Η κυβέρνηση μετά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή έλαβε -χωρίς κανένα πρόβλημα και με τον Κ. Μητσοτάκη υποσχόμενο περίπου μια νέα τετραετία «ευημερίας»- ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά η οδυνηρή πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί αρνητικό πρωταθλητή (σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση) στους μισθούς, στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καθώς και στο μερίδιο της εργασίας σε σχέση με τον παραγόμενο εθνικό πλούτο!
Τα συγκλονιστικά αυτά στοιχεία, που φέρνει σήμερα στο φως η «κυριακάτικη δημοκρατία», προέρχονται από το κορυφαίο γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Ιδρύματος Hans Böckler, που δημοσίευσε μόλις την περασμένη Τρίτη τη νέα έκθεσή του για το 2023. Αντλώντας δεδομένα από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, το WSI περιγράφει με μελανά χρώματα και αδυσώπητους αριθμούς την κατάσταση από την οποία προκύπτουν ότι τουλάχιστον κατά την προηγούμενη τετραετία η χώρα μας ήταν κυριολεκτικά ουραγός αλλά και -το ακόμη χειρότερο- ότι η τάση αυτή συνεχίζεται.
Μάλιστα, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις του κ. Μητσοτάκη και κατά το τριήμερο των προγραμματικών δηλώσεων για αυξήσεις στους μισθούς ως προτεραιότητα, οι αποστάσεις που χρειάζεται να καλυφθούν μέσα στην προσεχή τριετία είναι κυριολεκτικά τεράστιες. Από την άλλη πλευρά, είναι φανερό ότι στη χώρα μας οι μισθοί και η αμοιβή της εργασίας θυσιάζονται (σκόπιμα;) για την απόκτηση της πολυπόθητης «επενδυτικής βαθμίδας». Αλλωστε, πανηγυρίζοντας προ ημερών (και) το Bloomberg, ότι είναι θέμα χρόνου να συμβεί αυτό, είχε υπόψη του όλα τα στοιχεία που πιστοποιούν ότι η Ελλάδα έχει από τις πιο κακοπληρωμένες εργασίες πανευρωπαϊκά και τους πιο φτηνούς, πραγματικούς, μισθούς. Ενώ μάλιστα σερβίρεται επί σειρά δεκαετιών ο μύθος ότι αυτό βοηθά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την προσέλκυση επενδυτών, τα στοιχεία και πάλι τους διαψεύδουν, αφού, όπως και πέρυσι η Δανία, είναι για το 2023 ο παγκόσμιος ηγέτης στη σχετική κατάταξη, μπροστά από την Ιρλανδία και την Ελβετία. Η Ελλάδα έχει «καταφέρει, μάλιστα, να την έχει ξεπεράσει πλέον μέχρι και η Βουλγαρία, με πολύ σημαντικές επιδόσεις στην αμοιβή της εργασίας. Και η ιστορική ειρωνεία είναι ότι, ενώ η χώρα μας μπήκε το 1980 ως το δέκατο κράτος-μέλος της τότε ΕΟΚ, σήμερα βρίσκεται στην τριάδα των ουραγών των «27».
Οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων, συγκεκριμένα, έχουν καταρρεύσει τον τελευταίο χρόνο όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η αγοραστική δύναμη μειώθηκε στις 26 από τις 27 χώρες και η Βουλγαρία αποτελεί και στον τομέα αυτό τη μόνη εξαίρεση, καθώς οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά 4,7%. Γενικότερα, οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης έχουν μια ευελιξία στις αυξήσεις των ονομαστικών μισθών για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, καθώς δεν βρίσκονται στη ζώνη του ευρώ και τους περιορισμούς της, αλλά, από την άλλη πλευρά, αυτό δεν συνοδεύεται και από αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας.
Αρχικά, οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού και η κατάρρευση των πραγματικών μισθών οφείλονταν στις υψηλότερες τιμές εισαγωγής για ορυκτά καύσιμα και τρόφιμα, αλλά από ένα σημείο και μετά -όπως επισημαίνει και το Ινστιτούτο WSI- στην ανοδική πίεση των τιμών συμβάλλουν «τα αυξανόμενα εταιρικά κέρδη», όπως περιγράφονται τα υπερκέρδη και η αισχροκέρδεια των μεγάλων ομίλων. Το φαινόμενο αυτό ακμάζει -ως γνωστόν- άλλωστε και στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την πανευρωπαϊκή μελέτη, η μέση απώλεια αγοραστικής δύναμης της Ε.Ε. κατά το 2022 ήταν 4,0%. Στη Γερμανία ήταν 4,1%. Οι πιο μεγάλες απώλειες σημειώθηκαν στην Εσθονία με 9,3% και αμέσως μετά στην Ελλάδα με 8,2% ενώ ακολουθεί η Τσεχία με 8,1%. Σημειώνεται ότι το ποσοστό που καταγράφει το WSI για τη χώρα μας είναι μεγαλύτερο και από αυτό του ΟΟΣΑ, που τον Απρίλιο είχε κάνει λόγο για μείωση κατά 7,4% του μέσου πραγματικού μισθού στην Ελλάδα, λόγω του πληθωρισμού. Αντίθετα, εκτός από τη Βουλγαρία, με την αύξηση 4,7%, η Πολωνία πέτυχε να έχει μηδενική απώλεια, ενώ η Ουγγαρία περιορίστηκε στο -0,2%.
