Τους τελευταίους μήνες τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους και να διαφαίνεται ο συνολικός προγραμματισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Είναι η επιστροφή σε μια δυστοπική «ημι-κανονικότητα». Δεν αναφέρεται στους περιορισμούς που επέβαλε η πανδημία αλλά σε ένα μακρόπνοο ιδεολογικό πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού. Περιλαμβάνει παρεμβάσεις σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, με κατάληξη έναν ιδιότυπο Ελληνικό νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό. Δεν πρόκειται για απλό πολιτικό πρόγραμμα αλλά για επιχείρηση «αλλαγής καθεστώτος».
Η επιδίωξη ριζικής αλλαγής φαίνεται ολοκάθαρα στους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς κοινωνικούς και κρατικούς μηχανισμούς. Η εμπειρικά έωλη αλλά συνεχώς επαναλαμβανόμενη άποψη περί «αριστερής ηγεμονίας» στην μεταπολίτευση δίνει τον ιδεολογικό τόνο. Εκφράστηκε δήθεν στα Πανεπιστήμια, τα συνδικάτα, τη διανόηση και τα επαγγέλματα και πρέπει τώρα να ξηλωθεί. Ο Σαρκοζί ήθελε να ακυρώσει την επιρροή του Μάη ‘68 στην Γαλλική κοινωνία. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση για διαφθορά. Ο Κουρτς παραιτήθηκε γιατί έδωσε 1 εκατομμύριο ευρώ σε εκδότες για να τον υποστηρίξουν. Η ελληνική Δεξιά θέλει να καταργήσει την επιρροή του Πολυτεχνείου, την κοινωνιολογία «γιατί οδηγεί στον κομμουνισμό» και να περιορίσει τις δημοκρατικές ελευθερίες της μεταπολίτευσης. Αυτό είναι το ιδεολογικό και συνδετικό στοιχείο του νέου καθεστώτος. Θα κινηθούν άραγε δικαστικές διαδικασίες στην Ελλάδα για την χειραγώγηση των ΜΜΕ με κονδύλια ύψους 40 εκατομμυρίων; Να πούμε παρεμπιπτόντως ότι ο πατέρας της κοινωνιολογίας Αύγουστος Κοντ δημιούργησε την επιστήμη και της έδωσε το όνομα sociologie ως απάντηση και αντεπίθεση στον socialisme.
Τα μέτρα της κυβέρνησης για το δημόσιο πανεπιστήμιο και την παιδεία αποσκοπούν να περιθωριοποιήσουν τις κριτικές ιδέες και την κοινωνική θεωρία. Όχι από ταξικό μίσος, παρ᾽ ότι υπάρχει κι αυτό, αλλά ως απαραίτητο συστατικό της ηγεμονίας ιδεών του νέου καθεστώτος. Η κατάσταση είναι γνωστή. Μικρές ομάδες ισχυρών καθηγητών αναλαμβάνουν να εξασφαλίσουν ότι οι διορισμοί και οι προαγωγές πανεπιστημιακών θα ελέγχονται για την ιδεολογική τους «καθαρότητα». Όσοι απορρίπτουν τις μεταρρυθμίσεις φοβούνται να μιλήσουν δημόσια. Ο φόβος για τη σταδιοδρομία μεγαλώνει και η ακαδημαϊκή ελευθερία σταδιακά περιορίζεται. Όχι από την άμεση λογοκρισία ιδεών, παρ᾽ ότι υπάρχει κι αυτή, αλλά από την αυτολογοκρισία και τον φόβο των πανεπιστημιακών.
Η φίμωση των καθηγητών πρέπει να περάσει και στους φοιτητές. Σ᾽ αυτό αποσκοπεί η πανεπιστημιακή αστυνομία, η διαρκής επιτήρηση φοιτητών και ιδεών και η ουσιαστική κατάργηση των φοιτητικών παρατάξεων με τον νόμο Κεραμέως. Θυμάμαι ότι όταν οργάνωνα σεμινάρια για την Σχολή των Κριτικών Νομικών Σπουδών στην Αθήνα στην δεκαετία των 80, οι νεαροί Έλληνες νομικοί που συμμετείχαν τα έλεγαν «κρυφό σχολειό». Δεν έπρεπε να το μάθουν οι μεγαλο-καθηγητές της Νομικής επειδή θεωρούσαν τις κριτικές ιδέες επικίνδυνες. Τώρα αυτά λέγονται ανοικτά και επίσημα: οι αριστερές ιδέες αλλά και επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία, έχουν μπει σε index prohibitorum.
