Με το βλέμμα στη συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στην Αθήνα, καθώς και στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. την Πέμπτη και την Παρασκευή στις Βρυξέλλες, αλλά και παρακολουθώντας με προσοχή τις εξελίξεις στα δύο «καυτά» μέτωπα της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, η κυβέρνηση επιχειρεί να σχεδιάσει τα επόμενα βήματά της ενόψει του χειμώνα, ο οποίος προβλέπεται δύσκολος.
Σε αδρές γραμμές, αυτό που αναμένει η κυβέρνηση από την ΕΚΤ είναι να διατηρήσει σταθερά τα επιτόκια ύστερα από δέκα συνεχόμενες συνεδριάσεις κατά τις οποίες αύξησε το κόστος του χρήματος στην ευρωζώνη, σε μια προσπάθεια να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.
Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι αν μη τι άλλο θετική, καθώς κάθε αύξηση των επιτοκίων αυξάνει ταυτόχρονα και τα βάρη για τους δανειολήπτες, για τον δανεισμό της χώρας, αλλά και συνολικά το κόστος ζωής, το οποίο είναι ήδη ιδιαίτερα επιβαρυμένο. Έτσι, μια παύση στις αυξήσεις των επιτοκίων θα είναι μια… ανάσα, έστω κι αν η ευρω-τράπεζα ακόμα εκφράζει ανησυχίες για τις πληθωριστικές πιέσεις.
Όσον αφορά, τώρα, στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. με αντικείμενο την αναθεώρηση του… διαβόητου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα, καθώς ο ευρωπαϊκός Νότος τάσσεται υπέρ μεγαλύτερης ευελιξίας στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ενώ ο πλεονασματικός Βορράς επιμένει σε σαφείς και άκαμπτους κανόνες για τα ελλείμματα και το χρέος, ζητώντας, μάλιστα, και αυστηρές ποσοτικοποιήσεις των στόχων.
Αν και οι πληροφορίες είναι μέχρι στιγμής συγκεχυμένες, η επιδίωξη για συμφωνία μέχρι το τέλος του 2023 μοιάζει προς το παρόν δύσκολη, όπερ σημαίνει ότι εκτός απροόπτου οι υφιστάμενοι κανόνες (έλλειμμα 3% του ΑΕΠ, πληθωρισμός 2%, κ.λπ.) θα διατηρηθούν και το 2024.
Τέλος στις ελαφρύνσεις
Να σημειωθεί εδώ ότι η θέση της Αθήνας στην όλη συζήτηση είναι ότι οι νέοι κανόνες θα πρέπει να συνδυάζουν δημοσιονομική πειθαρχία και αναπτυξιακές προοπτικές και να μην επικεντρώνονται μόνο σε περιοριστικά μέτρα για τη μείωση ελλειμμάτων και χρέους.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα έχει εγείρει – και στο τελευταίο ECOFIN – και ζήτημα ειδικής μεταχείρισης των αμυντικών δαπανών όσον αφορά στην προσμέτρησή τους στα δημοσιονομικά μεγέθη, πάγιο αίτημα της χώρας, το οποίο, ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχει βρει ανταπόκριση από τους Ευρωπαίους εταίρους, καίτοι κάποιοι από αυτούς αποτελούν μεγάλους προμηθευτές οπλικών συστημάτων στην Ελλάδα.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η ντιρεκτίβα της Κομισιόν για απόσυρση όλων των οριζόντιων μέτρων στήριξης του εισοδήματος των πολιτών έναντι της ενεργειακής κρίσης μέχρι το τέλος του 2023 και από 1.1.2024 και μετά να υπάρχουν μόνο στοχευμένα δημοσιονομικά μέτρα για τους πιο ευάλωτους, όρντινο που δημιουργεί προβλήματα στην κυβέρνηση, η οποία ήδη αναγκάστηκε να προχωρήσει σε νέες επιδοτήσεις στους λογαριασμούς του ρεύματος για τον Νοέμβριο, μετά τις μεγάλες αυξήσεις που ανακοίνωσαν οι πάροχοι.