Ακόμη πιο δυσάρεστη είναι η πρόβλεψη για το 2023. Με βάση την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός στη χώρα μας φέτος θα κινηθεί στο 4,2%, αναμένεται ότι στο τέλος της χρονιάς οι πραγματικοί μισθοί θα έχουν περαιτέρω απώλεια, της τάξης του 0,6%, υπολογίζοντας μια μέση αύξηση στους ονομαστικούς μισθούς κατά 3,6%. Στον αντίποδα (και με τον μέσο όρο στην Ε.Ε. στο -0,7%) η Δανία θα έχει αύξηση 0,6%, το Βέλγιο 5,4%, η Ιρλανδία 0,9%, το Λουξεμβούργο 3,6%, η Ολλανδία 0,6%, η Αυστρία 1,1%, η Πορτογαλία 0,6%, η Ισπανία 0,9%, η Κύπρος 2,4% και η Βουλγαρία 3,8%.
Πολύ πιο τραγικό είναι το σκηνικό που αφορά ολόκληρη αυτή την τετραετία για τη χώρα μας επί διακυβέρνησης της Ν.Δ. Το 2020 η αύξηση ήταν 0,6% και το 2021 1,8%, αλλά συνυπολογίζοντας την απώλεια κατά 8,2% του 2022 και 0,6% για το 2203 προκύπτει ότι αυτά τα χρόνια οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα υφίστανται κατά μέσον όρο μείωση της τάξης του 6,4%!
Η μεγάλη και πιο μακροπρόθεσμη πληγή για τη χώρα μας -αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη- έχει να κάνει με την εξέλιξη των μισθών και των κερδών. Λόγω της ανισορροπίας μεταξύ αυτών των δύο μεγεθών, το μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα έχει μειωθεί αισθητά, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί του γερμανικού ινστιτούτου. Σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση -όπως επίσης και στη Γερμανία- το μερίδιο των μισθών μειώθηκε κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 2020 και του τέλους του 2022. Οι ερευνητές του WSI Thilo Janssen και Malte Lübke διαπιστώνουν μάλιστα ότι «στη μέση της κρίσης, υπήρξε μια ανακατανομή μακριά από τους μισθούς και υπέρ του εισοδήματος κεφαλαίου».
Αν όμως σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο σχετικός δείκτης υποχώρησε κατά 2%, στην Ελλάδα η «κακοπληρωμένη» εργασία έσπασε κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ. Μέσα σε τέσσερα χρόνια έχει πέσει κατά 8,4 ποσοστιαίες μονάδες, που αποτελεί πρωτοφανές ποσοστό. Ανάλογη πτώση είχε μόνο η Ρουμανία, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος υπολογίζεται για το 2023 στο 54,6%. Στη χώρα μας η αρνητική εξέλιξη σημειώνεται από χρονιά σε χρονιά, καθώς το 2020 ήταν στο 54,6%, το 2021 στο 52,2%, το 2022 στο 47,5% και για φέτος υπολογίζεται ότι θα βουλιάξει ακόμη περισσότερο, στο 46,2%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, επί παραδείγματι, για κάθε 100 ευρώ παραγόμενου εθνικού εισοδήματος μόνο τα 46,2 αναλογούν στους εργαζομένους και τα υπόλοιπα στους εργοδότες και τις επιχειρήσεις. Φαίνεται, μάλιστα, ότι είμαστε πλέον σε ακόμη χειρότερη μοίρα κι από τη Βουλγαρία, η οποία -στον αντίποδα- βρίσκεται στο 60,1%, ενώ πιο ψηλά από όλους είναι το Βέλγιο, με 61,1%!
Ρουκέτες και από Λοζάνη: Στις τελευταίες θέσεις στην ανταγωνιστικότητα
Το γκρίζο τοπίο για τη χώρα μας -παρά τα μεγάλα λόγια που εξακολουθούν να ακούγονται και παρά το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα- συμπληρώνεται από τα πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ανάπτυξη της Διοίκησης (IMD), που εδρεύει στη Λοζάνη, για την ανταγωνιστικότητα.
Στη σχετική λίστα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 49η θέση μεταξύ 64 χωρών για το έτος 2023. Μάλιστα, η χώρα μας έρχεται πίσω από τη Ρουμανία (48η) και τη γειτονική Τουρκία (47η). Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, η Ελλάδα προηγείται μόνο της Βουλγαρίας (στην 57η θέση), της Σλοβακίας (στην 53η), της Λετονίας (στην 51η) και της Κροατίας (στην 50ή). Πρακτικά η Ελλάδα έχει χάσει δύο θέσεις σε σχέση με το 2022 και τρεις θέσεις σε σχέση με το 2021, ενώ βρίσκεται ξανά στην ίδια θέση στην παγκόσμια κατάταξη που βρισκόταν το 2020…