Η αντι-αριστερή υστερία παίζει σήμερα τον ρόλο που είχαν τον Μεσαίωνα το κυνήγι των μαγισσών και η καταδίκη των αιρέσεων και μετά τον Εμφύλιο η καταδίωξη των κομμουνιστών και της ιδεολογίας τους. Τα κίνητρα είναι παρόμοια: η δαιμονοποίηση ιδεών που μπορούν να αποκτήσουν λαϊκή απήχηση και ο εξοστρακισμός των φορέων τους. Η ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να διαγραφούν από το συλλογικό φαντασιακό, ο λαός πρέπει να πιστέψει ότι η Αριστερά είναι εχθρός της προόδου και της ευημερίας και να αποκλειστεί θεσμικά από την πολιτική σκηνή. Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο συνεισέφερε πολλαπλά στην εκλογική ήττα του 2019. Τώρα θέλει να ολοκληρώσει την αποστολή αποτελειώνοντας την Αριστερά. Όπως λέει ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του μετώπου, «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υπαρξιακός εχθρός» και πρέπει να καταστραφεί.
Ο δεύτερος πυλώνας της «αλλαγής καθεστώτος» αποσκοπεί στον ισχυρότερο δυνατό έλεγχο της συμπεριφοράς των πολιτών. H αύξηση του αριθμού των αστυνομικών και των εξουσιών τους, η απαγόρευση και ο περιορισμός των διαδηλώσεων και των αντιστάσεων, η φυσική και ψηφιακή παρακολούθηση των πολιτών αποτελούν μέρος του νέου καθεστώτος. Δεν αποτελούν όμως επιστροφή στην ΕΡΕ και την παλιά Δεξιά. Η παρακολούθηση των πολιτών, η πολιτική του εκφοβισμού, η συνεχής απειλή για επέμβαση της αστυνομίας είναι πολύ πιο σημαντικό μέρος της κρατικής φαρέτρας απ᾽ ότι η βίαιη καταστολή. Τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας βοηθούν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ντύνουν την καταστολή με τα ρούχα του δημόσιου συμφέροντος και νομιμοποιούν την ιδεολογία του «νόμου και της τάξης». Η «κατάσταση ανάγκης» που επιβλήθηκε για την προστασία της δημόσιας υγείας τείνει να γίνει μόνιμη και ο υποτιθέμενος φιλελευθερισμός της δεξιάς υποχωρεί πίσω από την διαχρονική προτίμηση του βούρδουλα.
Αν η Σοβιετική Ένωση πήγε, όπως λέγεται, από τη φεουδαρχία στο σοσιαλισμό χωρίς σχεδόν να περάσει από τον καπιταλισμό, η Ελλάδα θα περάσει από τον πελατειακό καπιταλισμό στον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό, παρακάμπτοντας την νεωτερική του φάση. Η ιστορική επιτάχυνση έχει βρει την αριστερά απροετοίμαστη και προκαλεἰ σύγχυση στους τίμιους σοσιαλδημοκράτες, που εξακολουθούν να επικαλούνται έναν βεμπεριανό ορθολογικό καπιταλισμό, βασισμένο στη φωτισμένη διοίκηση, την αναδιανεμητική πολιτική και το κράτος δικαίου. Οι ιδέες αυτές είναι δυστυχώς αναχρονιστικές. Η πολιτική αντιπαράθεση δεν είναι πια μεταξύ ενός πατερναλιστικού καπιταλισμού και μιας ήπιας σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό που υπόσχεται το νέο καθεστώς είναι ένα αρπακτικό και άδικο οικονομικό σύστημα που στηρίζεται στο κράτος και εφαρμόζει πολιτικές και νόμους έκτακτης ανάγκης ενάντια στον ίδιο του το λαό.
