Πόσο μεγάλο κίνδυνο αποτελούν οι εκλογές του επόμενου έτους για το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας;
Σε αυτή την ερώτηση επιχειρεί να απαντήσει, μεταξύ άλλων, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, στο τελευταίο Q&A σημείωμά της για την Ελλάδα, αναφορικά με την ανάπτυξη, το χρέος, τις τράπεζες και το πολιτικό σκηνικό.
Σύμφωνα με την Moody’s, το εγχώριο πολιτικό περιβάλλον στην Ελλάδα είναι σχετικά σταθερό από τότε που οι γενικές εκλογές του Ιουλίου 2019, οι οποίες έδωσαν στη χώρα την πρώτη της μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία από το 2009.
Ωστόσο, η θητεία αυτής της κυβέρνησης λήγει το επόμενο έτος και οι αλλαγές που εισήγαγε η προηγούμενη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το 2016, οι οποίες καταργούν τις έδρες μπόνους και εισάγουν ένα καθαρότερο σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης, καθιστούν εξαιρετικά απίθανο ότι κάποιο μεμονωμένο κόμμα θα αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία ή αρκετές έδρες για να σχηματίσει έναν σταθερό συνασπισμό.
Επομένος, ένας δεύτερος γύρος εκλογών είναι για τη Moody’s το βασικό της σενάριο και θα χρειαστούν αρκετές εβδομάδες ή και περισσότερο για να σχηματιστεί κυβέρνηση.
Οι πιθανοί κυβερνητικοί εταίροι
Με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η υποστήριξη για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) του πρωθυπουργού Μητσοτάκη βρίσκεται σε σταθερή πτώση από το μέγιστο ποσοστό περίπου 48% στα μέσα του 2020 σε περίπου 36% σήμερα.
Τα μεγαλύτερα κέρδη έχει σημειώσει το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, η υποστήριξη για το οποίο έχει αυξηθεί από λιγότερο από 10% μέχρι τα τέλη του 2021 σε σχεδόν 13% σήμερα.
Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ, κυμαίνεται γύρω στο 27% για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου από τις εκλογές του 2019.
Με βάση αυτούς τους αριθμούς και τις αλλαγές στο μπόνους των εδρών, κανένα κόμμα δεν είναι πιθανό να μπορέσει να αποκτήσει πλειοψηφία και οποιαδήποτε αριθμητική συμμαχιών θα είναι πολύ δύσκολη, ιδίως επειδή ένα πρόσφατο σκάνδαλο υποκλοπών που αφορά τον ηγέτη του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη, και μερικούς δημοσιογράφους μέσω της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ελλάδας αποτελεί εμπόδιο για έναν συνασπισμό μεταξύ της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ.
Δεύτερες εκλογές είναι επομένως πολύ πιθανές, σύμφωνα με τις οποίες θα επανέλθουν οι μπόνους έδρες μετά από νομοθετική ρύθμιση της ΝΔ το 2020 (20 επιπλέον έδρες για το πρώτο κόμμα, συν επιπλέον έδρες για τα κόμματα που λαμβάνουν μεταξύ 20% και 40% των ψήφων).
Αν και αναμένουμε ότι θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για τον σχηματισμό κυβέρνησης, ο κίνδυνος ανατροπής των μεταρρυθμίσεων ή ουσιαστικής αλλαγής των δημοσιονομικών και οικονομικής πολιτικής είναι χαμηλός, καθησυχάζει η Moody’s.
Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι, επειδή οι πιστωτές της απαιτούν από την Ελλάδα να συνεχίσει να επιδιώκει συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και να εφαρμόσει περαιτέρω θεσμικές και διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Βελτιώθηκαν οι συνθήκες στον τραπεζικό τομέα;
Παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και τις ενδείξεις οικονομικής επιβράδυνσης, οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν θετικές, κυρίως λόγω της καλής προόδου που έχουν σημειώσει οι τράπεζες στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, απαντά η Moody’s.
