Του Gideon Rachman
Από τότε που η Χαμάς επιτέθηκε στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου του περασμένου έτους, η Αμερική έχει επιδιώξει δυο βασικούς στόχους. Ο πρώτος είναι να παράσχει «ακλόνητη» υποστήριξη στο Ισραήλ. Ο δεύτερος είναι να αποτρέψει ευρύτερο περιφερειακό πόλεμο που μπορεί να συμπαρασύρει τις ΗΠΑ.
Αλλά υπάρχει μια λανθάνουσα ένταση μεταξύ αυτών των δυο στόχων. Και αυτή η ένταση βρίσκεται τώρα κοντά στο σημείο της έκρηξης.
Το πρόβλημα είναι πως η ακλόνητη υποστήριξη μπορεί να «αναγνωστεί» ως «λευκή επιταγή» στο Ισραήλ να αναλάβει οποιαδήποτε στρατιωτική δράση θεωρεί πως αρμόζει –με τη σιγουριά πως όταν τα πράγματα δυσκολέψουν πολύ, η Αμερική θα το υποστηρίξει. Αυτό δίνει δυνητικά στο Ισραήλ άδεια να αναλάβει ρίσκα που θα ξεκινήσουν αυτόν ακριβώς τον περιφερειακό πόλεμο που οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποτρέψουν.
Το Ισραήλ δεν προειδοποίησε την Αμερική πριν εξαπολύσει την θανατηφόρα επίθεσή του κατά της Ιρανικής πρεσβείας στην Δαμασκό. Το Ιράν απάντησε αναλόγως, με ένα πρωτοφανές μπαράζ πυραύλων και drones που στόχευαν στο εβραϊκό κράτος.
Τώρα, η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί επειγόντως να αποτρέψει το Ισραήλ από έναν ακόμα γύρο κλιμάκωσης. Όπως το θέτει ένας Αμερικάνος αξιωματούχος, «το πρόβλημα είναι πως και οι δυο πλευρές θέλουν να κάνουν το τελευταίο χτύπημα».
Η επιμονή του προέδρου Τζο Μπάιντεν πως οι ΗΠΑ δεν θα συμμετέχουν σε οποιαδήποτε αντεπίθεση στο Ιράν βοήθησαν ώστε να πειστεί η ισραηλινή κυβέρνηση να μην απαντήσει αμέσως. Αλλά το Ισραήλ έχει ορκιστεί πως θα ανταποδώσει το χτύπημα εν ευθέτω χρόνω.
Οι Ισραηλινοί σημειώνουν πως αν το Ιράν είχε εξαπολύσει εκατοντάδες πυραύλους κατά της Αμερικής, οι ΗΠΑ οπωσδήποτε θα απαντούσαν. Αλλά το Ισραήλ βασίζεται στην αμερικανική στρατιωτική βοήθεια και μια σιωπηρή εγγύηση ασφάλειας από την Ουάσινγκτον. Όπως μου είπε στις αρχές αυτής της κρίσης ένας Αμερικάνος αξιωματούχος, «οι Ισραηλινοί παίζουν εκ του ασφαλούς».
Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Μπάιντεν επικρίνει πολύ πιο ανοικτά τις ισραηλινές ενέργειες στη Γάζα, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί το πώς η Αμερική μπορεί να θέσει όρους στην υποστήριξή της ή αν μπορεί να περιορίσει τις προμήθειες όπλων στο Ισραήλ. Το ερώτημα του πώς θα αντιμετωπιστεί το Ιράν προσθέτει ένα ακόμα επίπεδο διαφωνίας μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Ιερουσαλήμ.
Για πολλά χρόνια οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι επέμεναν πως το Ιράν και το πυρηνικό του πρόγραμμα συνιστούν υπαρξιακή απειλή για το εβραϊκό κράτος. Υπήρξαν κατά περιόδους συζητήσεις περί βομβαρδισμού των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων από το Ισραήλ ή τις ΗΠΑ. Το Ιράν βρίσκεται τώρα πιο κοντά από ποτέ στην απόκτηση πυρηνικών όπλων και η αντίληψη του Ισραήλ για τις απειλές έχουν επιδεινωθεί δραματικά από την επίθεση της Χαμάς. Η νέα ισραηλινή ορθοδοξία είναι πως η χώρα πρέπει να προβεί σε προληπτικές ενέργειες για να καταστρέψει τις απειλές.
Στο Ισραήλ, το ιρανικό καθεστώς περιγράφεται ευρύτερα ως μια φανατικά θρησκευτική αίρεση που ευχαρίστως θα ρίσκαρε έναν Αρμαγεδδώνα. Αλλά οι ΗΠΑ βλέπουν το Ιράν περισσότερο ως ένα καθεστώς που επιβιώνει, ένα καθεστώς που είναι μεν βάρβαρο, αλλά λογικό. Η κυβέρνηση Μπάιντεν αναγνωρίζει πως το Ιράν έχει πράγματι ξεπεράσει ένα σημαντικό όριο με το μπαράζ τον πυραύλων που εκτόξευσε κατά του Ισραήλ. Ωστόσο πιστεύει πως η Τεχεράνη δίνει τώρα σήμα πως θέλει αποκλιμάκωση.