Η πάλη των ιδεών
Οι καταγγελίες της αντιπολίτευσης για την καταστροφική πανδημία, την οικονομική κρίση και την ανέχεια της μεγάλης πλειοψηφίας, τις μεγάλες φυσικές καταστροφές και την απουσία του κράτους, για την επίθεση στην εργασία και την αυξανόμενη καταστολή είναι απαραίτητες και δίνουν το στίγμα της κυβέρνησης. Η διεθνοποίηση της φίμωσης της αντιπολίτευσης, που έχουν επιβάλλει τα mainstream ΜΜΕ, σε ένα καθεστώς επιφανειακά φιλελεύθερο, και το πρόσφατο αίτημα για σύσταση επιτροπή εξέτασης των παρεμβάσεων της κυβέρνησης είναι απολύτως αναγκαίες.
Εν τούτοις η απαραίτητη αντιπολίτευση στα κυβερνητικά μέτρα παραμένει σε μεγάλο βαθμό αποσπασματική. Καμμιά φορά βλέπουμε τα δέντρα και χάνουμε το δάσος. Και το δάσος είναι πυκνό και σκοτεινό. Πολλές φορές οι δημόσιες παρεμβάσεις στελεχών δίνουν την εντύπωση τεχνοκρατών (κάποιων καλών, άλλων λιγότερο) από τις οποίες απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό ο πολιτικός οραματισμός. Οι λεπτομερείς προγραμματικές προτάσεις δεν συνδυάζονται με μια συνολικότερη στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού και ένα όραμα για τις τάξεις και τις ομάδες που η αριστερά ελπίζει να εκπροσωπήσει. Εξ ίσου προβληματική είναι η συνεχής και κοινότυπη συζήτηση για την «μεσαία τάξη». Πέρα από την επιστημονικά προβληματικό χαρακτήρα του όρου, που φάνηκε στην σχετική συζήτηση, δεν υπάρχει άνθρωπος πιστεύω που θα ακολουθήσει ένα κόμμα γιατί προτείνει ένα «μεσαίο» σχέδιο. Οι οικονομικές, ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ των δύο πόλων, του αριστερού και του δεξιού, έχουν γιγαντωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Το κύριο έργο της αντιπολίτευσης είναι η πάλη των ιδεών: περιλαμβάνει ένα σχέδιο συνολικού μετασχηματισμού ως όραμα, μεσοπρόθεσμες και ιεραρχημένες προγραμματικές προτάσεις και ρεαλιστική στρατηγική για την υλοποίηση τους. Η αριστερή πολιτική πρέπει να πείθει ότι, παρ’ ότι ξεκινάει από τον αριστερό πόλο της αντιπαράθεσης, έχει οικουμενικές απαντήσεις για την μεγάλη πλειοψηφία, το 99% των πολιτών.
Αυτό ήταν πάντα το αριστερό πρόταγμα: η καθολίκευση ενός απελευθερωτικού σχεδίου, που αναδύεται σε συγκεκριμένα προβλήματα και συμπτώματα δυσλειτουργίας του συστήματος εξουσίας αλλά αφορά το σύνολο της κοινωνίας. Το αριστερό πρόγραμμα κάνει το ταξικά μερικό οικουμενικό. Οι προτάσεις που αφορούν την παιδεία, την υγεία, την οικονομική ανάπτυξη δεν είναι απομονωμένες αλλά αποτελούν βήματα μιας συνολικής πορείας προς τον ορίζοντα της υπέρβασης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η καθολική απεύθυνση του μερικού εκφράζεται έτσι με συνθήματα που συνεπαίρνουν μυαλό και καρδιά: «προίκα στην παιδεία», «114», «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», «αλληλεγγύη στους αποκλεισμένους», «είμαστε το 99%». Δεν μπορώ να φανταστώ ένα κόσμο που θα βγει στους δρόμους με σημαίες που θα γράφουν «επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές στην μεσαία τάξη». Πρέπει επομένως η αριστερά να παρουσιάζει την μεγάλη εικόνα, το όραμα της, να εμπνέει τους πολίτες και κυρίως τους νέους.
Η απάντηση της Αριστεράς πρέπει να είναι λοιπόν μια μαχητική πάλη ιδεών, κάτι που υποτιμήθηκε στο παρελθόν. Το όραμα, οι αξίες και οι αρχές μας πρέπει να δίνουν τον τόνο και στην καθημερινή αντιπολίτευση και στον προγραμματικό λόγο. Αν η κυβέρνηση επιδιώκει την επιβολή ενός καθεστώτος «κανονικότητας», η Αριστερά πρέπει να παραμείνει οραματικά «μη κανονική».