Παράλληλα, αναγνωρίζεται ότι, παρά τις όποιες παρεμβάσεις, η ακρίβεια συνεχίζει να ροκανίζει το εισόδημα των πολιτών και ότι σταδιακά καθίσταται αναγκαία η λήψη νέων μέτρων ελάφρυνσης.
«Σενάρια τρόμου»
Μέσα σε όλα, η διαρκώς επιδεινούμενη κρίση στη Μέση Ανατολή έχει φέρει στο προσκήνιο «σενάρια τρόμου» σχετικά με την τιμή του πετρελαίου, με τις εκτιμήσεις αναλυτών να την ανεβάζουν από τα 100 έως ακόμα και τα 200 δολάρια το βαρέλι, στην περίπτωση που όλα στραβώσουν – ή, εν πάση περιπτώσει, υπάρξει εμπλοκή και τρίτων στον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.
Κάπου εδώ πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο προϋπολογισμός του 2024 έχει συνταχθεί με την παραδοχή ότι η μέση τιμή του πετρελαίου θα κινηθεί στο επίπεδο των 82 δολαρίων το βαρέλι (το μεσημέρι της Τετάρτης το αργό WTI κινούνταν ανοδικά κοντά στα 84 δολάρια το βαρέλι και το brent πάνω από τα 88 δολάρια) και ότι η μέση τιμή του φυσικού αερίου δεν θα ξεπεράσει τα 40 ευρώ/MWh.
Μια τέτοια, εμφανώς αρνητική, εξέλιξη προκαλεί σοβαρή ανησυχία στην κυβέρνηση, καθώς θα επηρεάσει άμεσα κρίσιμα μεγέθη της οικονομίας, όπως ο πληθωρισμός, ο οποίος το τελευταίο διάστημα καταγράφει ανοδικές τάσεις ύστερα από μια… ύφεση μερικών μηνών, και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο κατά την προηγούμενη ενεργειακή κρίση είχε ξεπεράσει το 10%, ενώ ο στόχος για το 2024 είναι να βρεθεί γύρω στο 6,5%.
Ταυτόχρονα, προφανώς, θα αυξηθούν και οι δαπάνες του κράτους, οι οποίες εξαρτώνται από τις τιμές της ενέργειας, ενώ εκτιμάται ότι μάλλον θα καταστεί απαραίτητη και η αναθεώρηση της πολιτικής σχετικά με το επίδομα θέρμανσης, αν το πετρέλαιο ξεπεράσει τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Δημοσιονομικός χώρος
Για την ώρα οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το οικονομικό επιτελείο δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να ποσοτικοποιήσει την επίδραση της κρίσης στη Μέση Ανατολή στην οικονομία της χώρας, καθώς τα πάντα δείχνουν ρευστά και ουδείς μπορεί να προβλέψει «πού θα κάτσει η μπίλια».
Ωστόσο, οι ίδιες πληροφορίες επισημαίνουν ότι στην κυβέρνηση έχουν στρέψει το βλέμμα στην υπεραπόδοση της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2023 όσον αφορά τα έσοδα και τον δημοσιονομικό χώρο που αυτή δημιουργεί, με στόχο να εξεταστεί αν υπάρχει η δυνατότητα νέων παρεμβάσεων υπέρ των πολιτών, οι οποίοι μοιάζουν εδώ και σχεδόν δύο χρόνια να βρίσκονται στην… πρέσα.
Χοντρικά, στο οικονομικό επιτελείο υπολογίζουν ότι μέχρι στιγμής το πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2023 φθάνει το 1,1% του ΑΕΠ, πάνω από το 0,7% που υπολογίστηκε στην αρχική εκδοχή του. Αυτό μεταφράζεται σε επιπλέον ποσό περίπου 500 εκατ. ευρώ, ωστόσο από κυβερνητικά χείλη ξεκαθαρίζεται ότι δεν πρόκειται να αξιοποιηθεί στο σύνολό του για μέτρα ελάφρυνσης, καθώς:
● Υπάρχει η δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ για το 2023.
● Η κυβέρνηση δεν θέλει να διαταράξει την εικόνα της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, ενόψει και της αξιολόγησης του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο Fitch μέσα στον Δεκέμβριο.
