Του David Lubin
Καθώς οι οικονομολόγοι ανησυχούν για το αν αντιμετωπίζουμε μια μεγάλη ή μια μικρή παγκόσμια ύφεση, και αν θα την αντιμετωπίσουμε νωρίτερα ή αργότερα, αξίζει να έχουμε στο νου πως το εμπόριο ήδη δείχνει σημάδια βαθιάς πίεσης. Ως αποτέλεσμα, η διάθεση για ρίσκο προς τις αναδυόμενες οικονομίες μπορεί να κλονιστεί.
Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης των παγκόσμιων όγκων εισαγωγών έγινε αρνητικός προς τα τέλη του περασμένου έτους, παρέμεινε αρνητικός στις αρχές του 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της Citi, και υπάρχουν λίγοι λόγοι για να πιστεύουμε πως τα πράγματα θα βελτιωθούν. Όσο ισχύει αυτό, θα είναι οι ανοικτές, εξαρτώμενες από το εμπόριο οικονομίες -ιδιαιτέρως στον αναπτυσσόμενο κόσμο- που θα δεχθούν το ισχυρότερο πλήγμα.
Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους η ανάπτυξη του εμπορίου φαίνεται αυτές τις μέρες τόσο υποτονική. Ο πρώτος είναι πως απλά υφιστάμεθα ένα εμπορικό hangover μετά από την εκτίναξη της εποχής Covid. Αυτή η εκτίναξη μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στις διαφορετικές αντιδράσεις οικονομικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ενώ η κυβέρνηση των ΗΠΑ και άλλες φιλελεύθερες κυβερνήσεις ήταν αποφασισμένες να χρησιμοποιήσουν δημοσιονομικές μεταφορές για να ενισχύσουν την αγοραστική δύναμη των πολιτών, η προσέγγιση της Κίνας χαρακτηρίζονταν περισσότερο από το να κάνει τους εργαζόμενους να επιστρέψουν στα εργοστάσια. Με άλλα λόγια, η Κίνα στόχευσε στην ενίσχυση της προμήθειας, ενώ οι εμπορική της εταίροι ενίσχυσαν τη ζήτηση. Το αποτέλεσμα ήταν μια επιτάχυνση στην ανάπτυξη του εμπορίου, παρόμοια της οποίας δεν έχουμε δει από την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Ένας δεύτερος λόγος για την πτώση του εμπορίου είναι η προφανής αλλαγή στις δαπάνες, ιδιαιτέρως στις αναπτυγμένες οικονομίες, από τα αγαθά στις υπηρεσίες. Πόσες νέες τηλεοράσεις και υπολογιστές μπορεί άλλωστε να αγοράσει κανείς σε σύντομο χρονικό διάστημα; Και οι υπηρεσίες είναι λιγότερο εμπορεύσιμες.
Τρίτον, η ανάπτυξη του εμπορίου υπονομεύεται από τη φύση της οικονομικής ανάκαμψης της Κίνας. Αφού μέχρι στιγμής πρόκειται για μια ανάκαμψη ουσιαστικά χωρίς μέτρα τόνωσης, ένα μεγάλο μέρος της χρηματοδοτούμενης από τον επίσημο τομέα αύξησης δαπανών στην Κίνα σήμερα είναι για τις υπηρεσίες, αντί για δαπάνες επενδύσεων που τείνουν να δημιουργούν ένα πολύ μεγαλύτερο λογαριασμό εισαγωγών.
Και αφού η εμπιστοσύνη είναι τόσο αδύναμη στην Κίνα, αυτό που ονομάζεται «υποβάθμιση κατανάλωσης» -ή κυνήγι ευκαιριών- είναι ένα διαδεδομένο φαινόμενο στα κινεζικά νοικοκυριά. Χωρίς ένα «μεγάλο μπαζούκα» μέτρων τόνωσης από την πλευρά του Πεκίνου, αυτό είναι απίθανο να αλλάξει.
Γιατί τα πράγματα δεν βελτιώνονται; Αξίζει να αναφέρουμε μερικούς παράγοντες. Ο πρώτος είναι η επιδείνωση των προοπτικών της παγκόσμιας ζήτησης. Η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη φέτος φαίνεται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στο 2,3%, και το επόμενο έτος θα είναι σχεδόν σίγουρα ασθενέστερη από αυτό, και όχι μόνο επειδή οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν, στην πραγματικότητα, να προκαλέσουν επιβράδυνση για να ανακτήσουν τον έλεγχο του πληθωρισμού.
Μια επιβράδυνση της ανάπτυξης θα δημιουργήσει σίγουρα ένα πιο εχθρικό περιβάλλον για το εμπόριο και αξίζει να επισημανθεί πόσο κακό είναι το παγκόσμιο περιβάλλον ζήτησης στο οποίο εισερχόμαστε. Η τελευταία φορά που ο κόσμος είδε δύο συνεχόμενα χρόνια ανάπτυξης κάτω του 2,5% ήταν στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο δεν είναι εύκολο να είμαστε αισιόδοξοι για το εμπόριο είναι απλά ότι βρισκόμαστε σε έναν κόσμο που έχει ξεκάθαρα ξεπεράσει την «κορύφωση της παγκοσμιοποίησης», γεγονός που ασκεί καθοδική πίεση στην ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου για περισσότερο από μια δεκαετία τώρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι παγκόσμιες εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο 15% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ. Η παγκοσμιοποίηση ανέβασε την αναλογία αυτή στο 25% ακριβώς την εποχή της κρίσης του 2008, μετά την οποία άρχισε μια σταθερή πτώση, με αποτέλεσμα να μειωθεί στο 20% το 2020.
Ένας άλλος τρόπος για να καταδειχθεί αυτή η υποχώρηση του παγκόσμιου εμπορίου είναι να εξεταστεί η σχέση μεταξύ της αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου και της αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Κατά τη δεκαετία έως το 2020, ο μέσος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου έπεσε κάτω από τον ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ: αυτή ήταν η πρώτη δεκαετία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο για την οποία ισχύει αυτή η δήλωση. Όταν ο ρυθμός με τον οποίο ο κόσμος ολοκληρώνεται υπολείπεται της αύξησης του εισοδήματος, οι χώρες που βασίζονται περισσότερο σε αυτή την ολοκλήρωση – οι αναδυόμενες οικονομίες – θα υποφέρουν δυσανάλογα.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου εκτιμά ότι η αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου θα υποχωρήσει και πάλι κάτω από την αύξηση του ΑΕΠ το 2023, και ο αυξανόμενος προστατευτισμός, οι γεωπολιτικές εντάσεις και η τοπικοποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού μπορεί κάλλιστα να το καταστήσουν αυτό αληθινό για το άμεσο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι αν είστε μια αναπτυσσόμενη χώρα χωρίς την κοσμική τύχη να βρίσκεστε δίπλα σε μια μεγάλη αγορά – όπως το Μεξικό, ας πούμε – οι πιθανότητές σας να προσελκύσετε βιομηχανίες που σχετίζονται με τις εξαγωγές μπορεί πλέον να είναι περιορισμένες.
Ό,τι και αν νομίζει κανένας για την παγκοσμιοποίηση, πρόσφερε την ελπίδα πως μια αναδυόμενη οικονομία οπουδήποτε θα μπορούσε να προσελκύσει μακροπρόθεσμα κεφάλαια που θα μπορούσαν να αυξήσουν τα επίπεδα εισοδήματος ενισχύοντας τις εξαγωγές.
Αυτές οι προοπτικές φαίνονται τώρα ζοφερές, και όχι απλώς για τα επόμενα ένα-δυο χρόνια.