Του Μελέτη Ρεντούμη
Τα προβλήματα με την γείτονα χώρα Τουρκία, ήταν πάντα στην επικαιρότητα και οι εντάσεις εναλλάσσονται με κάποιες περιόδους μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης χωρίς και πάλι να φτάνουμε σε μια λύση, ώστε να αμβλύνονται οι προκλήσεις και οι επεκτατικές επιδιώξεις της Τουρκίας, όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα, αλλά τόσο στην ΝΑ Μεσόγειο όσο και στην Μέση Ανατολή.
Αυτή την στιγμή, η γείτονα χώρα βρίσκεται σε μια τεράστια οικονομική κρίση και δίνη, καθώς η υποτίμηση της τουρκικής λίρας σχεδόν 70% από την αρχή του έτους, σε συνδυασμό με τη νομισματική πολιτική των χαμηλών επιτοκίων στην οποία επιμένει ο πρόεδρος Ερντογάν, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα απομείωσης των εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης των Τούρκων πολιτών, πολλοί από τους οποίους από την άνοδο στην μεσαία τάξη καταλήγουν μετά από χρόνια, να ρέπουν προς την απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση.
Μπορεί η χώρα μας να έχει προβεί σε πετυχημένες κινήσεις διπλωματίας το τελευταίο διάστημα, με σημαντικές αμυντικές και γεωστρατηγικές συμμαχίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τις ΗΠΑ και κυρίως την μεγάλη συμφωνία με την Γαλλία, όμως μια απομονωμένη και οικονομικά πιεσμένη Τουρκία, αποτελεί έναν απρόβλεπτο αντίπαλο που εξωτερικεύει τα προβλήματα του και κάνει προβολή ισχύος χωρίς να υπολογίζει άμεσα το πολιτικό κόστος, με αποτέλεσμα μια διαρκή και μόνιμη απειλή για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Η Ελλάδα έκανε επίσης μία ορθολογική επιλογή το τελευταίο διάστημα, να συμφωνήσει σε μία ανανέωση του εξοπλιστικού της προγράμματος, τόσο από αέρος όσο και δια θαλάσσης, με στόχο την θωράκιση των συνόρων και την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, σε μία αρκετά δύσκολη περίοδο όπου οι εντάσεις σε διάφορες περιοχές του πλανήτη συνεχίζονται και η οικονομική κρίση δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου με στόχο την επεκτατική δράση και πολιτική.
Ο απρόβλεπτος παράγοντας αυτή την στιγμή στην Τουρκία ακούει στο όνομα του ίδιου του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν, ο οποίος έχει χάσει τον τελευταίο καιρό μεγάλο μέρος της δημοφιλίας του, όσο η πτώση των εισοδημάτων συνεχίζεται και εκείνος επιμένει σε μία ρητορική προκλήσεων στο εξωτερικό, με στόχο να φανεί ότι καθοδηγεί την χώρα σε μία σειρά από διπλωματικές και στρατιωτικές επιτυχίες, χωρίς όμως εμφανές και ορατό αποτέλεσμα.
Επίσης μεγάλοι στρατηγικοί παίκτες, όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, δείχνουν να μην εμπιστεύονται τον τρόπο που ο Τούρκος πρόεδρος συνεχίζει την επιθετικότητά του κυρίως απέναντι στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα αφενός να στηρίζουν την χώρα μας εξοπλιστικά και αφετέρου να υπενθυμίζουν τις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, η Τουρκία παραμένει μία ισχυρή και περιφερειακή δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, καθώς και μία σημαντική αγορά που μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμα, τόσο αύξηση της κατανάλωσης όσο και μεγαλύτερη πιστωτική επέκταση, βοηθώντας έτσι και τα κέρδη των πολυεθνικών που επενδύουν.
Άρα λοιπόν, παρά την δύσκολη θέση που έχει περιέλθει η γείτονα χώρα, η Ελλάδα οφείλει να διατηρεί ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, να ενισχύει τις συμμαχίες της τόσο στην ΕΕ όσο και στην Μέση Ανατολή, αλλά και να υπενθυμίζει σε όλους τους εταίρους, ότι η Τουρκία αν θέλει κάποτε να γίνει μέλος της ΕΕ, οφείλει να κάνει πολλά και σημαντικά βήματα προόδου, τόσο στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και στην τήρηση του διεθνούς δικαίου και τις αρχές της καλής και ουσιαστικής γειτονίας.