Το μεγαλύτερο πρόβλημα των Δημοκρατικών ενόψει των ενδιάμεσων αμερικανικών εκλογών δεν είναι μόνο η πολιτική της κυβέρνησης Τζο Μπάιντεν που έφερε πρωτοφανή ακρίβεια στην αμερικανική κοινωνία (και στον πλανήτη) και τον φόβο ενός πυρηνικού πολέμου με την Ρωσία αλλά και ο ίδιος Αμερικανός Πρόεδρος ο οποίος κάθε μέρα αποδεικνύει πως υπάρχει σοβαρό ζήτημα με την διανοητική του κατάσταση.
Έτσι πλέον για τους Δημοκρατικούς, ο Πρόεδρός τους έχει καταστεί «βαρίδι» για αυτούς, καθώς τα περιστατικά που καταδεικνύουν πως «δεν λειτουργεί φυσιολογικά» και σίγουρα όχι στο επίπεδο που πρέπει για να είναι Πρόεδρος των ΗΠΑ, έχουν αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο.
Η δημοφιλία του ίσα που περνάει το 40%, όταν οι Μπίλ Κλίντον, Μπαράκ Ομπάμα και Ντόναλντ Τραμπ είχαν κατά μέσο όρο ποσοστά αποδοχής μεταξύ 43% και 45% στις ενδιάμεσες εκλογές τους.
Οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών είναι κυριολεκτικά εξοργισμένοι με την ακρίβεια που έχει φέρει στις ζωές τους λόγω της σύγκρουσης που προκάλεσε στην Ουκρανία ενώ για πρώτη φορά από το 1990 ανησυχούν για το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού πολέμου με την Ρωσία που θα σημάνει τον θάνατο όλων.
Οι Αμερικανοί δεν είχαν βιώσει το συναίσθημα αυτό για δεκαετίες ενώ βλέπουν πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα επί Ν.Τραμπ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα άφηνε ποτέ να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα ώστε να οδηγηθούν οι δύο υπερδυνάμεις στα πρόθυρα πολέμου και όλοι θυμούνται πόσο εύρωστη ήταν η αμερικανική οικονομία στα χρόνια της διακυβέρνησής του.
Οι Δημοκρατικοί έχουν αρχίσει να αποστασιοποιούνται από το ενδεχόμενο μιας νέας υποψηφιότητας του Αμερικανού Προέδρου το 2024.
Παράλληλα, οι χαμηλές πτήσεις του κόμματος στις δημοσκοπήσεις των ενδιάμεσων εκλογών προκάλεσαν τις πρώτες βολές κατά του «πλανητάρχη» τόσο από τον Μπένι Σάντερς, όσο και από τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα.
Το πυκνό πρόγραμμα των προεκλογικών ομιλιών του τελευταίου συνιστά, κατά ορισμένους αναλυτές, μια τελευταία προσπάθεια των Δημοκρατικών να συσπειρώσουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, μετά τις τραγικές εμφανίσεις του Τζο Μπάιντεν.
Με άλλα λόγια επανέφεραν τον Μ.Ομπάμα που χαίρει μεγάλης δημοφιλίας στις ΗΠΑ για να «ξεγελάσει» τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους να συσπειρωθούν και να ψηφίσουν ξανά το κόμμα.
Φοβούμενοι, μάλιστα, το πολιτικό κόστος από ένα ενδεχόμενο, επικοινωνιακό λάθος, πάρα πολλοί Δημοκρατικοί υποψήφιοι απέφυγαν διακριτικά να προσκαλέσουν τον Αμερικανό Πρόεδρο στις πολιτείες τους ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης, καλώντας, αντίθετα, ως προεδρικό εκπρόσωπο την «πρώτη Κυρία» των ΗΠΑ, Τζιλ Μπάιντεν!
Αυτά που συμβαίνουν στις ΗΠΑ είναι πρωτοφανή.
Ακόμη, και σε πολιτείες στις οποίες περιόδευσε ο ίδιος, ο Τζο Μπάιντεν, όπως συνέβη στο Ουισκόνσιν, ο υποψήφιος Γερουσιαστής των Δημοκρατικών, Μαντέλα Μπαρνς έμεινε εσκεμμένα μακριά από τις επισκέψεις και συναντήσεις του «πλανητάρχη» στην εκλογική του, φοβούμενος μην τυχόν του «μεταδώσει» την αντιδημοφιλία του.
Στο πλαίσιο της προεκλογικής «αγρανάπαυσης» του Τζο Μπάιντεν, εκτός από τον Μπάρακ Ομπάμα και τη Τζιλ Μπάιντεν, για τις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας έχουν κινητοποιηθεί και αρκετοί πρώην Γερουσιαστές του κόμματος με ειδικό βάρος, ενώ στον «πόλεμο» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι παρούσα και η πρώην «πρώτη Κυρία» και υπουργός, Χίλαρι Κλίντον.
Μόνο τρείς υποψήφιοι Δημοκρατικοί για τη Γερουσία μνημονεύουν στα τηλεοπτικά, προεκλογικά τους μηνύματα τον Τζο Μπάιντεν και τα κοινωνικά νομοσχέδιά του.
Το ερώτημα είναι το εξής: Πριν ορίσουν τον Τζο Μπάιντεν ως υποψήφιο για το προεδρικό αξίωμα το 2020 δεν γνώριζαν στους Δημοκρατικούς ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα νοητικής υγείας και δεν θα μπορούσε να εκτελέσει τα προεδρικά καθήκοντα στο επίπεδο που επιβάλλεται από την ίδια την θέση;
Φυσικά και γνώριζαν, τα προβλήματα του δεν ξεκίνησαν χτες, ήδη προ των εκλογών του 2020 υπήρχαν άφθονα περιστατικά που έδειχναν ακριβώς αυτό που συμβαίνει και σήμερα.
Εν γνώση κάποιων εξτρεμιστικών κύκλων της Ουάσινγκτον που ήθελαν να προκαλέσουν την κρίση με την Ρωσία από το 2016 αλλά δεν τα κατάφεραν λόγω της εκλογής Ντόναλντ Τραμπ, υποστηρίχθηκε η υποψηφιότητα και η εκλογή του Τζο Μπάιντεν γιατί θεωρούσαν πως με αυτόν στην εξουσία θα μπορούσαν να πετύχουν εύκολα σκοπούς τους, όπως και έγινε.