Επιπλέον, τα προβληματικά δάνεια θα πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται, καθώς οι τράπεζες ξεφορτώνονται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και παρέχουν δάνεια σε επιχειρήσεις που έχουν επιβιώσει από τα χρόνια της κρίσης και είναι πιο ανθεκτικές.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο το ΔΝΤ όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν τονίσει την ανάγκη επαγρύπνησης όσον αφορά τον δανεισμό που σχετίζεται με την πανδημία, καθώς και τις επιπτώσεις της αύξησης των τιμών των οικιστικών ακινήτων και των επιτοκίων στους δανειολήπτες, αν και οι προβλέψεις είναι επαρκείς για να περιορίσουν τους κινδύνους για τη φερεγγυότητα των τραπεζών.
Τα επίπεδα κεφαλαίου θα σταθεροποιηθούν επειδή οι τράπεζες ανέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών τιτλοποίησης μη εξυπηρετούμενων δανείων προκαταβολικά το 2020-21.
Η χρηματοδότηση και η ρευστότητα θα θα παραμείνουν υγιείς, καθώς οι καταθέσεις των πελατών θα αυξηθούν (οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 36 δισεκ. ευρώ κατά τη διάρκεια του 2020 και του 2021 λόγω της δέσμευσης και της έλλειψης ευκαιριών κατανάλωσης).
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες δανείων προς καταθέσεις (περίπου 65%) στη ζώνη του ευρώ.
Τα υψηλότερα επιτόκια και η ζήτηση δανείων θα οδηγήσουν σε βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών.
Κατά συνέπεια, η Moody’s αναμένει ότι οι τράπεζες θα αρχίσουν σταδιακά να καταβάλλουν κάποια μέτρια μερίσματα στους μετόχους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι θα παραμείνουν άνετα πάνω από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Συλλογικά, οι συνθήκες αυτές θα επιτρέψουν στον τραπεζικό τομέα να στηρίξει την οικονομία.
Ωστόσο, ένα υγιέστερο τραπεζικό σύστημα μειώνει επίσης τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων για τον κρατικό ισολογισμό.
Είναι πιθανό η Ελλάδα να διατηρήσει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη;
Η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει έντονα από την πανδημία και είναι στην πραγματικότητα κατά 5% μεγαλύτερη σε πραγματικούς όρους από ό,τι ήταν το τέταρτο τρίμηνο του 2019, γεγονός που υπερβαίνει τον μέσο όρο ανάκαμψης στην Ευρώπη.
Η Moody’s αναμένει επίσης έναν ισχυρό τουριστικό τομέα, την εγχώρια κατανάλωση και επενδύσεις, καθώς και οι εξαγωγές αγαθών θα οδηγήσουν σε υγιή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,3% το 2022, έναντι 3,3% του μέσου όρου της ΕΕ-27.
Οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ, έχοντας αυξηθεί κατά 74,3% το 2021 και κατά 60% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο φέτος, αντανακλώντας την ελκυστικότητα της Ελλάδας για επενδύσεις, επίσης ως αποτέλεσμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των προσπαθειών ιδιωτικοποίησης κατά το παρελθόν.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν διευρυνθεί σε τομείς όπως η πληροφορική και η πράσινη επιχειρηματικότητα, οι οποίοι θα στηρίξουν το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό.
Οι άμεσες εμπορικές, τουριστικές ή χρηματοοικονομικές εκθέσεις της Ελλάδας στην κρίση Ρωσίας-Ουκρανίας είναι περιορισμένες.
Ωστόσο, η Moody’s προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί απότομα στο 1,8% το 2023, καθώς οι υψηλές τιμές της ενέργειας θα τροφοδοτήσουν ευρύτερες πιέσεις στις τιμές και θα αποδυναμώσουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η αύξηση των επιτοκίων θα αρχίσει επίσης να επιβαρύνει τις επενδύσεις.
Δεδομένης της ισχυρής ανάκαμψης του τουρισμού το 2022, υπάρχει επίσης περιορισμένη περαιτέρω ανοδική πορεία στον τομέα.
Μια βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση στις βασικές χώρες προέλευσης, όπως η Γερμανία, αποτελεί επίσης βασικό κίνδυνο για την ανάπτυξη.
