, καθώς οι ρωγμές μεγάλωναν, έτρεχε όλο και περισσότερο το παχύρευστο υγρό… Το πρωί της 13ης Μαρτίου το νερό είχε διαβρώσει το τείχος. Γύρω στις εννέα υποχώρησε το φράγμα, ελευθερώνοντας πάνω από τρία εκατομμύρια κυβικά λάσπης, που ξεχύθηκαν με ορμή παρασέρνοντας τα πάντα».