● Επιδιώκεται η αξιοποίηση τέτοιων ποσών για τη μείωση του χρέους ως πραγματικού μεγέθους και όχι μόνο ως ποσοστού επί του ΑΕΠ.
Προς νέα μέτρα
Στο πλαίσιο αυτό η συζήτηση που γίνεται για νέα μέτρα (συζήτηση η οποία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί) αφορά κυρίως ένα νέο, μάλλον πιο περιορισμένης περιμέτρου, «market pass», αλλά και μια «επιταγή ακρίβειας» για τους πλέον ευάλωτους προς το τέλος του χρόνου.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει απορρίψει κατηγορηματικά τη μείωση έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, ΕΦΚ) σε είδη πρώτης ζήτησης, όπως τα τρόφιμα, λέγοντας ότι το μέτρο δεν αποδίδει και ότι, αντιθέτως, θα βλάψει τα έσοδα και, εν τέλει, τη δυνατότητα της κυβέρνησης να αξιοποιεί τον δημοσιονομικό χώρο για μέτρα ελάφρυνσης των πολιτών, ωστόσο ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο παράτασης του μειωμένου ΦΠΑ σε συγκεκριμένα είδη και υπηρεσίες.
Κατά τα λοιπά η κυβέρνηση δίνει ιδιαίτερο βάρος στα μέτρα για την ενίσχυση των εισοδημάτων των πολιτών που ήδη έχουν θεσμοθετηθεί ή έχουν εξαγγελθεί και βρίσκονται στη φάση της υλοποίησης, ενώ ο Μητσοτάκης παρουσίασε και τρία ακόμα μέτρα που αφορούν κυρίως στα σούπερ μάρκετ και προβλέπουν την κοινοποίηση των αυξήσεων που κάνουν οι προμηθευτές, τη δημοσιοποίηση στην πλατφόρμα e-Καταναλωτής καθημερινά των τιμών για τα φρούτα και τα λαχανικά και την καθιέρωση επί εξάμηνο μειωμένων κατά 5% τιμών σε συγκεκριμένα προϊόντα στο ράφι.
Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια να ενταθούν οι έλεγχοι στην αγορά για φαινόμενα αισχροκέρδειας και κερδοσκοπίας.
Χωρίς ενεργειακό «κομπόδεμα»
Ειδικά, πάντως, για το ζήτημα της ενέργειας, σε αντίθεση με τον προϋπολογισμό του 2023, στο προσχέδιο για το 2024 δεν περιλαμβάνεται κάποιο έκτακτο «κομπόδεμα» (το μόνο αποθεματικό που έχει προβλεφθεί είναι τα 600 εκατ. ευρώ που αφορούν στις φυσικές καταστροφές).
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου κινούνται στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας», ήτοι να λένε ότι η όποια αντίδραση της κυβέρνησης θα εξαρτηθεί από την έκταση του φαινομένου και ότι θα ήταν πρώιμο να δεσμευτούν πιστώσεις πριν υπάρξει μια πιο σαφής εικόνα για το πώς θα κινηθεί το κόστος της ενέργειας το επόμενο διάστημα, παραπέμποντας στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης για τις όποιες παρεμβάσεις κριθούν απαραίτητες.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ένας «πονοκέφαλος» για την κυβέρνηση είναι και οι απλήρωτοι λογαριασμοί ρεύματος, που συνολικά ξεπερνούν το ποσό των δύο δισ. ευρώ και αφορούν κυρίως σε οικιακούς καταναλωτές χαμηλής τάσης και εμπορικούς και βιομηχανικούς καταναλωτές χαμηλής τάσης.
Στο πλαίσιο αυτό, και με δεδομένο ότι από τον Ιανουάριο οι πάροχοι θα μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα τιμολόγιά τους, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στο κυβερνητικό στρατόπεδο γίνονται κινήσεις για να αυξηθούν οι διευκολύνσεις πληρωμής των λογαριασμών αυτών μέσω δόσεων και να αποφευχθούν διακοπές ηλεκτροδότησης.