Πέραν του επόμενου έτους, διαρθρωτικοί παράγοντες θα συνεχίσουν να περιορίζουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας στο 1,2% περίπου.
Η κυβέρνηση έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει τα χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης και επενδύσεων με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, τη χαλάρωση των κανονισμών, τη βελτίωση της αδειοδότησης των επενδύσεων και προωθώντας τις ιδιωτικοποιήσεις.
Ωστόσο, ο πληθυσμός της Ελλάδας γερνάει με ταχείς ρυθμούς, ενώ γνώρισε σημαντική διαρροή εγκεφάλων κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους.
Σύμφωνα με τις βασικές προβλέψεις της Eurostat, το μερίδιο των ατόμων ηλικίας 20 έως 64 ετών στην Ελλάδα θα συρρικνωθεί σχεδόν κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050.
Ως αποτέλεσμα, οποιαδήποτε διατηρήσιμη επιτάχυνση του μελλοντικού αναπτυξιακού δυναμικού της Ελλάδας μετά το 2025 θα εξαρτηθεί από την τόνωση των επενδύσεων και την αύξηση της παραγωγικότητας.
Το ύψος του χρέους της Ελλάδας εξακολουθεί να αποτελεί την πρωταρχική πιστωτική πρόκληση και ποιοι είναι οι βασικοί κίνδυνοι;
Η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας έχει μειωθεί στο 193,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 από 206,3% το 2020, με την Moody’s να προβλέπει ότι η αύξηση του ΑΕΠ και η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 θα στηρίξουν περαιτέρω μείωση στο 154% έως το 2026.
Ωστόσο, η Ελλάδα θα εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα βάρη χρέους παγκοσμίως μέχρι τότε.
Ο αντίκτυπος από τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία στα δημόσια οικονομικά αμβλύνεται από τις επιπτώσεις των προηγούμενων συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων.
Το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας της κυβέρνησης που καλύπτει χρηματοδοτικές ανάγκες αξίας περίπου 2-3 ετών και μέσο χρόνο ωρίμανσης των ομολόγων άνω των 18 ετών μειώνει τους άμεσους κινδύνους ρευστότητας και θωρακίζει σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα από την άνοδο των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.
Επιπλέον, περίπου το 80% του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης κατέχεται από επίσημους πιστωτές, όπως για παράδειγμα ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και άλλα θεσμικά όργανα της ζώνης του ευρώ, οι οποίοι έχουν συμφωνήσει να κατανέμουν το προφίλ αποπληρωμής της Ελλάδας.
Ωστόσο, η βιωσιμότητα της επιβάρυνσης του χρέους της Ελλάδας εξακολουθεί να εξαρτάται από τη στήριξη των πιστωτών της ζώνης του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της ad hoc στήριξης από την ΕΚΤ.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει επίσης σημαντικές ενδεχόμενες υποχρεώσεις προς φορείς του δημόσιου τομέα στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, σε μεγάλο βαθμό λόγω των εγγυήσεων που εκδόθηκαν για την τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στο πλαίσιο του προγράμματος Ηρακλής.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η αποκρυστάλλωση των ενδεχόμενων υποχρεώσεων που σχετίζονται μόνο με το πρόγραμμα Ηρακλής θα μπορούσε να αυξήσει το βάρος του χρέους της Ελλάδας κατά περίπου 14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Ωστόσο, οι βελτιώσεις στην κερδοφορία των τραπεζών παράλληλα με τα υψηλότερα επιτόκια και τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη περιορίζουν τους κινδύνους.
Αντίθετα, μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας αποτελεί τον βασικό κίνδυνο για την πορεία του χρέους της κυβέρνησης, παρά η αύξηση των επιτοκίων ή η δημοσιονομική χαλάρωση.
Μια μείωση της ονομαστικής ανάπτυξης κατά 2,3 π.μ. κατά την επόμενη πενταετία σε σύγκριση με τις βασικές προβλέψεις θα πρόσθετε 17,8 π.μ. στο στο λόγο χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας.
Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το σενάριο, το χρέος θα εξακολουθούσε να είναι κατά 21,3 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από ό,τι ήταν το 2021.