Ο φόβος στην Ουάσινγκτον είναι πως το Ισραήλ μπορεί και πάλι να δράσει με βάση τη δική του αντίληψη περί απειλής και να εξαπολύσει μια σημαντική επίθεση κατά του Ιράν –πιστεύοντας ότι, την ύστατη στιγμή, η Αμερική θα συμμετέχει στον πόλεμο και ίσως ακόμα να νικήσει το ιρανικό καθεστώς για λογαριασμό του Ισραήλ.
Οποιοσδήποτε τέτοιος υπολογισμός, όμως, βρίθει επίσης κινδύνων για το Ισραήλ. Η πυροδότηση ενός ευρύτερου πολέμου με το Ιράν μπορεί πράγματι να παρασύρει τις ΗΠΑ στον πόλεμο. Αλλά θα μπορούσε επίσης να δοκιμάσει την προσήλωση της Αμερικής στο Ισραήλ και να την φέρει σε σημείο ρήξης.
Κάτω από αυτές τις τεταμένες συζητήσεις στην Ουάσινγκτον ως προς το τι περιλαμβάνουν οι «ακλόνητες» δεσμεύσεις, υπάρχει ένα ακόμα ερώτημα που συχνά υποτιμάται. Εξακολουθεί το Ισραήλ να αποτελεί στρατηγικό asset για τις ΗΠΑ, ή μήπως γίνεται στρατηγικό μειονέκτημα;
Από άποψης μειονεκτήματος, η μεγαλύτερη ανησυχία είναι ξεκάθαρα πως οι ενέργειες του Ισραήλ θα παρασύρουν την Αμερική σε έναν ακόμα πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Η υποστήριξη των ΗΠΑ για το Ισραήλ στη Γάζα έχει επίσης βλάψει την εικόνα της Αμερικής σε μεγάλο μέρος του κόσμου, περιπλέκοντας τις προσπάθειές της να βρει υποστήριξη εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας.
Ο Μπάιντεν πληρώνει επίσης ένα εγχώριο πολιτικό τίμημα, καθώς χάνει την υποστήριξη νεαρής ηλικίας ψηφοφόρων. Αφού η ομάδα του πραγματικά πιστεύει πως αυτό που διακυβεύεται στις επόμενες εκλογές είναι η ίδια η δημοκρατία των ΗΠΑ, αυτό δεν είναι ένα ασήμαντο ή ευτελές ζήτημα. Το γεγονός πως ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου είναι κοντά στον Ντόναλντ Τραμπ –και κατηγορείται πως υπονομεύει τη δημοκρατία του Ισραήλ- αυξάνει τις επιφυλάξεις του Λευκού Οίκου για την ισραηλινή κυβέρνηση.
Ωστόσο, στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς, το Ισραήλ παραμένει ένας παλιός σύμμαχος των ΗΠΑ και η πιο ανοικτή κοινωνία στη Μέση Ανατολή. Υπάρχει επίσης στενή συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ και της Δύσης, που βασίζεται σε μια αμοιβαία ανησυχία αναφορικά με την ισλαμιστική τρομοκρατία.
Και ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν συμμερίζεται την καταστροφολογική άποψη του Ισραήλ για το Ιράν, ωστόσο θεωρεί το Ιράν ως εξαιρετικά επικίνδυνη χώρα. Στην Ουάσινγκτον, το Ιράν παρουσιάζεται ως ένα από τα τέσσερα μέλη του «άξονα των αντιπάλων» που περιλαμβάνει τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα. Αυτός ο άξονας θα μπορούσε να αυξήσει τη δύναμή του και τη σιγουριά του αν το Ιράν μπορεί ισχυριστεί πως έχει το πάνω χέρι έναντι του Ισραήλ.
Το γεγονός πως η Ιορδανία φέρεται να βοήθησε ώστε να μπλοκαριστεί το πυραυλικό μπαράζ του Ιράν δείχνει πως –ακόμα και στη Μέση Ανατολή- υπάρχουν χώρες που μοιράζονται την αποφασιστικότητα της Αμερικής να αποτρέψει τις επιθέσεις του Ιράν εναντίον του Ισραήλ.
Ίσως υπάρχει κάποιος θεωρητικός των παιγνίων στον Λευκό Οίκο που να μπορεί να εξισορροπήσει όλες αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες καταστάσεις. Αν όχι, οι ΗΠΑ θα χρειαστούν τύχη, αλλά και ορθή κρίση, για να βγουν από αυτή την κρίση χωρίς να παρασυρθούν σε έναν ακόμα πόλεμο.